Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα έχουν μεγαλύτερη γεωγραφική και κοινωνική διάχυση από τις προηγούμενες που στρέφονταν κατά της διαχειριστικής ανεπάρκειας ή των αντιλαϊκών πολιτικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η δυνατότητα ταύτισης των νέων ανθρώπων με τους νεκρούς (εφάμιλλη με την ταύτιση με τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, τον Δεκέμβρη του 2008), αλλά και του σοκ των γονιών και των ανθρώπων παραγωγικών ηλικιών για την παρακμή των υποδομών και την απροθυμία της κυβέρνησης να βάλει την ασφάλεια των πολιτών πάνω από τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, κατέστησαν δυνατή την κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε όλες τις πόλεις της χώρας, ανθρώπων από κάθε εισοδηματικό στρώμα και πολιτική παράταξη, γεγονός που περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα της κυβέρνησης να καταστείλει ή να δυσφημίσει τις κινητοποιήσεις.
Όπως και στην περίπτωση του Δεκέμβρη του 2008, όπου δεκάδες χιλιάδες κινητοποιήθηκαν τις επόμενες μέρες της δολοφονίας, έτσι και τώρα η κοινωνία αντιδρά στην πιθανότητα να μεγαλώσει η επικράτεια της κρατικής αυθαιρεσίας που θέτει σε κίνδυνο τους πολίτες. Ίσως δε να είναι ακόμα πιο βαθύ το αίτημα. Ενώ στη δημοκρατική νεωτερικότητα το κράτος αντικατέστησε το Θεό ως ύστατη καταφυγή από τους κινδύνους και παρηγοριά για τις ατυχίες, το διάγγελμα Μητσοτάκη και η κυβερνητική διαχείριση σηματοδότησαν μια αδιανόητη στροφή: το κράτος αρνείται να παίξει το ρόλο που υποχρεούται στο νεωτερικό σύμπαν και με τη βοήθεια του κοινωνιοπαθούς Μητσοτάκη εκπέμπει το πρωτοφανές μήνυμα: «είστε μόνοι/ες απέναντι στη μοίρα».
Επρόκειτο σαφώς για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση επί κυβέρνησης Μητσοτάκη (τουλάχιστον για όσους δεν θυμούνται καν την πορεία του Πολυτεχνείου το 2019). Ωστόσο, δύσκολα μπορούν να συγκριθούν με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό επί ΣΥΡΙΖΑ, τη συγκέντρωση του «όχι» πριν το δημοψήφισμα, κάποιες από τις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων και τις γενικές απεργίες από το 2010 ως το 2012. Αν συγκριθούν, αυτό μάλλον θα αποβεί αναδρομικά εις βάρος όλων αυτών των μεγάλων κινητοποιήσεων του παρελθόντος και των σχετικών «υπολογισμών» που ξεπερνούσαν σκανδαλωδώς τις εκατό χιλιάδες. Έχω εκτενώς επιχειρηματολογήσει υπέρ της μέτρησης (στις διαδηλώσεις είναι απολύτως εφικτό και ασφαλές) και κατά των αυθαίρετων «υπολογισμών» που στερούνται κάθε επιστημονικής βάσης, ενώ βρίθουν πολιτικής σκοπιμότητας και wishful thinking και μεταφέρουν τα Greek statistics και στο χώρο του κινήματος (ακόμα μου δημιουργεί απορία πως κάποιος/α μπορεί στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ξεχωρίζει τους 50 από τους 80.000 με μια ματιά, αλλά αδυνατεί να μετρά 20-20 τον κόσμο που περνάει). Εδώ θα ήθελα απλώς να προτείνω κάτι άλλο. Όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον αριθμό των διαδηλωτών/τριών σε όλη την Ελλάδα, ώστε να μιλάμε για μεγαλύτερους αριθμούς και να τονίζεται η πανελλαδική διάσταση των κινητοποιήσεων.
