Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε μια επίταση της κινηματικής δράσης. Δεν αναφέρομαι τόσο στη συνδικαλιστική δράση, καθώς αυτή στη διάρκεια της πανδημίας εντάθηκε παρά υποχώρησε, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στα χέρια του το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Τα προβλήματα υγειονομικής ασφάλειας (ειδικά σε μαζικούς χώρους όπως τα νοσοκομεία και τα σχολεία) και η εισοδηματική κατάρρευση συγκεκριμένων κλάδων (όπως για παράδειγμα οι κλάδοι των τεχνών και του επισιτισμού) οδήγησε σε ευρεία κινητοποίηση, που εκφράστηκε κυρίως με συγκεντρώσεις και παραστάσεις διαμαρτυρίας. Αναφέρομαι όμως στις συνεχείς διαδηλώσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Από τον περασμένο Νοέμβριο, όπου η άποψη πως πρέπει να κατέβουμε στο δρόμο με μέτρα προστασίας για να διεκδικήσουμε τη ζωή μας ήταν μειοψηφική, μέχρι τώρα που είναι ευρέως αποδεκτή, οι τρέχουσες απειλές για την υγεία, την εργασία και τη δημοκρατία αυξήθηκαν τόσο πολύ, που κατέστησαν σαφές ότι το κόστος αδράνειας ήταν μεγαλύτερο από το κόστος κινητοποίησης.
Το παράδοξο της καταστολής
Έχει παρατηρηθεί εκτενώς στη βιβλιογραφία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων ότι σε συνθήκες όπου η κατασταλτική απειλή δεν μπορεί να αυξηθεί σε απαγορευτικό βαθμό, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολιτειακή εκτροπή, είναι πιθανό η καταστολή να εκπυρσοκροτήσει και να επιφέρει τη ριζοσπαστικοποίηση, αντί για την παύση των κινητοποιήσεων. Στην περίπτωσή μας, τόσο η αναίτια φυσική καταστολή στις γειτονιές της Αθήνας όσο και η ιδεολογική καταστολή, με τα ΜΜΕ να προσπαθούν να συγκαλύψουν τις κυβερνητικές αυθαιρεσίες στις υποθέσεις Λιγνάδη και Κουφοντίνα, αλλά και τις αστυνομικές αυθαιρεσίες, επέφεραν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αντί η κυβέρνηση να αφουγκραστεί αυτό το σπιράλ και να προσπαθήσει να ανακόψει την ανοδική του πορεία με παραιτήσεις ή ανασχηματισμό, φρόντισε να μετατρέψει πολιτικά ζητήματα σε προσωπικές βεντέτες (Μενδώνη παραιτήσου, Κεραμέως παραιτήσου, Χρυσοχοΐδη παραιτήσου), αγνοώντας ότι η προσωποποίηση του αντιπάλου αυξάνει την ενότητα και τα αρνητικά συναισθήματα των αντιπολιτευόμενων. Η οργή για τους κυβερνητικούς χειρισμούς πλέον λειτουργεί ως εγγυητής της συνέχισης των κινητοποιήσεων.
Ιδεολογική και οργανωτική ενότητα
Η κυβέρνηση κατάφερε να ενώσει όλους τους κινηματικούς χώρους και να αποκαταστήσει την επικοινωνία τους με το σύνολο της δημοκρατικής παράταξης. Αυτό έγινε με τους εξής τρόπους: α) βάθυνε η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ΝΔ και των ακροδεξιών συνοδοιπόρων της, από τη μια, και της δημοκρατικής κοινωνίας, από την άλλη, β) έπεσαν τα τείχη μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων, μεταξύ των κινηματικών δυνάμεων και μεταξύ των δημοκρατικών πολιτών, γ) ο ψηφιακός χώρος ως ουδέτερος χώρος μαζικής και οριζόντιας επικοινωνίας ευνόησε αυτή τη σύγκλιση, δ) επανενεργοποιήθηκε η δημοκρατική ταυτότητα ως αντανακλαστική αντίδραση απέναντι στην αυταρχική ροπή της Δεξιάς. Η οργανωτική ισχύς του δημοκρατικού κινήματος εδράζεται στο γεγονός ότι τα social media έχουν μηδενίσει τα κόστη οργάνωσης και επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να καταγάγουν συνεχείς νίκες απέναντι στην προπαγάνδα των ελεγχόμενων mass media, ενώ τροφοδοτούνται και από τη βιογραφική διαθεσιμότητα των μορφωμένων ανέργων, που εξαιτίας της καραντίνας έχουν πολύ χρόνο για να αφιερώσουν στην αποδόμηση της δεξιάς κυβέρνησης.
