Στο προηγούμενο σημείωμα έγραψα για τις κεντρόφυγες τάσεις στην (ελληνική) Αριστερά, καταλήγοντας πως δεν υπάρχουν εξίσου ισχυρές κεντρομόλες τάσεις. Τι θα μπορούσε να ενισχύσει αυτές τις τελευταίες; Όπως σημείωνα, οι πολιτικές συμμαχίες γίνονται ενάντια σε κοινούς αντιπάλους, μεταξύ όμορων ιδεολογικά και ταυτοτικά ατόμων, ομάδων, οργανώσεων και κομμάτων. Υπάρχουν άραγε αυτές οι προϋποθέσεις σήμερα;
Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έκανε αισθητή την παρουσία της η θεωρία του πλήθους των Χαρντ και Νέγκρι, σύμφωνα με την οποία η ίδια η εξέλιξη του ύστερου καπιταλισμού παράγει τόσο τον κοινό εχθρό, την Αυτοκρατορία, όσο και το νεκροθάφτη της, το Πλήθος. Ο σύγχρονος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αφενός ομογενοποιεί τις εμπειρίες των εργαζομένων και, αφετέρου, τους παρέχει τα μέσα για να παράγουν από κοινού και να επικοινωνούν αδιαμεσολάβητα. Η Αραβική Άνοιξη και τα απανταχού κινήματα των πλατειών αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες επιβεβαιώσεις αυτής της θεωρίας και όσα επακολούθησαν υπήρξαν οι μεγαλύτερες διαψεύσεις της.
Στη δεκαετία που ακολούθησε μεσουράνησε η θεωρία του λαϊκισμού, η οποία προσπάθησε να γεμίσει το κενό που άφησε η μάλλον ντετερμινιστική θεωρία του πλήθους, τονίζοντας το ζήτημα της στρατηγικής. Καθώς την ενότητα του πλήθους δεν μπορούσε να την εξασφαλίσει τίποτα σε βάθος χρόνου, η ανάδυση των λαϊκιστικών κομμάτων μετατόπισε την εστία στον τρόπο με τον οποίο πολιτικοί δρώντες μέχρι τότε εξοβελιστέοι από το πλήθος αντιπαρέθεταν τον λαό στις ελίτ κατασκευάζοντας τον λαό μέσα από τη συνάρθρωση διαφορετικών αιτημάτων και κοινωνικών ομάδων.
Η θεωρία της συγκρουσιακής πολιτικής, με τη σειρά της, εντοπίζει αιτιώδεις μηχανισμούς που αποσυσκευάζουν έτι περαιτέρω τη διαδικασία συσσώρευσης δυνάμεων. Η διαμόρφωση ενός κοινού στόχου περνά από την κοινή απόδοση απειλής που, σε περίπτωση ανοδικού σπιράλ μεταξύ κινητοποίησης και καταστολής μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση και δημιουργία ή ενεργοποίηση μιας νέας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των κυβερνώντων και όλων των υπολοίπων. Καθώς όμως ο κοινός αντίπαλος δεν φτάνει, αλλά απαιτείται και η διαμόρφωση ενός αντιπολιτευτικού “εμείς” στο εσωτερικό του οποίου το κάθε μέρος θα ανταποκρίνεται σε κάποιο βαθμό θετικά στην παρουσία του άλλου, μια σειρά από μηχανισμούς οργανωτικής και ταυτοτικής φύσεως ενεργοποιούνται, τουλάχιστον στις περιπτώσεις σύμπτυξης μεγάλων κοινωνικο-πολιτικων μετώπων. Η σύγκλιση μεταξύ διαφορετικών δρώντων στηρίζεται τόσο στην απενεργοποίηση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ τους όσο και στη δικτύωση, και κυρίως στη διαμεσολάβηση τρίτων. Εκτός όμως από τις οργανωτικές διεργασίες, εξίσου καίριες είναι και οι γνωστικές. Η ιδεολογική ή ταυτοτική συμβατότητα δεν αρκεί αν οι δρώντες δεν θεωρήσουν ότι βρίσκονται σε όμοια θέση και δεν πραγματοποιηθούν ζυμώσεις που να καταλήξουν σε αξιακή και ερμηνευτική γεφύρωση.