Η απήχηση στην κοινή γνώμη
Συχνά αναρωτιόμαστε αν οι κινητοποιήσεις μπορούν να μεταβάλλουν την κοινή γνώμη. Η απάντηση είναι θετική για έναν απλό λόγο τον οποίο έχει εκθέσει ο μεγάλος κοινωνιολόγος Barrington Moore, στο βιβλίο του Injustice (1978): οι άνθρωποι αντιδρούν πιο εύκολα, όταν βλέπουν και άλλους να το κάνουν. Γιατί ακριβώς σκέφτονται ότι υπάρχουν κι άλλοι που σκέφτονται τα ίδια πράγματα. Για να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, όμως, είναι απαραίτητες μερικές μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες, όπως πολύ σωστά έχει υποστηρίξει ο μεγαλύτερος θεωρητικός των κοινωνιών κινημάτων, ο Charles Tilly, κάνουν επίδειξη Αξιοσύνης, Ενότητας, Πολυάριθμου, και Αφοσίωσης στο σκοπό. Η καταστολή και τα επεισόδια, όμως, εμποδίζουν αυτή τη διαδικασία και θέτουν εν αμφιβόλω τη δυνατότητα επίδρασης των κινητοποιήσεων στην κοινή γνώμη.
Οι αναρχικοί
Γι’ αυτό η δράση μικρών ομάδων (πολύ νεαρών) αναρχικών καταγγέλθηκε ως «προβοκάτσια». Αν και, όπως παραδέχονται και απολογητές του Black Block1, η αστυνομία μπορεί πολύ εύκολα να παρεισφρήσει στις αναρχικές ομάδες, δεν μπορεί να ηγηθεί αυτών ούτε και αυτοί χρειάζονται «πράκτορες» για να κάνουν αυτό που θεωρούν «προπαγάνδα δια της πράξης». Το πρόβλημα είναι πως αναρχικοί τύπου Black Block δεν αποτελούν οργανικό κομμάτι του κινήματος, καθώς α) δεν επικοινωνούν με κανένα κομμάτι του κινήματος β) χρησιμοποιούν τους «ειρηνικούς» διαδηλωτές ως ασπίδα χωρίς τη συναίνεσή τους, γ) δεν ενδιαφέρονται για το αν ακυρώνουν ή «καπελώνουν» ή διαστρέφουν το μήνυμα των άλλων διαδηλωτών, δ) αδιαφορούν για την επίδραση της δράσης τους στην κοινή γνώμη ή για την ευκολία με την οποία οι εξουσίες εκμεταλλεύονται τη δράση τους, και ε) μετατρέπουν την πολιτική σε βεντέτα με την αστυνομία από την οποία συσσωρεύουν συμβολικό κεφάλαιο το οποίο εξαργυρώνουν στο εσωτερικό της περιορισμένης κοινότητάς τους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα διευκολυνόταν αν μπορούσε να σηκώσει από το τραπέζι το χαρτί «νόμος και τάξη». Θα ήταν μια διέξοδος.
Το δίλημμα της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε δίλημμα: να αφήσει τις κινητοποιήσεις να εκδηλωθούν, με κίνδυνο η λαϊκή αντίδραση να γιγαντωθεί και να αναγκαστεί να πάει άρον άρον σε εκλογές υπό συνθήκες λαϊκής κατακραυγής; Ή να προσπαθήσει να τις περιορίσει, με κίνδυνο να ερεθίσει χειρότερα την κοινή γνώμη και να διακινδυνεύσει και κανένα θύμα πάνω στα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος; Ό,τι και να κάνει θα έχει αρνητικές για την ίδια συνέπειες. Γι’ αυτό, λειτουργεί στον αυτόματο. Με τους αυτοματισμούς της αστυνομίας να εκφράζουν την κατασταλτική κουλτούρα αυτής της κυβέρνησης. Δύσκολα αλλάζουν και τα δύο.
Σημείωση:
1. Δες το πρόσφατα εκδοθέν Dupuis-Deri Francis, Black Bloc. Η ελευθερία και η ισότητα διαδηλώνουν, Στάσει εκπίπτοντες, 2022)
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.