Κατάλληλο ρεπερτόριο δράσης
Η συνδυαστική δράση όλων των παραπάνω τροφοδότησε την ενότητα του φυσικού και του ψηφιακού χώρου, με αποτέλεσμα οι κινητοποιήσεις σε φυσικό χώρο να τροφοδοτούν την ψηφιακή καμπάνια και τούμπαλιν, και η δημοσιογραφία των πολιτών να αποκαλύπτει σε όλο τον κόσμο αυτό που γίνεται, αλλά απουσιάζει από τις τηλεοράσεις. Οι κινητοποιήσεις στις γειτονιές γνωστοποιούν στο ευρύ κοινό ότι υπάρχει κοινωνική αντιπολίτευση σε μια αποτυχημένη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να πέφτει στο κενό η προσπάθεια της τελευταίας να δαιμονοποιήσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, μιας και ο αντίπαλός της πλέον είναι η κοινωνία. Η καμπάνια Boycott Greek Media εγκαινιάζει μια πρακτική που ήταν παραγνωρισμένη μέχρι τώρα στην Ελλάδα: τη δύναμη του μποϋκοτάζ. Ας ελπίσουμε, να γίνει αναπόσπαστο μέρος του κινηματικού ρεπερτορίου δράσης.
Το δίλημμα της κυβέρνησης
Σε ένα επιδραστικό τους κείμενο, γραμμένο εδώ και είκοσι χρόνια, οι Goldstone και Tilly περιέγραφαν το βασικό δίλημμα της κυβέρνησης έναντι των κινημάτων: παραχωρήσεις ή καταστολή, για να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις που ενδεχομένως να φθείρουν την εικόνα της κυβέρνησης; Στην πραγματικότητα, όλες οι κυβερνήσεις επιλέγουν κάποιο μείγμα αυτών των δύο. Οι εν λόγω συγγραφείς, όμως, μας εφιστούν την προσοχή στο εξής σενάριο: μια κυβέρνηση να μην μπορεί να βρει κανένα αποτελεσματικό μείγμα. Υπό ποιες συνθήκες μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Ας το δούμε προσεχτικά. Στην περίπτωση που οι παραχωρήσεις έρθουν αργά, θα εκληφθούν ως νίκη του κινήματος, και οι συλλογικοί κινηματικοί δρώντες δεν θα έχουν πρόθεση να σταματήσουν, καθώς θα τους έχει ανοίξει η όρεξη να κερδίσουν το χαμένο έδαφος. Στην περίπτωση που η καταστολή θεωρηθεί άδικη ή υπέρμετρη, δεν θα πετύχει αυτό που επιδιώκει, αλλά μάλλον το αντίθετο: την πόλωση και την επίταση της κινητοποίησης. Το σπιράλ καταστολή-κινητοποίηση θα έχει ενεργοποιηθεί και, καθώς η καταστολή δεν μπορεί στις δημοκρατίες να φτάσει σε υπέρμετρα επίπεδα, γιατί αυτό όπως ήδη αναφέραμε θα σήμαινε αλλοίωση του πολιτεύματος και εξέγερση της δημοκρατικής κοινής γνώμης, η καταστολή από ένα σημείο και πέρα θα δημιουργεί τη φθορά που προσπαθούσε να αποτρέψει. Αν πάλι εγκαταλειφθεί το δόγμα «νόμος και τάξη», τότε θα ανοίξει πεδίο δόξης λαμπρό για τις κοινωνικές ομάδες που, εκνευρισμένες με την προηγούμενη κατασταλτική συμπεριφορά της κυβέρνησης, θα προβούν με κεκτημένη ταχύτητα σε μεγαλύτερες διεκδικήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ό,τι και να κάνει η ΝΔ είναι λάθος. Βρίσκεται σε μια θέση που η ίδια έφερε τον εαυτό της, γιατί δεν έχει ιδέα από πολιτική, δηλαδή από διαχείριση της κοινής ζωής πολλών ανθρώπων με ίδια βούληση και αξιοπρέπεια. Η άγνοιά της γίνεται εξίσου εμφανής, αν σκεφτεί κανείς ότι, προσπαθώντας να αποφύγει τη δημιουργία νέου κινήματος πλατειών, δημιούργησε ήδη ψηφιακές πλατείες, ή αν σκεφτεί ότι κατάφερε να εκνευρίσει το υποκείμενο που διεθνώς συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για όλες τις κυβερνήσεις: τον μορφωμένο δικτυωμένο άνθρωπο. Αυτοί και αυτές που η κυβέρνηση έκλεισε επ’ αόριστον στα σπίτια τους και τους/τις απείλησε μόλις βγήκαν βόλτα πήγαν και τη βρήκαν στον ψηφιακό χώρο και της ανταπέδωσαν το κυνηγητό. Και ακόμα να καταλάβει πως έγινε αυτό.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή