Παρακολουθώντας τη δεξιά μας κυβέρνηση να προσπαθεί εναγωνίως να δημιουργήσει κι άλλους φόβους από εκεί που δεν υπάρχουν, ισχυριζόμενη ότι κινδυνεύουμε και ότι μόνο αυτή μπορεί να μας σώσει –προκειμένου δηλαδή να υποστηρίξει την ατζέντα του νόμου και της τάξης– πείθομαι όλο και περισσότερο ότι δεν πρόκειται να αφήσει ανεκμετάλλευτους όσους παρακρατικούς πληρώνει ώστε να στήνουν προβοκάτσιες, όποτε η ειδησεογραφία αδυνατεί να τροφοδοτήσει τη ρητορική της. Εν τω μεταξύ, όμως, συζητώ κι εγώ για τους τρόπους που η περιθωριοποιούμενη Αριστερά θα μπορούσε να αναγεννηθεί. Ακολουθούν μερικές αιρετικές απόψεις πάνω σε διαφορετικά ζητήματα που κουβέντιασα μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε.
Aνανέωση και ριζοσπαστικοποίηση
Οι μεγάλοι σε ηλικία σύντροφοι και συντρόφισσες αναφέρονται συνεχώς στην ανανεωτική Αριστερά, ενώ οι νεότεροι/ες στη ριζοσπαστική, και όλοι/ες μαζί δείχνουν να επιζητούν την ανασυγκρότηση της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Προσωπικά, θεωρώ ότι η ανανεωτική Αριστερά είναι πλέον τόπος μνήμης μιας γενιάς και το περιεχόμενό της χρειάζεται ανανέωση. Κάποτε σήμαινε την αντίθεση στο σταλινισμό και τον εργατισμό. Και τότε αυτό ήταν άλμα. Τώρα όμως, αυτό είναι λίγο. Στο πλαίσιο της οριζόντιας επικοινωνίας, της εξατομίκευσης που συμπαρέσυρε την κεντρικότητα των οργανώσεων και των κομμάτων και γιγάντωσε την κρίση εκπροσώπησης, καθώς και της επέλασης της διαθεματικής ανάλυσης εντός ενός εκπαιδευτικού, γνωστικού και πληροφοριακού big bang, η ανανεωτική Αριστερά δεν σημαίνει κάτι. Η Αριστερά που τότε ανανεώθηκε σε βάρος του σοβιετικού μοντέλου χρειάζεται να ανανεωθεί σε βάρος αυτού που κάποτε λεγόταν ανανεωτική Αριστερά.
Αυτό έγινε σε κρίσιμο βαθμό μετά το 2000, στα χρόνια της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία επικεντρώθηκε στην αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και στην επέκταση των ατομικών δικαιωμάτων, μέσα από νέες οργανωτικές μορφές και ρεπερτόριο δράσης, καθώς και πιο πλουραλιστικό λόγο. Ωστόσο, και η ριζοσπαστική Αριστερά, ύστερα από την πλήρη κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, χρειάζεται ανανέωση και ριζοσπαστικοποίηση. Το βασικό πρόβλημά μας πλέον είναι η κλιματική κατάρρευση και, επομένως, η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να μεταβληθεί σε πράσινη Αριστερά. Οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες και η πάνδημη απαίτηση για συμμετοχή (αν και όχι συνδεδεμένη με μέριμνες, πειθαρχίες και κόστη) πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσει τους προγραμματικούς στόχους δίνοντας την έμφαση στα Κοινά. Κοντολογίς, η ριζοσπαστική Αριστερά του 21ου αιώνα πρέπει να διαφέρει από αυτή των αρχών του αιώνα, μέσα από την ενσωμάτωση στοιχείων της Πολιτικής Οικολογίας και του Αναρχισμού. Η ρουτινοποίηση των μορφών δράσης και του λόγου έχει εμπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό που η προσπάθεια «ανασυγκρότησης της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς», αντί για τη συγκρότηση μιας πράσινης και αμεσοδημοκρατικής Αριστεράς, είναι το μικρότερο πρόβλημα.
