Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Μπροστά στην κοινωνική κόπωση

Στην ανάπαυλα του Αυγούστου είχα κι εγώ την ευκαιρία να συζητήσω με κόσμο, ώστε να προσπαθήσω να «πιάσω» το κοινωνικό κλίμα. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις την υπόκωφη δυναμική ή τις κοινωνικές μετατοπίσεις τη στιγμή που είναι υπό διαμόρφωση. Ωστόσο, ένιωθα ότι άκουγα σε audio book τη Μέση Αγγλία του Τζόναθαν Κόου α λα ελληνικά: συσσωρευμένη κοινωνική κόπωση και σύστοιχη γκρίνια. Ειδικά για την οικονομική στενότητα, την ακρίβεια και το εργασιακό άγχος, καθώς και για τη δύσκολη καθημερινότητα όσων έχουν παιδιά και δεν έχουν αρκετή οικογενειακή βοήθεια. Οι αφηγήσεις συνέτειναν στο ότι η Ελλάδα είναι μια διαλυμένη χώρα στην οποία δεν μπορείς να ζήσεις. Τα πολιτικά συμπεράσματα μοιάζανε να συναντιούνται σε δύο σημεία: α) στο ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα καλό σε αυτή τη χώρα αν δεν φύγει η ΝΔ που δουλεύει για τους δικούς της μόνο, αδιαφορώντας για όλους τους άλλους και για οτιδήποτε άλλο, και β) στο ότι πρέπει να υπάρξει ισχυρό αντίπαλο δέος. Το ερώτημα είναι από πού θα μπορούσε να προκύψει: από το χώρο της Κεντροαριστεράς, της Αριστεράς ή της Ακροδεξιάς;
 
Πολλοί άνθρωποι εκφράζονται θετικά για την προοπτική να κερδίσει ο Χάρης Δούκας και να κάνει μια αριστερή στροφή το ΠΑΣΟΚ, υποθέτω στα πρότυπα της Ιβηρικής. Είναι δε πολύ πιθανό η εκλογή του να γίνει σιωπηρά υπόθεση του κόσμου της Κεντροαριστεράς, ανατρέποντας κάθε πρόβλεψη, όπως έγινε και με τον Κασσελάκη. Φυσικά, τίποτε από αυτά μπορεί να μην γίνει. Όμως, η κοινωνική διαθεσιμότητα για μια λύση στη δυσπραγία του αριστερού ημισφαιρίου προσωπικά μου φαίνεται ήδη συσσωρευμένη. Η λύση δύσκολα θα έρθει από τη ΣΥΡΙΖΑϊκή Αριστερά που με τυπικούς όρους είναι αυτή τη στιγμή σε τέσσερα κομμάτια (ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, ΜέΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας). Οι διαλυτικές τάσεις συνεχίζονται και η απαξίωση που εισπράττει σχεδόν στο σύνολό της εξαιτίας της κασσελακιάδας είναι ίσως ανεπίστρεπτη. Στο πλαίσιο αυτό, η καθ’ ημάς Αριστερά το πιο πιθανό είναι να υποχρεωθεί σε χαμηλές πτήσεις το επόμενο μακρύ διάστημα όπου η ανασυγκρότησή της σε νέες βάσεις θα είναι το σχεδόν αποκλειστικό της μέλημα. Η αδυναμία της να ανανεώσει το πολιτικό της προσωπικό, να διαμορφώσει ένα ευκρινές πολιτικό στίγμα και ένα πρόγραμμα πέρα από τα σοσιαλδημοκρατικά κεκτημένα, προσαρμοσμένο σε νέες ανάγκες, να ξεπεράσει διαχωριστικές γραμμές που δεν έχουν πλέον νόημα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πρωταγωνιστικό ρόλο.
 
Οι άνθρωποι βέβαια τους οποίους άκουσα προσεκτικά δεν φαίνεται να διαφωνούν με την Αριστερά σε προγραμματικό επίπεδο, σε επίπεδο στόχων. Όμως, δεν θεωρούν ότι η Αριστερά διαθέτει τα μέσα για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά της: είτε γιατί δεν την αφήνουν οι Ευρωπαίοι, είτε γιατί την πολεμούν οι εγχώριες ελίτ, είτε γιατί και η ίδια συναινεί σε μια ρύθμιση όπου το κράτος δεν μπορεί να αναλάβει και πολλά πράγματα, δηλαδή να αυξήσει την κοινωνική του παρέμβαση, είτε γιατί σπαράσσεται και κατακερματίζεται, και άρα δεν μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την κυβέρνηση, είτε γιατί το προσωπικό της δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ή δεν θεωρείται ικανό να ηγηθεί στον σύγχρονο κόσμο. Δηλαδή, θεωρούν ότι η Αριστερά δεν μπορεί. Για το ευρύ εκλογικό ακροατήριο, αν δεν μπορείς, δεν έχει σημασία τι θες.
 
Μήπως, λοιπόν, η Ακροδεξιά μπορεί και στην Ελλάδα να αποτελέσει τον επόμενο υποδοχέα της συσσωρευμένης κοινωνικής δυσφορίας; Στην ερώτηση αυτή μερικά σχόλια του Ντιντιέ Εριμπόν και του Εντουάρ Λουί ίσως να μπορούσαν να μας κατατοπίσουν. Όπως σημειώνει ο Εριμπόν στην Επιστροφή στη Ρενς, η στροφή πολλών ανθρώπων από τα λαϊκά στρώματα στην Ακροδεξιά εκφράζει μια σιωπηρή υποστήριξη σε ό,τι έχει απομείνει από την εργατική (στην περίπτωσή μας ας πούμε λαϊκή) ταυτότητα την οποία οι ιθύνοντες της Αριστεράς (ειδικά της μορφωμένης «βραχμανικής» Αριστεράς) φαίνεται να περιφρονούν ή να αγνοούν – κάτι που δεν αφορά φυσικά το ΚΚΕ που διατηρεί τη σχέση του με το λαϊκό κόσμο. Συμπληρώνει, επίσης ότι όλοι αυτοί ζητούν να υπερασπιστούν τη συλλογική τους αξιοπρέπεια. Και πράγματι, η ρητορική της Ακροδεξιάς μπορεί να δεξιωθεί αυτό το συναίσθημα, όπως κάποτε το έκανε με επιτυχία ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό τι σημαίνει; Ότι η Αριστερά έχει να διδαχθεί κάτι από την Ακροδεξιά; Μιλώντας προς τη μορφωμένη «βραχμανική» Αριστερά ο Εντουάρ Λουί στη διάρκεια του αντιρατσιστικού φεστιβάλ τον περασμένο Ιούλιο είπε κάτι εξαιρετικά κρίσιμο: Η Ακροδεξιά διδάχθηκε από την Αριστερά όλα αυτά τα χρόνια πώς να μιλάει, πώς να προσεγγίζει τον κόσμο, πώς να οργανώνεται. Δεν είναι, επομένως, έγκλημα καθοσιώσεως να εγκαταλείψουμε για λίγο τον ηθικό πανικό και να παρατηρήσουμε πώς το κάνουν οι αντίπαλοί μας. Σε τελική ανάλυση, για αντιδάνειο πρόκειται. Τα συσσωρευμένα αισθήματα κοινωνικής μνησικακίας δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε – όπως έχει τονίσει η Σαντάλ Μουφ στην Πράσινη δημοκρατική επανάσταση, μπορούμε μόνο να προσπαθήσουμε να τα καναλιζάρουμε ενάντια στους από πάνω πριν στραφούν στους από κάτω.
 
Κλείνω με το εξής: Η Αριστερά ποτέ δεν κατανοούσε τη φύση της σχέσης της με την κοινωνική της ενδοχώρα. Ούτε το ’40 όπου η εποποιΐα της Αντίστασης κατέληξε στον Εμφύλιο πόλεμο, ούτε το ’60 όπου η μαχητικότητα των ηττημένων του Εμφυλίου κατέληξε στην πιο ευρύχωρη πολιτική της Ένωσης Κέντρου, ούτε το ’80 όπου τα ώριμα δημοκρατικά αιτήματα βρήκαν διέξοδο στην ΠΑΣΟΚική ρητορική, ούτε το ’10 όπου η αντι-νεοφιλελεύθερη αντίσταση οδηγήθηκε στη σημερινή διάλυση όταν η υποχώρηση της αντίστασης άφησε ένα τεράστιο κενό πολιτικής στρατηγικής. Ελπίζω τουλάχιστον να έχει εγκαταλειφθεί το δίλημμα «κυβέρνηση ή διαμαρτυρία».
 
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.