Στα χρόνια της μετεωρικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του διέλυαν τα φθαρμένα στελέχη του μεταπολιτευτικού δικομματισμού στις τηλεοπτικές αναμετρήσεις. Τώρα πλέον διαλύονται από τα στελέχη της ανακαινισμένης ΝΔ και του ανακαινισμένου ΠΑΣΟΚ. Μια θλιβερή εικόνα. Και το πιο θλιβερό είναι πως δεν μπορείς εύκολα να τα ξεχωρίσεις από τα στελέχη του ανακαινισμένου ΠΑΣΟΚ, ειδικά όταν είναι στελέχη που στήριξαν την ηγεσία Κασσελάκη. Συχνά λένε περίπου τα ίδια. Τις περισσότερες φορές δεν εκπέμπουν το παραμικρό πολιτικό στίγμα. Φαίνονται απίστευτα «λίγοι». Χωρίς μάλιστα τον κυνισμό των στελεχών του ΠΑΣΟΚ που, καθώς και αυτά δεν έχουν να προτάξουν τίποτα πολιτικό ή ιδεολογικό, διαβεβαιώνουν με αυτοπεποίθηση ότι με αυτούς οι προοδευτικοί πολίτες θα βρίσκονται πιο κοντά στην εξουσία, στους μηχανισμούς διανομής οικονομικού οφέλους.
Το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ
Όμως, η κοινωνία μας δεν έχει ανάγκη ένα δεύτερο ΠΑΣΟΚ, όπως πριν τα χρόνια της μετεωρικής ανόδου δεν είχε ανάγκη από ένα ακόμα ΚΚΕ. Η στροφή στα κινήματα και η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς διαφοροποίησαν το ΣΥΡΙΖΑ και έκαναν σαφές το γιατί υπήρχε αυτό το κόμμα μεταξύ του αναχωρητικού ΚΚΕ και του διεφθαρμένου κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Το 2023, σε κάθε εκλογικό σταθμό, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα «τι γυρεύει αυτό το κόμμα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ». Και όταν η προοπτική της εξουσίας χάθηκε, ο βασιλιάς έμεινε γυμνός. Ένα αχρείαστο κόμμα.
Η εσωκομματική εκλογή δεν άφησε κανένα περιθώριο να ξαναβρεί το ρόλο του ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Έφη Αχτσιόγλου έχασε και ο νικητής Στέφανος Κασσελάκης θεωρεί ότι η κοινωνία, αν δεν θέλει Μητσοτάκη, θα θέλει Κασσελάκη, γιατί δεν θα έχει που αλλού να πάει. Φυσικά, η Ελλάδα δεν έχει μόνο δύο κόμματα, όπως οι ΗΠΑ, ενώ τα οικονομικά συμφέροντα που δεν θέλουν Μητσοτάκη έχουν και άλλες επιλογές από το κόμμα Κασσελάκη. Οπότε η σύγκλιση με τον πολιτικό αντίπαλο στα μισά θέματα και η διαφοροποίηση (με περίσσιο στόμφο και λαϊκισμό ώστε να γίνει πιστευτή) στα άλλα μισά, απλώς επαναλαμβάνει το αμερικανικό μοτίβο και καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ αχρείαστο κόμμα, εφόσον υπάρχει το ΠΑΣΟΚ. Στο πλαίσιο αυτό, βγάζει νόημα τόσο η έκκληση για στήριξη των αυτοδιοικητικών του ΠΑΣΟΚ στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών όσο και η έκκληση Σπίρτζη για κοινή κάθοδο ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες ευρωεκλογές. Από την πλευρά των στελεχών που ήρθαν στο ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ με όρους παραγοντισμού είναι κατανοητή επιλογή. Από τη σκοπιά των αριστερών τρόλς που συστρατεύτηκαν με τον Κασσελάκη για να μπουν στο παιχνίδι πουλώντας του εκδούλευση, επίσης η επιλογή είναι κατανοητή. Η τοξική επίθεση στα «βαρίδια» είναι άλλωστε το μοναδικό που μπορούν να προσφέρουν στο νέο ηγέτη που και αυτός, φαντάζομαι, θα θέλει να πορευτεί με τους καινούργιους και όχι με την «παλιά φρουρά» που δεν θα είναι του χεριού του (πόσες φορές έχει επαναληφθεί αυτή η ιστορία!). Τα αριστερά στελέχη της πάλαι ποτέ προεδρικής πλειοψηφίας είναι μοιρασμένα σε αυτά που είναι διατεθειμένα να ανεχθούν τις αλλεπάλληλες γκάφες Κασσελάκη, τις παιδικές εκθέσεις ιδεών με περισπούδαστο ύφος (που προσβάλουν την πολιτική τους νοημοσύνη) και το ανακάτεμα δεξιών και αριστερών προτάσεων (που επίσης τα υποχρεώνουν σε ατελείωτες εκλογικεύσεις), προκειμένου να παραμείνουν εντός νυμφώνος, και σε αυτά που δεν είναι διατεθειμένα να μπουν σε αυτό το κάδρο, αναλογιζόμενα με πίκρα ότι «από τη σκοπιά της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ μας αφήνει πλέον αδιάφορους/ες».