Ταξική πάλη
Αναμφίβολα, η ταξική πάλη, η οποία διεξάγεται αμείωτη από την πλευρά των επιχειρηματιών, πρέπει να επανεκκινήσει δυναμικά και από την πλευρά των εργαζομένων. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει βασικά με σοσιαλμιντιακά σιχτίρια στο «αφεντικό μας που δεν χωράει στο ρεπό μας», αλλά α) με συμμετοχή στα σωματεία, η οποία ακόμα βαίνει μειούμενη, β) με μέριμνα για συγκρότηση της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης μεταξύ των μισθωτών εργαζομένων, άρα με καλλιέργεια του ενωτικού πνεύματος μακριά από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων που επικρατεί και εντός της ελληνικής Αριστεράς, γ) με ισχυρή εκπροσώπηση από «κόμματα της εργασίας», που δεν μπορούν να διοικούνται από λάτρεις της μικρομεσαίας επιχείρησης και των ελευθέρων επαγγελματιών, και που δεν μπορούν να ζητούν μείωση των φόρων και κοινωνικό κράτος μαζί.
Ομοίως, ταξική πάλη σημαίνει, εκτός από το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι», να πάψουν οι διπλανοί μας (στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια παρέα, στην ίδια οικογένεια) να φοροδιαφεύγουν, διότι α) τα λεφτά που μπορούμε να πάρουμε από τους πλούσιους, όσο καλά και να πάει αυτό το σχέδιο, δεν επαρκούν για μια εύρωστη κρατική παρέμβαση, β) διαβρώνεται το κοινωνικό σώμα από αντικοινωνικές νοοτροπίες, γ) δεν πρέπει να είμαστε μαζί με αυτούς που εκμεταλλεύονται τους μισθωτούς στη σφαίρα της παραγωγής και με αυτούς που τους εκμεταλλεύονται στη σφαίρα της κατανάλωσης (γιατί, εκτός από τη φοροδιαφυγή επιβίωσης, υπάρχει και η φοροδιαφυγή με σκοπό την άνετη ζωή στην πλάτη των κορόιδων). Δηλαδή, αν δεν συγκρουστούν όσοι βγάζουν μέχρι 50 ευρώ την ημέρα, δηλωμένα, με αυτούς που βγάζουν εκατοντάδες ευρώ την ημέρα, βασικά αδήλωτα, τότε κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Το 1%, που λέει και το γνωστό διεθνώς σύνθημα, στηρίζεται στην κοινωνία του ενός τρίτου (1/3) και όχι στις «200 οικογένειες».
Εργατικό και καταναλωτικό κίνημα
Δεν είναι κρίμα να παλεύουν οι μισθωτοί για μια αύξηση που αμέσως τους την παίρνουν στη σφαίρα της κατανάλωσης επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες χωρίς καν να αγωνιστούν; Δεν είναι κρίμα να αγωνίζονται οι μισθωτοί πρακτικά για τους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες; Είναι. Και θα συνεχίσει να είναι όσο οι μισθωτοί δεν κατανοούν ότι ο αγώνας πρέπει να διεξάγεται ταυτόχρονα στη σφαίρα της παραγωγής και στη σφαίρα της κατανάλωσης, και με τις δύο ιδιότητες: του παραγωγού και του καταναλωτή. Όπως ακριβώς έγινε με την περίπτωση του νικηφόρου αγώνα στην «E-food». Η απαραίτητη αυτή ευθυγράμμιση της ελληνικής κοινωνίας με τις πιο αναπτυγμένες ως προς τη συνείδηση του πολίτη κοινωνίες έχει ως προϋπόθεση να εμπλουτιστεί το φαντασιακό μιας αποφασισμένης μειοψηφίας που συγκρούεται, από τη μια, με μορφές δράσης λιγότερο κοστοβόρες που αφορούν όμως μεγαλύτερα μετριοπαθή κοινά, από την άλλη.