Συνεχίζοντας το προηγούμενο σημείωμα, θα ήθελα να διατυπώσω μερικές σκέψεις πάνω στο ζήτημα του οράματος της σύγχρονης Αριστεράς. Το όραμα είναι σημαντικό γιατί δίνει απάντηση σε βασικά ερωτήματα: Τι πρεσβεύει η Αριστερά πέρα από τις απόψεις σε τρέχοντα προβλήματα, πέρα από τις πρόσκαιρες κομματικές αψιμαχίες; Πού το πάει το πράγμα; Πώς θα ήταν αν γενικά είχε τη δύναμη να κάνει πολλά από αυτά που θέλει, για τα οποία όμως να προσφέρονται πραγματικές δυνατότητες και πραγματικά δεδομένα; Ποια θα ήταν η δική μου εμπλοκή και η προσωπική μου ταυτότητα αν συνδεόμουν με και συνδιαμόρφωνα αυτό το όραμα για μια καλύτερη ζωή; Αν και πολλά στοιχεία πιθανών απαντήσεων μπορείτε να βρείτε και σε έναν συλλογικό τόμο που συν-επιμελήθηκα πριν λίγα χρόνια[1], θα ήθελα να εστιάσω σε ένα κρίσιμο ζήτημα.
Το όραμα πρέπει να προκύπτει αβίαστα από την εξέλιξη των πραγμάτων ώστε να κάμπτονται οι αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Η ανάλυσή μας για το παρελθόν και το μέλλον, εν προκειμένω, πρέπει να οδηγεί αβίαστα στο όραμα. Ο σοσιαλισμός ως αίτημα της Αριστεράς ήταν άρρηκτα δεμένος με τις δυνατότητες που έδινε η βιομηχανική επανάσταση. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι με τον καιρό πείθονταν ότι όλοι και όλες μπορούσαν να απολαμβάνουν ένα καλό βιοτικό επίπεδο, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονταν να ισχυριστούν ότι τα πράγματα δεν φτάνουν για όλους/ες. Το πράγμα μιλούσε από μόνο του: υπήρχαν για όλους/ες και ήταν παράλογο αυτό που συνέβαινε.
Σήμερα ζούμε σε μια άλλη εποχή, η οποία διαμορφώθηκε από την ψηφιακή επανάσταση. Ο κόσμος του 21ου αιώνα είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν του 20ού. Θα λέγαμε, με όρους μιας γνωστής αν και παραγκωνισμένης θεωρίας, ότι έχουμε εισέλθει σε έναν νέο κύκλο Κοντράτιεφ, όπου οι καπιταλιστικές καινοτομίες στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης ήρθαν να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις των εργαζομένων διαμορφώνοντας νέα πλεονεκτήματα για τους επιχειρηματίες αλλά και νέα πεδία πάλης για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο μετασχηματισμός της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής λόγω της διεθνοποίησης, του διαδικτύου, της ρομποτοποίησης, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και της κλιματικής κρίσης (φυσικά δεν ξεχνάμε τη σημασία ούτε της κρίσης χρέους του 2007/8 ούτε του covid-19), διαμόρφωσε νέες δυνατότητες για τις κοινωνίες μας.
Ήδη οι Χαρντ και Νέγκρι έχουν εισηγηθεί την άμεση δημοκρατία ως κάτι που προκύπτει από τις δυνατότητες του νέου αυτού κόσμου. Με τη σειρά μας, θα λέγαμε ότι η εμβάθυνση της δημοκρατίας είναι απολύτως εφικτή, όπως έχει φανεί μέσα από τη διάδοση των οριζόντιων μορφών οργάνωσης σε διάφορα επίπεδα του πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού βίου, από το συμμετοχικό προϋπολογισμό στην τοπική αυτοδιοίκηση, από τον αυξανόμενο αριθμό των δημοψηφισμάτων και τη διάδοση της συλλογής υπογραφών ως μέσο πίεσης. Η αυταρχικοποίηση της πολιτικής ζωής κινείται σε μια κατεύθυνση που αντιστρατεύεται τις δυνατότητες του κοινωνικού βίου, και γι’ αυτό η Αριστερά δεν πρέπει να φοβάται να μιλήσει ανοιχτά και τολμηρά για τη μείωση της αντιπροσώπευσης και την αύξηση της συμμετοχής των πολιτών σε όλα τα πεδία των αποφάσεων, με το ίδιο σθένος που στην αυγή του κοινοβουλευτισμού οι ιδιοκτήτες απαίτησαν «καμία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση».