Το τέλος του Τσίπρα
Σε αυτό το τέλος ποιος είναι ο ρόλος του Αλέξη Τσίπρα; Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετεωρική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, το κόμμα του τον ανέδειξε και την πολιτική του κόμματός του εκφωνούσε μέχρι να γίνει πρωθυπουργός, ενώ η κινηματική έκρηξη του 2010-2012 και η μεγάλη πολιτική αποστοίχιση ήταν αυτή που έδωσε τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να φτάσει μέχρι την κυβέρνηση. Δεν ισχύει, δηλαδή, αυτό που λένε οι πολιτικά αδαείς λάτρεις του «μεγάλου ηγέτη» ότι «μόνος του πήρε τον ΣΥΡΙΖΑ από μικρό κόμμα τον έκανε μεγάλο». Ωστόσο, ο Τσίπρας μετατράπηκε σε μεγάλο κοινοβουλευτικό ρήτορα, απέκτησε ισχυρό δεσμό με ένα μέρος της κοινωνίας, προήδρευσε της πλέον αδιάφθορης κυβέρνησης, η οποία συγκρούστηκε με την Τρόικα και με τα εγχώρια οικονομικά συμφέροντα, προστάτευσε τους πιο αδύναμους, εκσυγχρόνισε το κράτος σε νευραλγικούς τομείς και τόλμησε να λύσει το Μακεδονικό, αναβαθμίζοντας συνολικά την εξωτερική πολιτική της χώρας. Η κυβέρνηση Τσίπρα απέτυχε να αποσοβήσει το τρίτο μνημόνιο, αλλά έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια. Επίσης, ο Τσίπρας υπήρξε τολμηρός στις πολιτικές του πρωτοβουλίες που στόχευαν να καταστήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της κοινωνίας.
Όμως, αυτονομήθηκε, μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγοκεντρικό κόμμα πατώντας πάνω στην ανοχή των στελεχών που δεν ήθελαν να βλάψουν το πολιτικό του κεφάλαιο, έφερε στον ΣΥΡΙΖΑ πολλά πρόσωπα που κατέληξαν υβριστές του, καθώς και πολλά φθαρμένα στελέχη του παλαιού δικομματισμού, έκανε προσωποκεντρικές καμπάνιες που άφηναν αναξιοποίητο μεγάλο κομμάτι του στελεχιακού δυναμικού, δεν άκουγε κανέναν παρόλες τις συνεχόμενες πολιτικές αποτυχίες, απαξίωνε συνεχώς τις συλλογικές διαδικασίες και άλλαζε συχνά τις κομματικές αποφάσεις στον «πρωινό καφέ», κατηγορούσε μονίμως τους άλλους για τις αποτυχίες των δικών του επιλογών, δεν ήθελε να πιστέψει ότι δεν τον θέλει πλέον ο κόσμος που τον είχε ψηφίσει, χειρίστηκε λάθος το ζήτημα της απλής αναλογικής, ανέχθηκε την τοξικότητα, θόλωσε το πολιτικό μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2023 με τυχοδιωκτικές δηλώσεις και επιλογές και, τέλος, επέβαλε ένα σύστημα εκλογής προέδρου που επέτρεψε σε έναν τυχοδιώκτη να γίνει πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Εσωκομματικά επιδίωξε και την ενός ανδρός αρχή και τη μη ανάληψη της ευθύνης για τις αποτυχίες (σας θυμίζει κάποιον;). Η Αριστερά δεν μπορεί να προστατεύσει πλέον την κληρονομιά του. Οι κόλακες ενός μη αριστερού κόμματος μπορούν;
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.