Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Πρέσπες της Αριστεράς

Είναι θεμιτό να κουβεντιάζουμε στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς για τα γεγονότα του 2015, καθότι ήταν μια ιστορική στιγμή. Είναι και απαραίτητο, αν θέλουμε να αντλήσουμε χρήσιμα διδάγματα, αν θέλουμε να διαπιστώσουμε συμφωνίες και διαφωνίες. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τον κίνδυνο να τελματωθεί η ενδοαριστερή συζήτηση στο 2015, αν και έχουμε αλλάξει εποχή.

10 χρόνια είναι πολλά

Σκεφτείτε τους αριστερούς που, ενώ δημιουργούνταν το Παγκόσμιο, το Ευρωπαϊκό και το Ελληνικό Φόρουμ στις αρχές του αιώνα, αυτοί πορεύονταν με γνώμονα το «ψηφίσατε το Μάαστριχτ, πληρώνει ο λαός».

Σκεφτείτε αυτούς που μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» εγκλωβίζονταν στις διαχωριστικές γραμμές που αφορούσαν τον διπολικό κόσμο.

Σκεφτείτε τους ανθρώπους που στη Μεταπολίτευση έκριναν τους πάντες με βάση το πόση αντίσταση πρόβαλαν στη χούντα.

Σκεφτείτε όσους και όσες, εν μέσω δικτατορίας, συζητούσαν ακόμα για τις ευθύνες της ΕΔΑ στη μη αποτροπή ή στην έλευση της χούντας.

Σκεφτείτε τις παθιασμένες αντιπαραθέσεις των αριστερών εκτός φυλακής στη διάρκεια του ’60 για τις ευθύνες του Γ. Παπανδρέου στα Δεκεμβριανά ή τις αντίστοιχες των έγκλειστων αριστερών για τα λάθη στον Εμφύλιο.

Με τη γνώση που έχουμε σήμερα, χάρη στην απόσταση του χρόνου, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι η στάση όλων των παραπάνω ήταν εσφαλμένη. Ή τουλάχιστον ήταν εσφαλμένη η διαιώνιση μιας αδιέξοδης κατάστασης στη βάση της παραπάνω στάσης. Αντιστοίχως, μπορούμε να πούμε ότι, όπως σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια. Και ότι είναι ατελέσφορο να κανοναρχείται η σημερινή μας πολιτική συμπεριφορά από τις συνθήκες μιας άλλης εποχής.

Σίγουρα χρειάζεται κουράγιο. Αλλά το να παραμένουμε εκτός τόπου και χρόνου ενέχει μεγαλύτερο κόστος.

Το πνεύμα των Πρεσπών

Θα έλεγα πως το πνεύμα των Πρεσπών, για το οποίο η πλειονότητα των αριστερών είναι περήφανη, θα πρέπει να επικρατήσει και στο εσωτερικό της Αριστεράς, ώστε χρόνιες και αδιέξοδες αντιπαραθέσεις να υποχωρήσουν και να αποκατασταθούν «κανονικές» σχέσεις μεταξύ των πολιτικών σχημάτων του αριστερού ημισφαιρίου. «Μα πώς», θα ρωτήσετε, «χωρίς προγραμματική σύγκλιση;». Οποιαδήποτε συζήτηση για προγραμματική σύγκλιση προϋποθέτει καλές σχέσεις –όχι το αντίστροφο. Γι’ αυτό θεωρώ υποκριτικά τα καλέσματα για προγραμματική συζήτηση από κάθε αριστερό σχηματισμό που «βρίζει» τους πάντες, τη στιγμή που διατείνεται ότι ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής εναλλακτικής και την απαλλαγή από την κυβέρνηση και της πολιτικές της ΝΔ. Όπως πολύ σωστά μου επισήμανε ο Κωστής Καρπόζηλος σε μια πρόσφατη συζήτησή μας, αν οι αριστεροί κατάφεραν να μαζευτούν αμέσως μετά την ήττα του Εμφυλίου ώστε να κατέβουν στις εκλογές, η αδυναμία ευρύτερων συνεννοήσεων στις μέρες μας δεν δικαιολογείται –ειδικά όταν κανένα κόμμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει σε στρατηγικό επίπεδο την αυτόνομη ύπαρξή του (εκτός από το ΚΚΕ όπου καταθέτουμε την ψήφο μας χωρίς επιτόκιο μέχρι να πάμε να την πάρουμε και να την επενδύσουμε κάπου αλλού).

