Οι κινητοποιήσεις των αγροτών, όπως και όλες γενικά οι κινητοποιήσεις από την περίοδο της κατίσχυσης του νεοφιλελευθερισμού, αποτελούν αμυντικές κινητοποιήσεις, όπως ονόμασε ο Paul Almeida τις κινητοποιήσεις που επιδιώκουν να αποσοβήσουν την αναμενόμενη επιδείνωση της κατάστασης των κινητοποιούμενων από κυβερνητικά μέτρα και αδράνειες. Τα αιτήματα για φτηνό πετρέλαιο και ρεύμα και διατήρηση του ύψους των επιδοτήσεων επαναλαμβάνονται τελετουργικά εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όμως, πλέον κάτι έχει αλλάξει, μεταβάλλοντας τη δυναμική της κινητοποίησής τους.
Στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων εστιάζουμε στις πολιτικές και οικονομικές απειλές που αντιμετωπίζουν οι δρώντες, στις πολιτικές ευκαιρίες προς εκμετάλλευση, στις μορφές οργάνωσής τους και στις αξιακές και ερμηνευτικές πλαισιώσεις που χρησιμοποιούν με σκοπό να πείσουν και να κινητοποιήσουν. Στην παρούσα φάση, η άνοδος του κόστους παραγωγής λόγω του πληθωρισμού και της κερδοσκοπίας, καθώς και η συγκαιρινή ακαρπία σε κάποιους κλάδους της αγροτικής παραγωγής, μαζί με τις καταστροφές στη Θεσσαλία, συνιστούν ένα ενισχυμένο μείγμα οικονομικών απειλών. Εξ αυτού του λόγου, η παραδοσιακή υποστήριξη της αντιπολίτευσης στις αγροτικές κινητοποιήσεις είναι πλέον πιο ένθερμη και χωρίς αστερίσκους. Ίσως γιατί και η κοινή γνώμη φαίνεται να συντάσσεται με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, μιας και το σύνολο της κοινωνίας πλήττεται από την ακρίβεια. Αυτό, μαζί με την προσοχή που δείχνουν πλέον οι αγρότες να μην διεγείρουν την κοινή γνώμη με υπερβολική χρήση του κλεισίματος των δρόμων, δεν επιτρέπουν στον κοινωνικό αυτοματισμό να λειτουργήσει υπέρ της κυβέρνησης. Με λίγα λόγια, οι αγρότες φαίνεται να έχουν περισσότερους συμμάχους από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, γεγονός που διευρύνει στη συνείδησή τους τις πολιτικές ευκαιρίες που διαθέτουν.
Εξίσου προωθητικός παράγοντας είναι και η μορφή οργάνωσής τους, η οποία έχει προκύψει μέσα από τις κινητοποιήσεις πολλών χρόνων. Μέσω του συντονισμού των μπλόκων έχουν καταφέρει να διατηρούν τόσο την αυτονομία και την τοπική πρωτοβουλία όσο και την συνεργασία και την πανελλαδική εμβέλεια. Κανένα κόμμα δεν τους καθοδηγεί, ούτε καν το ΚΚΕ. Αυτό το τελευταίο συνεισφέρει κρίσιμους ανθρώπινους και οργανωτικούς πόρους, αλλά δεν καθοδηγεί τις αγροτικές κινητοποιήσεις, όπως θα βόλευε το αφήγημα της κυβέρνησης που προσπαθεί να τις δυσφημίσει. Εκείνο, όμως, που μου φαίνεται ακόμα πιο σημαντικό είναι πως οι αξιακές/ερμηνευτικές πλαισιώσεις των αγροτών που επιχειρούν να διαγνώσουν το πρόβλημα και να προτείνουν λύσεις συμπίπτουν με τις αντίστοιχες αναλύσεις των άλλων κοινωνικών ομάδων που στοχοποιούν την ακρίβεια, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο επιβίωσης, και προτείνουν την κρατική παρέμβαση σε μια σειρά από ζητήματα. Αυτό τους επιτρέπει να επιχειρήσουν αυτό που ονομάζουμε αξιακή γεφύρωση. Τους επιτρέπει, δηλαδή, να συνδέσουν τα δικά τους ζητήματα και αιτήματα με τα αντίστοιχα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, όπως οι καταναλωτές. Συνθήματα όπως «φτηνά στο χωράφι, ακριβά στο ράφι» επιχειρούν να καταστήσουν σαφές πως από τη συνέχιση της ίδιας κατάστασης χάνουν τόσο οι παραγωγοί όσο και οι καταναλωτές και ότι πρέπει να αγωνιστούν μαζί για το κοινό τους συμφέρον ενάντια σε κοινούς αντιπάλους. Ομοίως, το κόστος της ενέργειας αποδεικνύεται δυσβάστακτο για όλες τις κοινωνικές ομάδες, αν και εδώ δεν προτείνεται μια αμοιβαία επωφελή λύση.