Ομοίως, η τεχνολογική εξέλιξη, ενώ καθιστά όλο και περισσότερες βαρετές και/ή κοπιώδεις εργασίες αχρείαστες, δεν μειώνεται ο χρόνος εργασίας – αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις, σαν την ελληνική, οι εργάσιμες ώρες αυξάνονται κιόλας. Πολύ σωστά έχει ειπωθεί ότι, ενώ υποτίθεται ότι η τεχνολογία θα μας απάλλασσε από αυτές τις δουλειές ώστε εμείς να μπορούμε να είμαστε πιο δημιουργικοί/ές (λχ. να ζωγραφίζουμε και να γράφουμε ποιήματα), έχουμε βάλει την τεχνική νοημοσύνη να δημιουργεί για μας τη στιγμή που εμείς εξακολουθούμε να κάνουμε πολλές ανούσιες και κοπιώδεις δουλειές. Αυτό είναι απλώς απαράδεκτο και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μην δουλεύουμε τώρα λιγότερες ώρες. Εφόσον λοιπόν είναι εφικτό να διατηρήσουμε το ίδιο ακριβώς επίπεδο παραγωγής με μειωμένο ωράριο, το όραμα της Αριστεράς πρέπει να έχει στον πυρήνα του τη μείωση της ωρών εργασίας, χωρίς να θεωρεί η ίδια ή να θεωρεί η κοινωνία ότι λέει κάτι ουτοπικό.
Τέλος, δεν είναι νοητό το όραμα της Αριστεράς να μην διαμορφώνεται κυριαρχικά από τις απαιτήσεις διάσωσης του πλανήτη, και άρα ενός βιώσιμου μέλλοντος για την ανθρωπότητα. Για να το πω αλλιώς: Το μέλλον ή θα είναι πράσινο ή δεν θα υπάρξει. Ως εκ τούτου, η Αριστερά ή θα είναι βασικά πράσινη, οικολογική, περιβαλλοντική, ή καλύτερα να μην μας απασχολεί. Δεν υπάρχουν πολιτικοί υπολογισμοί που να αξίζει να μεσολαβήσουν μεταξύ της επείγουσας αλλαγής πλεύσης για όλους/ες μας και της επαναστατικής δράσης ενάντια στα συμφέροντα που εμποδίζουν το τέλος των ορυκτών καυσίμων. Είναι απολύτως εφικτό να ζούμε εδώ και τώρα με έναν τρόπο πλήρη νοήματος, βασισμένο σε δραστηριότητες που δεν επιβαρύνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, δεν καταστρέφουν ή μολύνουν το περιβάλλον, δεν μειώνουν τη βιοποικιλότητα. Αρκεί να πάψει η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης να αποικιοποιεί το μυαλό ακόμα και των αριστερών. Το όραμα της σύγχρονης Αριστεράς, επομένως, δύναται να προβάλλει από τις ίδιες τις συνθήκες ζωής μας και να μην αφορά τίποτε ουτοπικό. Φτάνει να παλέψει να παραδώσει το κλίμα ως έχει στην επόμενη γενιά.
Οριζόντια διαβούλευση και συμμετοχή στις αποφάσεις, λιγότερη δουλειά, αποκλειστικά μη ρυπογόνες μορφές εργασίας/δράσης/ζωής. Είναι εφικτό.
Σημείωση:
1. Κώστας Γαλανόπουλος και Δημήτρης Παπανικολόπουλος (επιμ), Τι να κάνουμε. Σκέψεις για την επανεκκίνηση της ριζοσπαστικής πολιτικής, Αθήνα, Θεμέλιο, 2022.