Έχω αναλύσει παλιότερα την ιδέα ότι «η ενότητα είναι το πρόγραμμα», «η ενότητα φτιάχνει το πρόγραμμα» και «η ενότητα κάνει πειστικό το πρόγραμμα» –δεν θα επανέλθω. Θα σταθώ στο εξής: Δεν λείπουν οι προγραμματικές επεξεργασίες στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής πολιτικής της ΝΔ, λείπει η πολιτική ισχύς που θα μπορέσει να υλοποιήσει κάποιες από αυτές. Η στρατηγική ήττα της Αριστεράς απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες ανάλογου βεληνεκούς και η γενικευμένη αποθάρρυνση αντιμετωπίζεται μόνο με πολιτική γενναιοδωρία που θα απεγκλωβίσει πολιτικές δυνάμεις. Μετά ο κόσμος μπορεί να κάνει τα υπόλοιπα μόνος του. Μήπως δεν άλλαξε άρδην και απενοχοποιημένα τις εκλογικές του προτιμήσεις τόσες φορές μέσα στην κρίση;

Διάλογος και αντιπαράθεση

Η συζήτηση στην Αριστερά εμποδίζεται πολύ συχνά από ένα στοιχείο κουλτούρας: ότι ρέπει προς την αντιπαράθεση σε βάρος του διαλόγου. Θα μου πείτε: ο διάλογος δεν ενέχει την αντιπαράθεση; Φυσικά. Όμως, μεταξύ των δύο υπάρχουν κρίσιμες διαφορές. Η έννοια του διαλόγου μας φέρνει πιο κοντά σε μια ενδοομαδική διαδικασία, όπου εκείνο που πρυτανεύει είναι η διάθεση να βρεθεί μια λύση κοινώς αποδεκτή ή να λυθεί ένα πρόβλημα επ’ ωφελεία όλων. Γι’ αυτό συχνότερα κυριαρχεί η επιχειρηματολογία και οι διαφωνίες επί του περιεχομένου. Αντιθέτως, η έννοια της αντιπαράθεσης μας φέρνει πιο κοντά σε μια διομαδική ή διατομική σύγκρουση, όπου το βάρος τίθεται στην επικράτηση επί του «αντιπάλου». Γι’ αυτό κυριαρχεί η δαιμονοποίηση του άλλου. Γρήγορα, η συναισθηματική ενέργεια τοποθετείται στην πόλωση και η διανοητική ενέργεια επενδύεται στην ενίσχυση μιας ταυτοτικής μέριμνας: εμείς και οι άλλοι. Το πρότυπο της σύγκρουσης με τον ταξικό αντίπαλο μεταφέρεται στο εσωτερικό της Αριστεράς, όπου όποιος/α έχει άλλη άποψη έχει –υποτίθεται– διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Μία είναι η απάντηση σε κάθε ερώτηση –και δεν μπορεί να υπάρξει άλλη. Τα προβλήματα απλοποιούνται για να στηρίξουν τη δογματική πολεμική και όχι το αντίστροφο (όπου η δογματική πολεμική θα δικαιολογούνταν επειδή η απάντηση είναι απλή και προφανής). Η κουλτούρα του διαλόγου, από την άλλη, εγκαθίσταται εκεί όπου οι άνθρωποι θεωρούν ότι τα προβλήματα είναι πολύπλοκα, οι απαντήσεις πολλές και η αναζήτηση της πιο πρόσφορης απάντησης χρειάζεται συνεργασία και πειραματισμό.

Φυσικά, δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν οι αριστεροί και οι αριστερές μεταξύ τους, ούτε να θεωρήσουμε ότι οι διαφωνίες συνιστούν απλώς διαφορές στις εκτιμήσεις. Μπορούν, όμως, να διαλέγονται ψύχραιμα μεταξύ τους, ειδικά τώρα που χρειαζόμαστε ετερόδοξη σκέψη και επινοητικότητα για να βγούμε από το πολιτικό τέλμα.

Δημήτρης Παπανικολόπουλος

Η ΕΠΟΧΗ