Η ελληνική Δεξιά και Ακροδεξιά επιχειρούν εδώ και χρόνια να προωθήσουν ένα εναλλακτικό αφήγημα για τη σύγχρονη Ελλάδα που να ενισχύει ιδεολογικά τη θέση του δεξιού ημισφαιρίου έναντι αυτής του αριστερού ημισφαιρίου. Από «σοβαρές» εφημερίδες, δεξαμενές σκέψεις και δεξιούς ακαδημαϊκούς μέχρι λούμπεν ακροδεξιούς πολιτικούς δημιουργείται ένα μπλοκ που προσπαθεί, με όπλο της υπεροπλία σε μιντιακούς και οικονομικούς πόρους, να ξαναγράψει την Ιστορία. Στον ιδεολογικό αγώνα που διεξάγει δεν φαίνεται να βρίσκει εξίσου αφοσιωμένο αντίπαλο. Σε αυτό θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή και να αναφερθώ σε δύο σημεία στα οποία η κυβέρνηση του Μητσοτάκη πρέπει επειγόντως να λάβει τις απαντήσεις της.
Μακεδονικό
Μετά τη μεγαλειώδη κωλοτούμπα που έκανε σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο πρωθυπουργός προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, με αναφορές σε κακή συμφωνία που όμως θα τηρήσει γιατί το κράτος έχει συνέχεια. Εξακολουθεί όμως να θεωρεί ότι οι αναφορές σε μακεδονική γλώσσα και ταυτότητα, καθώς και η ίδια η ονομασία της γείτονος χώρας είναι προβληματική. Στο βιβλίο του Σπύρου Καράβα, Οι Μακεδονίες των άλλων (Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2018), αποτυπώνεται η πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στο ζήτημα από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι το 1990, οπόταν ενέσκυψε η διένεξη. Ας τη δούμε λοιπόν με κάποιες λεπτομέρειες.
Από το 1913, το ελληνικό κράτος (εκπαιδευτικό σύστημα, στρατός), οι διανοούμενοι και οι εγκυκλοπαίδειες και του δεξιού ημισφαιρίου, συμφωνούσαν ότι η Μακεδονία μοιράστηκε στα τρία και η Σερβία πήρε τη «βόρειο Μακεδονία». Στα βιβλία γεωγραφίας, η βόρεια Μακεδονία εμφανίζεται ως «σερβική Μακεδονία» ή ως «Μακεδονία». Ομοίως, μαθαίνουμε ότι η ελληνική Μακεδονία συνορεύει με τη σερβική και τη «βουλγαρική Μακεδονία»∙ η «Μακεδονία» αποτελεί μία από τις έξι Λαϊκές Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας (στις εγκυκλοπαίδειες εμφανίζεται στους χάρτες ως «Μακεδονία», ενώ γίνεται λόγος και για «μακεδονική γλώσσα» και «Μακεδόνες»). Αντικομμουνιστές διανοούμενοι αναφέρονταν στην «αλύτρωτη βόρειο Μακεδονία», ενώ χάρτες του ΓΕΣ την εμφάνιζαν ως «Μακεδονία» την ίδια στιγμή που τοποθετούσαν τα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας στον Σκάρδο (σύνορα με Κοσσυφοπέδιο).
Με λίγα λόγια, το δεξιό ελληνικό κράτος (όχι η προοδευτική παράταξη ή διανόηση της χώρας) αναγνώριζε από την αρχή και μέχρι τον πατέρα Μητσοτάκη αυτό που ο υιός Μητσοτάκης δεν λέει να καταλάβει: ότι η στοιχειώδης γνώση ιστορίας και γεωγραφίας, καθώς και η συνέχεια του κράτους, επιβάλουν την ένθερμη αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών σε όλες της τις λεπτομέρειες. Καλό είναι τα παραπάνω επιχειρήματα να ενταχθούν στο οπλοστάσιο του αριστερού ημισφαιρίου.
Μεταπολίτευση
Πριν από μέρες, ο Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Ανδρέα Παπανδρέου για τη σημερινή οικονομική υστέρηση της χώρας, λέγοντας πως ήταν λαϊκιστής και ότι επί διακυβέρνησής του η οικονομία παρέμεινε στάσιμη. Μπορεί η συγκεκριμένη αναφορά να εντάσσεται στην γραφική προσπάθεια της οικογένειας Μητσοτάκη να ανυψώσει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στα μάτια του ελληνικού λαού που ποτέ δεν τον αγάπησε, εξαιτίας του ρόλου του στην αποστασία του ’65 και της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησής του το 1990-1993, ωστόσο απώτερος σκοπός του Μητσοτάκη –τώρα που είναι παντοδύναμος– είναι να πειθαναγκάσει την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ότι η δημοκρατία και η ευημερία της Μεταπολίτευσης ήταν λαϊκισμός και ότι μόνο η ακίνδυνη για τις ελίτ περιορισμένη δημοκρατία που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει η ΝΔ και η νεοφιλελεύθερη οικονομία που ευνοεί άνευ ορίων τους επιχειρηματίες εις βάρος των εργαζομένων είναι πραγματική δημοκρατία και πραγματική ευημερία.
Το γεγονός ότι μπορεί να γίνει πολύ γραφικός ή να λέει τερατώδη ψέματα διαστρεβλώνοντας τα στοιχεία σχετικά με το πότε ζούσαν καλύτερα οι εργαζόμενοι ή με το ποιος εκτόξευσε το έλλειμμα και μπήκαμε στα μνημόνια, δεν σημαίνει ότι το αριστερό ημισφαίριο πρέπει να μένει απαθές απέναντι στον δεξιό αναθεωρητισμό, στο έδαφος του οποίου ο Μητσοτάκης επιδιώκει να οικοδομήσει μια μόνιμη κοινωνικο-πολιτική συμμαχία βολεμένων, δίνοντάς της ιστορικό βάθος και αποστολή. Αντιθέτως, πρέπει να απαντά με σφοδρότητα σε έναν κατ’ επάγγελμα ψεύτη πολιτικό. Ως εκ τούτου, η υπεράσπιση της αλήθειας σε σχέση με την Μεταπολίτευση, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την πορεία των οικονομικών μεγεθών κλπ., είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, της εμπέδωσης των χαμηλών προσδοκιών και της δυνατότητας της Δεξιάς να επιβάλει ένα καθεστώς μετα-αλήθειας που βραχυκυκλώνει τις δυνατότητες αντίστασης.
Γι’ αυτό πρέπει να του απαντάμε με σύστοιχο τρόπο: Πραγματική δημοκρατία είχαμε όταν εξασφαλίστηκε η ομαλή εναλλαγή των κομμάτων και ικανοποιήθηκαν χρόνια κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα που αρνούνταν η Δεξιά, στην ημιδημοκρατική και στην δικτατορική εκδοχή της – δηλαδή επί ΠΑΣΟΚ∙ η θητεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990 – 1993) ήταν κοινωνικά καταστροφική, γι’ αυτό και έληξε άδοξα και γρήγορα∙ τα δημόσια οικονομικά εκτροχιάστηκαν επί κυβερνήσεων ΝΔ (2004 – 2009) και όχι επί ΠΑΣΟΚ, και μπήκαμε στα Μνημόνια∙ η θητεία Σαμαρά θα μείνει για πάντα στην Ιστορία για δύο αριθμούς – μείωση ΑΕΠ κατά 25% και εκτόξευση ανεργίας στο 27%∙ ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια, μείωσε την ανεργία δέκα μονάδες και επανέφερε τη χώρα στην ανάπτυξη.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.