Στη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου, και ιδιαίτερα στο πλαίσιο των αντεγκλήσεων πάνω στα οργανωτικά θέματα, μου έχει κάνει εντύπωση η εύκολη επίκληση της «ριζοσπαστικής παράδοσης». Αν και εύκολα κατανοώ σε τι αναφέρονται όσοι/ες την επικαλούνται (ένα σώμα αναλύσεων, στόχων και πρακτικών με μεγάλο παρελθόν), δύσκολα μπορώ να πιστέψω πώς μας διαφεύγει το προφανές: ότι ο ριζοσπαστισμός και η παράδοση είναι λογικά και ιστορικά αντικρουόμενες (αν όχι ασύμβατες) έννοιες.
Δεν θέλω να κάνω μακροσκελείς ιστορικές αναδρομές, ώστε να φανεί ότι κατά τη διάρκεια της Νεωτερικότητας, ριζοσπάστες και παραδοσιακοί συγκρούστηκαν όπου γης για όλα τα θέματα (και φυσικά δεν θέλω να υποτιμήσω τα σημεία σύγκλισης, αλλά και τις συνθέσεις). Θέλω, ωστόσο, να σταθώ στη λογική ασυμβατότητα των δύο, καθώς και στις αρνητικές πολιτικές συνέπειες που έχει ο εναγκαλισμός τους.
Contradiction in terminis (αντίφαση εν τοις όροις)
Αν και είναι προφανές ότι κάποιες αναλύσεις περασμένων εποχών μπορούν σε κάποιο βαθμό να είναι ακόμα σωστές ή κάποιοι στόχοι να είναι ακόμα ανεκπλήρωτοι ή κάποιες πρακτικές να είναι ακόμα χρήσιμες, δεν είναι απαραίτητο να δημιουργούμε λογικά τέρατα, όπως η «ριζοσπαστική παράδοση». Διότι δεν σπας ρίζες τρέφοντάς τις. Εάν ο ριζοσπαστισμός γίνει παράδοση, τότε χάνει την προωθητική του ισχύ και την ανατρεπτική του δυναμική. Ριζοσπαστισμός σημαίνει ροπή προς την αυθεντική και αδέσμευτη σκέψη, προς τον πειραματισμό και την καινοτομία. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να δημιουργήσει τους επινοητικούς ανθρώπους που έχει ανάγκη κάθε μετασχηματιστική προσπάθεια, όχι η ριζοσπαστική παράδοση και η εκμάθηση παραδεδομένων γνώσεων και πρακτικών, δηλαδή η προσαρμογή και η αντιγραφή.
Σε ένα γράμμα του προς τον Τζέιμς Μάντισον, το 1789, ο Τόμας Τζέφερσον έγραφε χαρακτηριστικά: «καμία κοινωνία δεν μπορεί να συντάξει ένα διαρκές σύνταγμα, ή ακόμα και έναν αέναο νόμο. Η γη ανήκει πάντα στη ζωντανή γενιά». Οι δύο «Ιδρυτές Πατέρες» του αμερικανικού έθνους, πριν γίνουν κομμάτι της αμερικανικής παράδοσης, ήταν σαφείς ως προς το θέμα μας: η κάθε γενιά δεν μπορεί να δεσμεύει τις επόμενες, οι οποίες πρέπει να είναι ελεύθερες να δώσουν τις δικές τους λύσεις, ανεπηρέαστες από χρέη και βάρη. Ομοίως, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε περιγράψει, το 1964, ως εξής τον αποχωρισμό του από εκείνη την ιδεολογία που είχε αλλάξει τον κόσμο πριν μεταβληθεί και αυτή σε κρατική παράδοση σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου: «σήμερα το δίλημμα είναι να εξακολουθήσεις να είσαι μαρξιστής ή να είσαι επαναστάτης, αλλά και τα δύο μαζί δεν συμβιβάζονται». Είναι σίγουρο πως, αν ετίθετο ένα τέτοιο δίλημμα σήμερα, οι περισσότεροι/ες θα απαντούσαν ότι πρόκειται για «ψευτοδίλημμα» και θα συνέχιζαν τη «ριζοσπαστική παράδοση» που είναι κατ’ επίφαση πολιτικός ριζοσπαστισμός και κατ’ ουσίαν ταυτοτική παράδοση.
Οργανωτική παράδοση και καινοτομία
Ο εναγκαλισμός ριζοσπαστισμού και παράδοσης έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προσπάθεια της καθ’ ημάς Αριστεράς να καινοτομήσει οργανωτικά. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για την οργανωτική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, το υπάρχον μοντέλο γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης στο όνομα της αριστερής παράδοσης. Δεν θα σταθώ στο γεγονός ότι η παγκόσμια Αριστερά είχε ιστορικά πιο πλούσιο προβληματισμό από την υπεράσπιση ενός γραφειοκρατικού ιεραρχικού μοντέλου κόμματος μαζών, θα σταθώ όμως στην απροθυμία να διορθωθεί αυτό το μοντέλο, το οποίο καταφανώς δεν επιτελεί το σκοπό του.
Εδώ και δεκαετίες το μοντέλο αυτό δεν εξασφαλίζει κάποιου βαθμού μαζικότητα. Δεδομένου ότι οι νέοι δεν συμμετέχουν, οι πολίτες σε παραγωγικές ηλικίες με πολλές υποχρεώσεις και μικρή διαθεσιμότητα απουσιάζουν, και τα μέλη σε ηλικία συνταξιοδότησης κυριαρχούν, ούτε η αντιπροσωπευτικότητα εξασφαλίζεται. Επίσης, όταν (πριν βοηθήσουν τα ψηφιακά μέσα και η ανάγκη παράκαμψης των περιορισμών λόγω πανδημίας) τα διαβουλευόμενα μέλη ήταν μόνο αυτά που μπορούσαν να παρευρεθούν στις συνελεύσεις με φυσική παρουσία (που πάντα ήταν λιγότερα από τα μισά ή ένα μικρό κλάσμα), ούτε η δημοκρατικότητα μπορούσε να εξασφαλιστεί. Αλλά και η ποιότητα της διαβούλευσης δεν είναι καλύτερη, όταν από τα πάνω ορίζεται ένα στέλεχος να «συνεδριάσει» κάποια ΟΜ και κατά κανόνα δεν σημειώνει και δεν μεταφέρει τίποτε άλλο εκτός από την προσωπική του άποψη μαζί με ένα «κλίμα».
Αυτό το μοντέλο -όλοι/ες το λένε- δεν δουλεύει. Ωστόσο, ούτε μεγάλη ζέση παρατηρείται για εξεύρεση εναλλακτικών ούτε η σκέψη «out of the box» αξιοδοτείται θετικά. Αντιθέτως, εκείνο που αξιοδοτείται θετικά είναι η «αριστερή παράδοση». Και παρόλο που δεν φαίνεται ικανή να παράσχει λύσεις, φαίνεται αδιανόητη η σύνδεσή της με το πρόβλημα, πολλώ δε μάλλον η εγκατάλειψή της. Οι λύσεις που προτείνονται απορρίπτονται ως μη συνάδουσες με την αριστερή παράδοση. Η άρνηση, φυσικά, δεν είναι προβληματική, καθώς οι λύσεις που προτείνονται μπορεί να μην κρίνονται αποτελεσματικές. Όμως, η άρνηση αυτή είναι δομική. Απορρίπτει τις ουσιώδεις αλλαγές, συνδέει τους πειραματισμούς με ύποπτες στοχεύσεις, και στιγματίζει τις πρωτότυπες σκέψεις επί του οργανωτικού ως εκτός γραμμής. Αυτό δεν φανερώνει τόσο μια αδυναμία να συνδεθεί ο ριζοσπαστισμός με μια «trial and error» (δοκιμή και διόρθωση) μέθοδο, καθώς και με τα αντίστοιχα ρίσκα, όσο έναν συντηρητισμό, ο οποίος είναι εγγενής στην υπεράσπιση οποιαδήποτε παράδοσης. Γι’ αυτό το πρώτο θύμα μιας τέτοιος στάσης είναι ο ριζοσπαστισμός.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή