Υπάρχουν κάποιες ιδέες και/ή πρακτικές στην Αριστερά και τη Δεξιά σχετικά με το προφίλ των πολιτικών που θεωρώ πως πρέπει να τις εξετάσουμε κριτικά.
Εκπρόσωποι κοινωνικών ομάδων
Στην Αριστερά είναι αρκετά εδραιωμένη η ιδέα ότι οι κομματικές λίστες πρέπει να γεμίζουν με ανθρώπους που προέρχονται κατά προτεραιότητα από κοινωνικές ομάδες τις οποίες τα αριστερά κόμματα προσπαθούν να εκπροσωπήσουν. Και είναι λογικό να επανέρχεται σε μια εποχή που η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού φαίνεται να αποτελεί κοινωνικό αίτημα.
Οι άνθρωποι που προέρχονται από κάποια κοινωνική ομάδα –και άρα την «εκπροσωπούν»– πρέπει να μπορούν να μεταφέρουν αυτούσια τα αιτήματα της συγκεκριμένης ομάδας. Σε αυτή την περίπτωση, αυτή θα ήταν η δουλειά τους– και η μεγαλύτερη αρετή τους. Η πολιτική όμως διαθέτει μια σχετική αυτονομία, δεν είναι ευθεία αντανάκλαση των κοινωνιολογικών δεδομένων. Για να μπορούν οι πολιτικοί να συνθέτουν διαφορετικά αιτήματα σε ένα λειτουργικό όλον, η κύρια αρετή τους δεν πρέπει να είναι η εκφώνηση ιδιαίτερων κοινωνικών αιτημάτων – γι’ αυτό έχουμε την κοινωνία των πολιτών και τα κοινωνικά κινήματα. Με άλλα λόγια, η κομματική πολιτική δεν αναπαράγει τον κοινωνικό κατακερματισμό, αλλά ανασυνθέτει την κοινωνία ενεργητικά. Γι’ αυτό ο κοινωνιολογικός ντετερμινισμός που συνεπάγεται η κατά προτεραιότητα επιλογή εκπροσώπων κοινωνικών ομάδων για το ρόλο των πολιτικών στελεχών εμποδίζει την πολιτική να παίξει τον κρίσιμο ρόλο της.
Οι δύο ιδιότητες όμως μπορεί να είναι ασύμβατες και για άλλους λόγους: Ενώ ο πολιτικός οφείλει να διαθέτει στοιχειωδώς γνώση των κοινωνικών ζητημάτων σε κάποιο ιστορικό βάθος (για να μην πέφτει θύμα των στιγμιαίων εντυπώσεων) και κάποιο γεωγραφικό πλάτος (για να μην πέφτει θύμα της ιδέας του εθνικού εξαιρετισμού), αλλά και κάποια αναλυτική ικανότητα ώστε να μην παραδοξολογεί όταν επιχειρεί να αποτυπώσει σχέσεις αιτίου-αιτιατού, ο άνθρωπος που «εκπροσωπεί» δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά. Το ίδιο μπορώ να πω και για την ψυχραιμία, τη φαντασία, τη ρητορική δεινότητα και άλλα πολλά που χρειάζεται ο πρώτος, αλλά όχι υποχρεωτικά ο δεύτερος. Συνολικά, οι ικανότητες του πολιτικού δεν αφορούν ούτε την ικανότητά του να εκπροσωπεί μία κοινωνική ομάδα ούτε την επιτυχία του στις ιδιωτικές του ασχολίες. Οι πολιτικοί πρέπει να καταφέρνουν να πλοηγούν εντός μιας πολύπλοκης πραγματικότητας και να επιλύουν με δημιουργικό τρόπο σύνθετα δημόσια προβλήματα, κινούμενοι μεταξύ μίκρο-, μέσο- και μάκρο-επιπέδου, χωρίς να αναπαράγουν αφόρητα απλοϊκά κλισέ προερχόμενα από τον ιδιωτικό βίο. Δηλαδή, τα προσόντα του πολιτικού δεν έχουν ουδεμία σχέση με αυτά του ανθρώπου που καλείται να «εκπροσωπήσει» μια κοινωνική ομάδα ή απλώς είναι πετυχημένος/η στον επαγγελματικό στίβο.
Δημοσιογράφοι, νομικοί, οικονομολόγοι
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η –κατά βάση δεξιά– πρακτική (όχι τόσο ιδέα) της συμπερίληψης πολλών δημοσιογράφων στα ψηφοδέλτια απαντά σε αυτή την ανάγκη στην οποία μόλις αναφέρθηκα. Δεν μπορώ να το αρνηθώ καθ’ ολοκληρίαν, αλλά σίγουρα πρέπει να διατυπώσω τις ισχυρές μου ενστάσεις. Ο λόγος για τον οποίο επιλέγονται οι δημοσιογράφοι δεν είναι τόσο οι πολιτικές τους ικανότητες όσο η δημοφιλία τους. Άλλωστε, η γνώση είναι κάτι διαφορετικό από την πληροφορία, και σχετίζεται κυρίως με την ικανότητα οργάνωσης και ερμηνείας των πληροφοριών. Αντιθέτως, οι δημοσιογράφοι αρέσκονται στη μεταβίβαση πληροφοριών που τους δίνουν το στάτους ρυθμιστικών παραγόντων καλλιεργώντας την ιδέα ότι το θέμα είναι να έχεις τις σωστές πληροφορίες για τις κινήσεις των ισχυρών που κυβερνούν πίσω από κλειστές πόρτες, καθώς και στις αβαθείς αναλύσεις που στοχεύουν στην καταξίωση κάποιου ανύπαρκτου «κοινού νου» και δεν εξηγούν τίποτα. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να αρνηθεί ότι αποτελούν την κοινωνική εκείνη ομάδα που ξέρει –κατά μέσο όρο– να απευθύνεται με μεγαλύτερη άνεση στο ευρύ κοινό. Ο συνήθης αναδιπλασιασμός της πραγματικότητας στον οποίο επιδίδονται ωστόσο δεν μπορεί να προσφέρει στα κόμματα κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα πέραν της καλύτερης πολιτικής επικοινωνίας. Η υποβίβαση της πολιτικής σε μια καθημερινή ανταλλαγή δηλώσεων και αντεγκλήσεων είναι ο θάνατος και όχι η πεμπτουσία της πολιτικής.
Στη συνέχεια, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι, όση σχέση και αν έχει η θεσμική πολιτική με τη νομοθετική εξουσία, το γεγονός ότι τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις παραδοσιακά κατακλύζονται από νομικούς έχει καλλιεργήσει μια ροπή προς τον νομικισμό και κατ’ επέκταση προς τον περιορισμό που πολιτικά εφικτού στο όριο του νόμου. Η καθ’ ημάς Αριστερά θα πρέπει να προσέχει ώστε να μην ταυτίζεται η πολιτική δραστηριότητα με τη νομοθετική πρωτοβουλία. Στο ίδιο πλαίσιο, ο πολιτικός λόγος οφείλει να διαφοροποιείται από τον νομικό, και σε περιεχόμενο και σε ύφος. Διότι «η κοινή διαχείριση των κοινών υποθέσεων», δηλαδή η πολιτική, ούτε πρέπει να κανοναρχείται από το ήδη υπάρχον ούτε να αφορά τους γνώστες της «καθαρεύουσας» του συστήματος.
Τέλος, μια κουβέντα για την πληθώρα των οικονομολόγων στα αριστερά και δεξιά κόμματα: Η ιδέα ότι η οικονομία καθορίζει και, άρα, οι εκλογές κρίνονται στην οικονομία έχει τυφλώσει ουκ ολίγες φορές αμφότερες της παρατάξεις. Ο οικονομικός ντετερμινισμός που συνεπάγεται δεν έχει επιτρέψει ειδικά στα κόμματα της Αριστεράς να αναγνωρίσουν τις μέριμνες, τις πειθαρχίες και τα κόστη που αυτόνομου πολιτικού πεδίου, καθώς και τη σημασία των μη οικονομικών αιτημάτων.
Προσοχή, μην παρεξηγηθούμε: Η παρουσία όλων των παραπάνω είναι σημαντική, η υπερεκπροσώπησή τους όμως είναι επιβλαβής, μιας και η πολιτική δεν είναι απλή αντανάκλαση της κοινωνίας, η πολιτική δεν ταυτίζεται με την πολιτική επικοινωνία, το νόμο ή την οικονομία, και τα προσόντα του πολιτικού είναι άλλου τύπου.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Η ΕΠΟΧΗ