Η συζήτηση γύρω από τις εναλλακτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευσή του με τους δανειστές το 2015 κατέχει κεντρική θέση στις ενδοαριστερές αντιπαραθέσεις και διαμορφώνει ή ακυρώνει τις δυνατότητες ευρύτερων συνεργασιών. Γι’ αυτό θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να σχολιάσω μερικές από τις βασικές παραδοχές επί του ζητήματος.
Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προετοιμαστεί για σύγκρουση με την τρόικα. Βέβαια, δεν ήξερε ότι θα χρειαστεί να το κάνει γιατί δεν ήξερε αν θα κληθεί να κυβερνήσει και τι συνθήκες θα έβρισκε. Θα μπορούσε, ωστόσο, να έχει κάνει μια σχετική προετοιμασία. Ο Γιάνης Βαρουφάκης, βέβαια, είχε την ιδέα ότι μια έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους συνέφερε τους Ευρωπαίους πιο πολύ από ένα «Grexit», ότι θα τους εξέθετε την ιδέα του για μια «win win» λύση και αυτοί θα αναγνώριζαν ότι έχει δίκιο. Ως γνωστόν, έπεσε έξω: οι δανειστές προτίμησαν την ωμή επιβολή από την ορθολογική επιλογή.
Δεν έμενε παρά η ρήξη, η οποία δεν σήμαινε τίποτε άλλο εκτός από έξοδο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Βέβαια, δεν υπήρχε νομιμοποίηση για κάτι τέτοιο – θα ήταν «πραξικόπημα». Ο Βαρουφάκης διαβεβαίωνε τον ελληνικό λαό ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση για «Grexit», γιατί δεν το ήθελε κανείς. Ωστόσο, η απειλή του «Grexit» μπορούσε να χρησιμεύσει ως μπλόφα, όπως λέγαμε τότε. Η τρόικα όμως ήταν ενήμερη για την μπλόφα και ήταν προετοιμασμένη. Όχι από εσωτερική πληροφόρηση – ο Βαρουφάκης τους το είχε πει από την αρχή. Η βασική τακτική του ήταν γνωστή: προτιμούμε μια συμφωνία εντός της ευρωζώνης από ένα «Grexit», αλλά φοβόμαστε λιγότερο ένα «Grexit» από τη συνέχιση της χρεοδουλοπαροικίας. Δηλαδή, ούτε νομιμοποίηση είχε το «Grexit», ούτε σαν κρυφό διαπραγματευτικό χαρτί μπορούσε να λειτουργήσει, αφού δεν ήταν κρυφό.
Μια ιδέα που παρέμεινε «δωματίου»
Παρόλ’ αυτά, δεν μπορούσε η κυβέρνηση να συνεχίσει τη σύγκρουση με την τρόικα; Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Βαρουφάκη, ενώ ο ίδιος απέρριπτε παλιότερα την εισαγωγή διπλού νομίσματος, γιατί κόμματα και συμφέροντα θα ισχυρίζονταν ότι επρόκειτο για σχέδιο εξόδου από το ευρώ (σ.191), ή την πρώιμη επιβολή capital controls, γιατί «ο λαός θα πάθαινε σύγχυση» (σ.190), πρότεινε να αντιμετωπιστεί το κλείσιμο των τραπεζών με τη δημιουργία ενός παράλληλου συστήματος πληρωμών με τη βοήθεια του Taxis, χωρίς φόβο για όλα τα παραπάνω ή για την απροθυμία πολιτών και επιχειρήσεων να συνεργάζονται σε αυτό το σύστημα ενόψει των εκλογών που θα ήταν αναπόφευκτες. Πίστευε δε ότι αρκούσαν μερικές βδομάδες λειτουργίας του νέου συστήματος, μέχρι να πειστούν Μέρκελ και Ντράγκι ότι «δεν μασάνε οι Έλληνες» (σ.743). Πρόκειται για πολύ αισιόδοξη πρόβλεψη, ενώ η επιθετικότητα των πιστωτών κλιμακώνονταν και η υπομονή του ελληνικού λαού εξαντλούταν. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η καλή ιδέα, όταν συνάντησε τις πρώτες σκέψεις για τις δυνατότητες του ελληνικού δημοσίου για τέτοια επιτελικά θαύματα, παρέμεινε ιδέα δωματίου. Ακόμα και αν η κυβέρνηση σταματούσε να πληρώνει νωρίτερα τις δόσεις, δεν θα άλλαζε ουσιωδώς κάτι, ούτε αν επιμήκυνε τη σύγκρουση μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου. Χωρίς λεφτά, απλώς θα υπέκυπτε αργά ή γρήγορα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αφελής ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων, προσπάθησε και απέτυχε. Δεν κορόιδευε όταν έλεγε ότι θα συγκρουστεί με την τρόικα και «θα σκίσει τα μνημόνια», ούτε όταν αργότερα έλεγε ότι δεν είχε υπολογίσει ότι κανείς δεν θα τον στήριζε ουσιωδώς. Μοιραζόταν την ελπίδα που ευαγγελιζόταν, το wishful thinking που μας διακατέχει.