Μπροστά στη δυναμική των αγροτικών κινητοποιήσεων η κυβέρνηση ζύγισε το πολιτικό κόστος. Όπως κάθε κυβέρνηση σε ανάλογη θέση, κλήθηκε να εφαρμόσει ένα μείγμα παραχωρήσεων και καταστολής. Απέφυγε την καταστολή, που μπορεί να εξόργιζε την επαγγελματική ομάδα που της έδωσε 48% στις εκλογές του Μαΐου 2023, και τις έκανε λελογισμένες παραχωρήσεις, ώστε ούτε να φανεί ότι αγνοεί τα δικαιολογημένα αιτήματα και τις προφανείς αιτίες τους ούτε όμως και να ανοίξει την όρεξη σε άλλες κοινωνικές ομάδες δίνοντας την εντύπωση ότι «λεφτά υπάρχουν». Πρόκειται για άσκηση λεπτής ισορροπίας που μέχρι τώρα αποδίδει.
Υπάρχει μια αντίφαση στο όλο ζήτημα που αξίζει να αναφερθεί. Από τη μια, οι αγρότες είναι τα «καναρίνια» της κλιματικής αλλαγής, αυτοί που πρώτοι ένιωσαν τις συνέπειες της απορρύθμισης του κλίματος και, από την άλλη, είναι αυτοί που επιμένουν να συνδέουν την προοπτική τους με το φτηνό πετρέλαιο και να αντιστέκονται στις αναγκαίες ρυθμίσεις που στοχεύουν στο «πρασίνισμα» της παραγωγής. Αν στρέψουμε το βλέμμα μας στο μέλλον, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βελτίωση των προοπτικών του αγροτικού επαγγέλματος όχι στη μείωση του κόστους μέσω φτηνής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, αλλά στην παράκαμψη των μεσαζόντων που θα αυξήσει το ποσοστό κέρδους των παραγωγών χωρίς αύξηση των τιμών και με σχετικά σταθερό (ή και αυξημένο) ενεργειακό κόστος. Γιατί το κόστος της ενέργειας που παράγεται από τις ΑΠΕ δεν αναμένεται να είναι πιο μικρό τις επόμενες δεκαετίες. Πρέπει, επομένως, να αναγνωρίσουμε την αντινομία που συνίσταται στην ταυτόχρονη βραχυπρόθεσμα (οιωνεί) θετική επίδραση της χρήσης ορυκτών καυσίμων στο κόστος παραγωγής και την μακροπρόθεσμα αρνητική επίδρασή της στη βιωσιμότητα του πλανήτη και την παραγωγικότητα του εδάφους. Τα ορυκτά καύσιμα ευθύνονται για τα ακραία φαινόμενα που θέτουν σε συνεχή κίνδυνο την αγροτική παραγωγή. Γι’ αυτό δεν πρέπει να συνδέονται με την προοπτική του αγροτικού επαγγέλματος ή με οποιαδήποτε προοπτική.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Η ΕΠΟΧΗ