Μηχανισμοί και διαδικασίες σαν αυτές που αναφέρθηκαν αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις της συγκρότησης του αντιμνημονιακου μπλοκ. Σήμερα στην πλειονότητά τους απουσιάζουν.
Όχι πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν συγκεντρώνει σιγά σιγά τα πυρά σύμπασας της αντιπολίτευσης και της κοινωνίας. Όμως βρισκόμαστε ακόμα μακριά από την ανάδυση μιας ξεκάθαρα κυρίαρχης διαχωριστικής γραμμής μεταξύ της κυβέρνησης και των υπολοίπων στη βάση του αντινεοφιλελευθερισμού και του αντιαυταρχισμού. Οι μεν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Αριστεράς και Ακροδεξιάς είναι εξίσου ισχυρή, ενώ η αντίστοιχη μεταξύ Αριστεράς και ΠΑΣΟΚ εξίσου εμμενής. Οι δε ερμηνευτικές πλαισιώσεις άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν τόσο ως προς τη διάγνωση του προβλήματος όσο και ως προς τις προτάσεις για τη θεραπεία του. Στο εσωτερικό της Αριστεράς τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, διότι το παραπάνω ισχύει στο ακέραιο, τη στιγμή που μαίνεται ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό της πάλαι ποτέ κραταιάς συριζαϊκής Αριστεράς, με πέντε κόμματα να παριστάνουν τον αληθινό διάδοχο του καλού ΣΥΡΙΖΑ – για να αφήσω κατά μέρους τον παραδοσιακό σεχταρισμό του ΚΚΕ, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Η ελληνική Αριστερά εγκαταλείπει την κουλτούρα συνεργασιών που έφερε το αντιπαγκοσμιοποιητικο κίνημα και ο ΣΥΡΙΖΑ, και επιστρέφει στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις. Αντί να κρατήσει αυτή την κληρονομιά, προτιμά την κουλτούρα που την καθιστούσε ενίσχυση και αναξιόπιστη (γιατί μονίμως μιλά για μεγάλους κινδύνους που μας υπερβαίνουν, αλλά μπορούμε και με τις μικρές μας δυνάμεις). Δεν εντοπίζει καν την πληθώρα των παραγόντων που συντείνουν στην έλλειψη κουλτούρας συνεργασιών είτε αφορά ένα διεθνές zeitgeist, όπως ο ατομικισμός, είτε σχετίζεται με εθνικά χαρακτηριστικά, όπως η συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα της χώρας ή το ισχνό της κοινωνικό κεφάλαιο, όπως είθισται να ονομάζεται η πυκνότητα και η ένταση των σχέσεων εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης.
Δεν ισχυρίζομαι πως και όσοι αρνούνται τους συμβιβασμούς δεν επιθυμούν την ενότητα. Την επιθυμούν, απλώς όπως «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Καμύ: ως εξέγερση ενάντια στους διαχωρισμούς, τη μερικότητα και τη φθορά. Όμως, η ενότητα με τους άλλους δεν μπορεί να μεταμορφώσει τους άλλους σε ίδιους. Γι’ αυτό και τα λαϊκά μέτωπα δεν μπορούν να συγκροτηθούν από αυτούς που θέλουν να κάνουν ενότητα με τον εαυτό τους ή με αυτούς που θέλουν να συμμαχήσουν μόνο με όσους συμφωνούν συνολικά με τις θέσεις τους.
ΥΓ. Το παρόν γράφτηκε σε έναν διάδρομο νοσοκομείου. Ταιριαστό…
Δημήτρης Παπανικολόπουλος