Διάβασα με ενδιαφέρον το άρθρο της Μακρίνας Βιόλας Κώστη («Αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει», «Εποχή», 21-22/1/2023), το οποίο ασκεί κριτική στο άρθρο μου, «Τι πάει καλά στον κόσμο» («Εποχή», 2/1/2023). Θεωρώ ότι είναι μια ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων και κριτικών πάνω σε σημαντικά ζητήματα.
Στις γιορτές των Χριστουγέννων δεν κάνουμε αφιερώματα στις «δυσκολίες των 12 προηγούμενων μηνών» και στη «δυστυχία του κόσμου», γράφουμε κάτι πιο αισιόδοξο. Άλλωστε, για τα κακώς κείμενα γράφω σχεδόν κάθε εβδομάδα. Έπειτα, το να επισημαίνεις στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες της «Εποχής» ότι τα πράγματα δεν είναι καλά δεν ενέχει μεγάλη γνωστική απόδοση, το ξέρουν. Γι’ αυτό είμαστε στην Αριστερά, για να αλλάξουμε τον κόσμο. Από την άλλη, το να επισημαίνεις θετικές εξελίξεις δεν σημαίνει ότι επιδιώκεις τον «εφησυχασμό» και την «επανάπαυση». Ο κανονιστικός λόγος (τι πρέπει να κάνουμε) είναι διαφορετικός από τον αναλυτικό ή τον επεξηγηματικό (πως και γιατί φτάσαμε ως εδώ). Επομένως, το κείμενό μου δεν αποτελούσε κανέναν «αντίλογο» στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αντιθέτως τις προϋπέθετε.
Εκείνο που φαίνεται να μη γίνεται κατανοητό είναι πως οι δυσκολίες της εποχής δεν αναιρούν την πρόοδο που έχει γίνει. Ως εκ τούτου, η «φεμινιστικοποίηση» ή «θηλυκοποίηση» (feminization) περιγράφει μια διαδικασία, μια εξέλιξη, όχι ένα αποτέλεσμα. Και στο ποσοστό που τα πράγματα σε όλους τους τομείς είναι καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν, δικαιούμαστε να λέμε πως εκτυλίσσεται μια τέτοια διαδικασία. Η επισήμανση ότι η κατάσταση υπολείπεται σε σχέση με τις διακηρυγμένες ιδέες ή τους σκοπούς (πχ. του φεμινιστικού κινήματος) δεν αναιρεί τη βελτίωση. Άλλωστε, η βελτίωση κρίνεται με βάση την πρότερη κατάσταση, όχι μια ιδέα. Σε σχέση με τις ιδέες κάθε ανθρώπινη συνθήκη υπολείπεται, δεν είναι καινούργιο αυτό. Σε κανονιστικό επίπεδο μπορούμε να πριμοδοτούμε αυτή τη σύγκριση, σε αναλυτικό και επεξηγηματικό όμως όχι. Εκτός αν πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι την εποχή της μητέρας μας ή της γιαγιάς μας τα πράγματα ήταν καλύτερα. Αλλά δεν ήταν σε κανένα επίπεδο. Το ξέρω, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι εφόσον καταγράφονται τόσες γυναικοκτονίες σήμερα πάμε κατά διαόλου. Η αλήθεια είναι όμως ότι γίνονταν περισσότερες, αλλά δεν καταγράφονταν. Το γεγονός ότι πλέον τις καταγράφουμε μία προς μία, ότι τις ονομάζουμε «γυναικοκτονίες», ότι η κοινωνία ζητά νομοθετικές ρυθμίσεις, σημαίνει πως έχει καταγραφεί πρόοδος. Επομένως, το ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα είναι άσχετο με το πόσο δρόμο διανύσαμε ήδη.
