Τρίτη; Γιατί τρίτη; Τη δεκαετία του 2000, ο ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε προς τα κινήματα και μεταβλήθηκε σε «κινηματικό κόμμα», ενώ προώθησε την ιδέα της ενότητας της Αριστεράς μέσα από το κόμμα των συνιστωσών. Αυτές οι δύο καινοτομίες του έδωσαν δυναμική και τον κατέστησαν ένα ενδιαφέρον εγχείρημα για τη διεθνή Αριστερά. Την ίδια στιγμή, ένα μέρος αυτής της τελευταίας πειραματιζόταν με την αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων, με σκοπό τη μαζική και την αμεσότερη συμμετοχή των πολιτών. Ήρθε η ώρα να διδαχθούμε εμείς από τις προσπάθειες άλλων. Τόσο από αυτές των ψηφιακών κομμάτων, όπως οι Podemos, η Ανυπότακτη Γαλλία, αλλά και οι 5 Αστέρες, όσο και από αυτές των παραδοσιακών κομμάτων όπως οι Εργατικοί του Κόρμπυν με το Momentum. Μέχρι και το γερμανικό SPD ή το ισπανικό PSOE υιοθετούν προοδευτικά τις ψηφιακές πλατφόρμες και τη ρητορεία της ψηφιακής δημοκρατίας.
Η συζήτηση για την οργανωτική ανασυγκρότηση του κόμματος έχει ανοίξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δομή «κόμματος μαζών», αλλά δεν έχει μάζες (ούτε ποτέ είχε). Ήταν «κινηματικό κόμμα», αλλά (και λογικό είναι) στα χρόνια της διακυβέρνησης έπαψε να λειτουργεί ως τέτοιο. Όπως όλα τα κόμματα, εξαρτάται από το κράτος για τη χρηματοδότησή του, και γι αυτό είναι σε κάποιο βαθμό «κόμμα του κράτους». Όχι καθ’ ολοκληρίαν φυσικά, καθότι δεν οργανώνει την κοινωνική εκπροσώπηση μέσω των ωφελημάτων που άλλα κόμματα με πολλαπλές προσβάσεις στο κράτος παρέχουν στους πολίτες. Είναι όμως αρκούντως «τηλεοπτικό κόμμα», μιας και απευθύνεται στους πολίτες σε κρίσιμο βαθμό μέσω των ΜΜΕ. Ενώ, λοιπόν, το οργανωτικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ των ολίγων μελών και των εκατομμυρίων ψηφοφόρων χάσκει, υπάρχουν σύντροφοι/ισσες που θεωρούν α) ότι η κρίση αντιπροσώπευσης είναι μόνο πολιτικό ζήτημα και ότι, αν υιοθετήσουμε σωστές πολιτικές, θα λυθεί το πρόβλημα, β) ότι η χρήση μιας ψηφιακής πλατφόρμας θα μετατρέψει το ΣΥΡΙΖΑ σε αποκλειστικά ψηφιακό κόμμα, γ) ότι θα λειτουργήσει εις βάρος της ποιοτικής συμμετοχής και του διαλόγου, και δ) ότι η επιμονή στην αξία των ψηφιακών πλατφορμών στηρίζεται σε μια λανθασμένη άποψη ότι υπάρχει χάσμα γενεών. Θα προσπαθήσω να αναιρέσω αυτές τις παραδοχές.
Πρώτον, οι δομικοί μετασχηματισμοί των τελευταίων δεκαετιών υπέσκαψαν τις πολιτικές και γνωστικές βάσεις των κομμάτων της βιομηχανικής εποχής, η ψηφιακή επανάσταση δημιούργησε αμετάκλητα ένα νέο καταμερισμό εργασίας, ενώ τα κοινωνικά κινήματα του 21ου αιώνα ανέδειξαν την οριζοντιότητα τόσο ως οργανωτική αρχή όσο και ως πολιτικό ιδεώδες. Πρόκειται για κοινούς τόπους στην πολιτική επιστήμη. Η εναντίωση στη γραφειοκρατία δεν εξαρτάται από το αν αυτή εκπονεί φιλολαϊκές πολιτικές ή όχι. Άλλωστε, η αυξημένη συμμετοχή των υποστηρικτών ενός κόμματος στην εκπόνηση των πολιτικών και η δημοκρατική νομιμοποίηση που αυτό αντλεί σχετίζεται καίρια με την ποιότητα αυτών των πολιτικών. Το κόμμα πολύ συχνά δεν διαθέτει τη σοφία του κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ, γι αυτό και αναθέτει δουλειές σε ειδικούς συμβούλους και εξωτερικούς συνεργάτες.
Δεύτερον, δεν υπάρχουν εισηγήσεις για μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ψηφιακό κόμμα, καθότι, όσο με αφορά, γνωρίζω τα προβλήματα που αυτά αντιμετωπίζουν. Φυσικά, είναι εκ διαμέτρου αντίθετα από αυτά που αντιμετωπίζουν τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου. Γι αυτό πρέπει να φύγουμε από το παραδοσιακό μοντέλο χωρίς να πάμε στο κόμμα-πλατφόρμα. Το δέον θα ήταν να δημιουργήσουμε ένα νέο υβρίδιο που θα συνδυάζει τα πλεονεκτήματα εξουδετερώνοντας έτσι τα ελαττώματα και των δύο μοντέλων. Όσο, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κόμμα μαζών χωρίς μάζες τόσο ενισχύεται η φυσιογνωμία του ως τηλεοπτικό κόμμα. Αντιθέτως, πρέπει να στοχεύσουμε στη μετατροπή των τηλεθεατών σε ενεργούς πολίτες, και η ψηφιακή πλατφόρμα δύναται να ενεργοποιεί τους ψηφοφόρους των τηλεοπτικών κομμάτων, εκμεταλλευόμενοι και την παραμικρή διαθεσιμότητά τους. Δεν πρόκειται για facebookοποίηση του κόμματος, αλλά για μίμηση των πλατειών και της online δημοκρατίας. Οι ψηφιακές πλατφόρμες μιμούνται το facebook, απλώς όπως το «κόμμα νέου τύπου» μιμήθηκε το εργοστάσιο. Μπορείτε, νομίζω, να βγάλετε τα συμπεράσματά σας για το ποιο μοντέλο είναι «εκτός τόπου και χρόνου». Σε κάθε περίπτωση, χρειαζόμαστε ένα υβρίδιο άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας, για να εξασφαλίσουμε διαφορετικές, εξίσου ζωτικές λειτουργίες. Οι ψηφιακές πλατφόρμες προσφέρουν μαζική συμμετοχή, οριζόντια επικοινωνία, αδιαμεσολάβητη από ΜΜΕ επικοινωνία κόμματος-πολιτών, και συγκέντρωση τεχνογνωσίας και ιδεών, ενώ οι ΟΜ συνεισφέρουν στη δημιουργία προσωπικών σχέσεων, ταύτισης με το κόμμα, αδιατάρακτης (από τις διακυμάνσεις του πολιτικού ενδιαφέροντος) λειτουργίας, και ελέγχου της ηγεσίας μέσω της εκλογής των οργάνων. Γι αυτό και οι Podemos άρχισαν να δημιουργούν τοπικές.
Τρίτον, η ποιοτική συμμετοχή και ο διάλογος δεν θα πληγούν, γιατί απλά έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα. Η πλειοψηφία των μελών δεν πατάει στις οργανώσεις, γιατί οι διαδικασίες είναι βαρετές (όπως γνωρίζουνε καλά όσοι/ες συμμετέχουν), καθώς διεξάγονται ενημερώσεις για πράγματα που γνωρίζουνε, ακολουθούν παράλληλοι μονόλογοι, και δεν γίνεται συζήτηση. Καμία ποιοτική συμμετοχή, κανένας διάλογος. Οι ψηφιακές πλατφόρμες επιτρέπουν τη συμμετοχή (ώστε να μην παραπονούνται συνεχώς όσοι/ες από άλλες πόλεις δεν μπορούν να συμμετάσχουν στις χωρικά προσδιορισμένες συνεδριάσεις) χωρίς εμπόδια, χρονικά και χωρικά. Διευκολύνεται η ψύχραιμη και κατόπιν σκέψης ανταλλαγή απόψεων πάνω σε θέματα που ενδιαφέρουν τα μέλη, και άρα η οριζόντια και μαζική διαβούλευση πάνω σε πολιτικές προς υιοθέτηση. Οριζοντιότητα και συμμετοχή είναι τα σύγχρονα δημοκρατικά αιτήματα, που τα παίρνουμε σετ με την εξατομίκευση, όπως τα παραδοσιακά κόμματα πήρανε σετ την αντιπροσώπευση και τη γραφειοκρατικοποίηση. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η αίσθηση της ατομικής αξίας που διακατέχει τις πιο προσοντούχες γενιές που έχει δει μέχρι τώρα η ανθρωπότητα και η δυσπιστία απέναντι τις συλλογικότητες πάνε επίσης σετ.
Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στο τέταρτο σημείο. Όπως σημειώνει και ο Paolo Gerbaudo, ένας γνωστός μελετητής των ψηφιακών κομμάτων, το προφίλ των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τις ψηφιακές πλατφόρμες είναι βασικά νέοι, μορφωμένοι, με εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες και την οριζόντια επικοινωνία, που θεωρούν ότι αμείβονται λίγο σε σύγκριση με τα προσόντα τους1. Η οικονομική κρίση και η ψηφιακή επανάσταση, δηλαδή, δημιούργησαν ένα χάσμα γενεών μεταξύ των νέων γενεών και των μεγαλύτερων οι οποίες κατά μέσο όρο υπολείπονται μόρφωσης και εξοικείωσης με τις νέες τεχνολογίες, ενώ έχουν συνήθως σταθερή δουλειά ή σύνταξη και έχουν ενηλικιωθεί πολιτικά στις παραδοσιακές οργανώσεις. Πρέπει, επομένως, να συνδυάσουμε την παραδοσιακή δομή με την ψηφιακή δημοκρατία, ώστε να εξασφαλίσουμε την ενεργή συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως.
Στις ψηφιακές πλατφόρμες μπορούν όλα τα μέλη να συζητούν οριζόντια, να διαμορφώνουν πολιτικές, να ψηφίζουν προτεραιότητες και ώριμες πολιτικές, να δημιουργούν ομάδες, να καλούν σε κινητοποιήσεις, να «ανεβάζουν» και να «κατεβάζουν» προπαγανδιστικό υλικό, να συνεισφέρουν χρήματα, κ.λπ. Κατά τη γνώμη μου, το βάρος πρέπει να δοθεί στη διαβούλευση και στην εκπόνηση πολιτικών, όχι στην εκλογή οργάνων και στα δημοψηφίσματα. Είναι αλήθεια ότι οι χρήστες των ψηφιακών πλατφορμών αρέσκονται περισσότερο να ψηφίζουν παρά να διαβουλεύονται. Γι αυτό και θεωρώ πως πρέπει να δοθούν πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στην πλατφόρμα (με μια απλή ταυτοποίηση) στον κάθε φίλο/η που θέλει να συμμετάσχει, αλλά να δοθούν δικαιώματα εκλογής των οργάνων μόνο σε όσους/ες θέλουν να γραφτούν σε μια τοπική η κλαδική ΟΜ, συμμετέχοντας και πληρώνοντας συνδρομή. Έτσι, και θα ενισχυθεί η δημοκρατική διαβούλευση και παραγωγή πολιτικής από τα κάτω και θα αποφευχθούν τα παιχνίδια εξουσίας που μπορεί να θελήσει να παίξει οποιαδήποτε ηγεσία ή παράγοντες που θα επιδιώξουν να «αλώσουν» το κόμμα στηριζόμενοι σε απλούς followers.
Όλα αυτά μπορούν να γίνουν, αν, όπως τόνισε ο Gerbaudo, ξεπεράσουμε την άκριτη υποστήριξη και την προκατειλημμένη κριτική απέναντι στην ψηφιακή δημοκρατία2.
1 Gerbaudo Paolo, The digital party, Pluto Press, 2019, p. 44-45, 50-55.
2 Στο ίδιο, σ. 6.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – ερευνητής
Πηγή: Η Αυγή