Πολιτική απόφαση, όχι προδοσία
Η παραίτηση της κυβέρνησης πριν υπογράψει μνημόνιο θα ήταν εξίσου ομολογία αποτυχίας και θα αποδεικνυόταν ότι «δεν κάνουν οι άνθρωποι». Ούτε θα μπορούσαν να υπογράψουν οι άλλοι το τρίτο μνημόνιο, αφού δεν έφταναν οι βουλευτές. Η χώρα θα πήγαινε σε εκλογές που ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα έχανε πανηγυρικά για να μπορέσει μια άλλη πλειοψηφία να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Η παράδοση της χώρας ξανά στον δικομματισμό πιθανότατα μπορεί να εκληφθεί και αυτή ως «πραξικόπημα».
Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ προκήρυσσε εκλογές με πρόγραμμα το «Grexit», οι διαβεβαιώσεις ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα ύστερα από μια νέα επιδείνωση, δεν φαντάζουν πολύ θελκτικές. Στο «Παράρτημα» για την ελληνική έκδοση του βιβλίου του ο Βαρουφάκης εισηγείται κάποια σενάρια εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας μετά από ενδεχόμενο «Grexit»: αισιόδοξα το ΑΕΠ θα έπεφτε κατά 6%, απαισιόδοξα κατά 13,5%, αν και αστάθμητοι παράγοντες μπορούσαν να αλλάξουν αυτό το ποσοστό. Υπήρχε ποτέ περίπτωση να πειστεί ένα 30%-40% του ελληνικού πληθυσμού να δεχτεί να υπομείνει υποτίμηση του νομίσματος, κατάρρευση τραπεζών, χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων, αναταραχή τιμών, πληθωρισμό, περαιτέρω πίεση στα λαϊκά εισοδήματα, ελλείψεις σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα, με την υπόσχεση καλύτερων ημερών, ύστερα από τις ακόμα χειρότερες; Ή μήπως θα υποχωρούσε η συλλογική ανασφάλεια με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η ένταξη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς;
Η επιστροφή στη δραχμή θα είχε αρχικά οδυνηρές συνέπειες με άδηλο αποτέλεσμα, όπως φαίνεται και από τα γραπτά του Λαπαβίτσα. Η κυβέρνηση τα στάθμισε και αποφάσισε. Ήταν μια πολιτική απόφαση, όχι προδοσία. Προδοσία, άλλωστε, θα μπορούσε να αποκληθεί και οτιδήποτε άλλο αποφάσιζε, ειδικά αν δεν είχε καλό αποτέλεσμα σε άμεσο χρόνο – που δεν θα είχε. Το όποιο εναλλακτικό σχέδιο δεν θα προλάβαινε να πετύχει, πιθανότατα θα μας προλάβαινε ο εκλογικός κύκλος (ως προς αυτό δες και τα σχετικά σενάρια που αναπτύσσει ο Έρικ Όλιν Ράιτ στις Ρεαλιστικές Ουτοπίες).
Η επιλογή του μνημονίου
Η επιλογή της ηγεσίας να μη συγκληθεί η ΚΕ πριν υπογραφεί το μνημόνιο ήταν αναμφίβολα αντιδημοκρατική. Η ΚΕ είχε δικαίωμα να μιλήσει και να αποφασίσει. Δεν ξέρω, βέβαια, αν οι δυσμενείς επιλογές που είχε μπροστά του ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να αλλάξουν…
Η επιλογή του μνημονίου ήταν σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες «πραξικόπημα». Όπως θα ήταν και το «Grexit» ή η επάνοδος του δικομματισμού. Φυσικά και οι συνέπειες ήταν οδυνηρές για την υπόθεση της Αριστεράς, αλλά αν δεν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2015 και 2019 η κατάσταση θα ήταν χειρότερη για την κοινωνία.
Οι πιθανότητες μια μικρή χώρα να νικήσει τον παγκόσμιο νεοφιλελευθερισμό συγκέντρωνε πολύ λίγες πιθανότητες, ειδικά αν δούμε πώς φέρθηκε η ΕΕ στη Μεγάλη Βρετανία μετά το «Brexit». Είναι λάθος να υποτιμά κανείς την πολιτική βούληση, αλλά δεν είναι λιγότερο λάθος να υποτιμά τα εμπόδια που αυτή βρίσκει στο διάβα της. Είναι λάθος να μην ασκείται αυστηρή κριτική σε επιλογές που είχαν αρνητικά αποτελέσματα, είναι εξίσου λάθος να θεωρούμε ότι οι πολιτικοί που τις έκαναν μεταστράφηκαν σε 24 ώρες από αριστερούς σε νεοφιλελεύθερους, ή να προσπαθούμε εκ των υστέρων να βρούμε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ήταν νεοφιλελεύθεροι από πάντα – αλλά δεν το είχαμε καταλάβει!