Ομοίως, το γεγονός ότι από τις τεχνολογικές εξελίξεις δεν επωφελούμαστε όλοι και όλες το ίδιο ή ότι δημιουργούνται νέες ανισότητες, τι σημαίνει; Ότι δεν έπρεπε να υπάρξουν αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις; Τι είμαστε; Λουδίτες; Ή μήπως από τις προηγούμενες τεχνολογίες επωφελούνταν όλοι και όλες το ίδιο; Ή μήπως δεν γίνονταν και αυτές αντικείμενο εκμετάλλευσης από όσους/ες τις ελέγχανε; Έχει διαφορά η σημερινή υποκλοπή των προσωπικών δεδομένων από τότε που ανοίγανε τα γράμματα; Καλό θα είναι να απέχουμε από μια ρητά ή άρρητα ρομαντικοποιημένη εικόνα του παρελθόντος. Σήμερα, ο πιο φτωχός άνθρωπος μπορεί να επικοινωνεί πιο εύκολα από τον πιο πλούσιο πριν από 30 χρόνια. Και αυτό είναι πρόοδος. Όπως και το ότι οι νέες τεχνολογίες κάνουν πιο εφικτό το στόχο της οριζόντιας οργάνωσης και της διάχυσης των Κοινών, απαραίτητα στοιχεία ενός μετασχηματισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Ας δούμε το ζήτημα της ακροδεξιάς απειλής που θίγεται και στα δύο κείμενα. Είναι καλύτερη μια κοινωνία που δεν αποδέχεται τους ξένους, όπως γενικά συνέβαινε στις προηγούμενες περιόδους του έθνους κράτους, ή μια κοινωνία όπου η παγκοσμιοποίηση, η πολυπολιτισμικότητα, η μετανάστευση και η αποδοχή των μεταναστών από περισσότερους ανθρώπους ενεργοποιεί αμυντικοεπιθετικά αντανακλαστικά σε ένα μέρος του πληθυσμού; Είναι καλύτερα τότε που τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ήταν αόρατα ή τώρα που έχουν αποκτήσει ορατότητα αλλά, λόγω αυτού, δέχονται επιθέσεις από τους ακροδεξιούς; Ακριβώς επειδή πάνε καλύτερα τα πράγματα έχουν προκύψει αυτές οι αντιδράσεις. Ή μήπως νομίζουμε ότι τα πράγματα βελτιώνονται χωρίς αγώνες; Ή ότι μπορεί να διεξαχθούν αγώνες χωρίς αντιπάλους;
Εκεί όμως που διαφωνώ επί της ουσίας είναι στην κριτική της σχέσης της πορνογραφίας, της απελευθέρωσης των φαντασιώσεων, της υπέρβασης των σεξουαλικών ταμπού, των bdsm πρακτικών, κ.λπ., με τη σεξουαλική απελευθέρωση. Τέτοιου είδους κριτικές αποτελούν το opus magnus του συντηρητισμού. Να ξεκαθαρίσουμε βασικά πράγματα: σεξουαλική «εκπαίδευση» δεν υπήρξε ούτε πριν την εποχή μας, ενώ έλειπε εξίσου η «ικανότητα για ερωτική αγάπη» και αναπτύσσονταν εξίσου στρεβλά οι σεξουαλικές συμπεριφορές. Αφήνοντας κατά μέρους τη ρομαντικοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων πριν την εποχή μας, θα σταθώ στο εξής: η σεξουαλική απελευθέρωση έχει να κάνει με την απελευθέρωση της επιθυμίας και τις αυξημένες δυνατότητες σεξουαλικής ικανοποίησης, όχι με τη ρομαντική αγάπη, την προσφορά στον άλλο, κ.λπ. Ερωτευμένος/η και/ή δοτικός/η μπορεί να είσαι και χωρίς να κάνεις σεξ. Τα κύματα σεξουαλικής απελευθέρωσης στο μεσοπόλεμο και το μεταπόλεμο δεν σχετίζονταν με την αύξηση της ικανότητας να αγαπάμε, αλλά με την απελευθέρωση της σεξουαλικής επιθυμίας από εσωτερικούς και εξωτερικούς καταναγκασμούς. Σε κάθε περίπτωση, η κριτική των ερωτικών πρακτικών από όσους/ες δεν τις μετέρχονται δεν έχει σχέση με τα βιώματα όσων ανεξαρτήτως φύλου τις μετέρχονται (οι οποίοι/ες λένε πολύ διαφορετικά πράγματα). Όσο για την πορνογραφία ειδικά, υπάρχει τόση φανερή αντικειμενοποίηση όση κρυφή υπήρχε πριν (και υπάρχει ακόμα) στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων. Όμως, ταυτόχρονα προσφέρει ερεθίσματα και τεχνικές γνώσεις που αναζητούσαν οι άνθρωποι επί γενεές «ιεραποστολικής» βαρεμάρας.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος