Ο ερχομός ενός νέου χρόνου είναι πάντα μια ευκαιρία για ανασκόπηση, για σχεδιασμό, αλλά και για zoom out, για μία απόπειρα να μεγαλώσουμε την εικόνα, ώστε να δούμε πού στεκόμαστε. Όχι μόνο στις ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά και στις δημόσιες. Να αναλογιστούμε πώς φτάσαμε ως εδώ ως κοινωνίες, ως ανθρωπότητα, και τι στ’ αλήθεια «παίζεται», ποια είναι τα μεγάλα διακυβεύματα, ποιο είναι το «παιχνίδι του κόσμου».
Το νεοφιλελεύθερο τέλος της Ιστορίας
Το τόσο μακρινό και τόσο κοντινό 2009, είχα γράψει την άποψή μου γι’ αυτό το θέμα στην Αυγή, αναζητώντας την απάντηση σε δύο άξονες: μπορεί να αλλάξει ο κόσμος μας; Και σε ποιανού το χέρι είναι αυτό; Αν μου επιτρέπετε μια στενή νύξη περί σύμπαντος, θα επαναλάβω τις ιστορικές απαντήσεις που, κατά τη γνώμη μου, έδωσε η ανθρωπότητα, για να γίνει κατανοητό σε ποιων ιστορικών διαστάσεων παιχνίδι συμμετέχουμε. Οι αρχαίες κοινωνίες, αν ίσως εξαιρέσουμε το ελληνικό ανθρωποκεντρικό παράδοξο (για το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να υπερβάλουμε), δεν θεωρούσαν ότι ο κόσμος τους μπορούσε ν’ αλλάξει, ενώ πίστευαν ότι η μοίρα τους είναι στα χέρια των θεών. Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των μονοθεϊστικών θρησκειών εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι βρίσκονται στα χέρια του θεού, ο οποίος όμως ήταν σε θέση να αλλάξει τη συλλογική τους μοίρα. Η μεταφυσική αυτή αισιοδοξία μεταφέρθηκε στη Νεωτερικότητα, όπου για πρώτη φορά οι άνθρωποι θεώρησαν ότι και μπορούσε να αλλάξει ο κόσμος και ότι ήταν στο δικό τους χέρι να γίνει κάτι τέτοιο. Ερχόμαστε, λοιπόν, στη μετανεωτερική εποχή μας. Ο νεοφιλελευθερισμός πασχίζει να μας πείσει για την τέταρτη επιλογή που προκύπτει από τις διασταυρούμενες απαντήσεις στα ερωτήματα αν μπορεί να αλλάξει ο κόσμος και σε ποιανού το χέρι είναι αυτό: η συλλογική (όχι η ατομική) μοίρα των ανθρώπων εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια τους, αλλά δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Είναι το περίφημο τέλος της Ιστορίας. Ένας τέλειος κόσμος μέσα στον οποίο τα άτομα μπορούν να προσπαθούν για να βελτιώσουν την τύχη τους. Απέναντι σε αυτή την κοσμοϊστορική νεοφιλελεύθερη ιδέα στέκονται τόσο οι νεωτερικοί άνθρωποι που εξακολουθούν να θεωρούν ότι «μπορούμε να γυρίσουμε τον τροχό της Ιστορίας» όσο και οι τζιχαντιστές που πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν το ίδιο «θεού θέλοντος».
Το αριστερό τέλος της Ιστορίας
Στα χρόνια που παρεμβλήθηκαν, στα χρόνια της κρίσης, και οι δύο δοκίμασαν μεγάλες απογοητεύσεις, αν και συνεχίζουν να διατηρούν την πίστη τους, αλλά και τις αμφιβολίες τους. Καθώς δεν συντάσσομαι με το μέρος των τζιχαντιστών (και εύχομαι να αποτύχουν), θα αναφερθώ στους νεωτερικούς ανθρώπους που επιδιώκουν να διαψεύσουν τη νεοφιλελεύθερη δοξασία ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει, παρόλο που είναι οι άνθρωποι που τον κινούν1. Θα αναφερθώ, δηλαδή, στην Αριστερά όλων των εκδοχών. Νομίζω πως έχουμε παραγνωρίσει το γεγονός ότι δεν ήταν οι νεοφιλελεύθεροι που εξήγγειλαν πρώτοι το τέλος της Ιστορίας, μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Για την ακρίβεια, ήταν οι τελευταίοι που το έκαναν. Προηγήθηκαν τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι σοσιαλδημοκράτες. Οι μεν, ήδη από το μεταπόλεμο, αν όχι από το μεσοπόλεμο, είχαν διαμορφώσει ένα σύστημα, το οποίο θεωρούσαν ότι ήταν ο τελικός προορισμός του ανθρώπινου γένους, ένα προϊόν του επιστημονικού σοσιαλισμού. Οι δε, όταν ενέκυψαν οι πετρελαϊκές κρίσεις του ’70 και συντάραξαν τις σοσιαλδημοκρατικές ρυθμίσεις, δεν είχαν κάτι άλλο να προτείνουν, θεωρώντας ότι η πλήρης απασχόληση, το 8ωρο και το κοινωνικό κράτος ήταν ό,τι μπορούσε να θελήσει ο άνθρωπος. Δεν ήθελαν να πάνε πίσω, δεν ήθελαν να πάνε μπροστά, προτίμησαν να ανακατεύουν την ίδια πολιτική, ξανά και ξανά, μέχρι που ήρθαν οι νεοφιλελεύθεροι να γυρίσουν τον τροχό της Ιστορίας. Σχεδόν παράλληλα, οι λαοί του ανατολικού μπλοκ ξεκόλλησαν -και αυτοί- τον τροχό από τη λάσπη.
Επιστροφή στην προγραμματική φαντασία
Ένας κλασικός αριστερός/ή θα ζητούσε μια «επιστροφή στο μέλλον» ή μια «επιστροφή της ουτοπίας». Αυτό, όμως, θα πρόδιδε κάποια αθεμελίωτη πίστη σε ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον ή σε κάποιο μέλλον με βεβαιότητες. Δηλαδή, σε κάποιο νέο «τέλος της Ιστορίας». Βέβαια, μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως μια μετωνυμία της «επιστροφής της πολιτικής» ή μιας «επιστροφής του οράματος», και έτσι ακριβώς προτιμώ να το εκλάβω κι εγώ. Στο πλαίσιο αυτό, όμως, αναρωτιέμαι: η επιμονή στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές εγγυάται κάποιου είδους επιστροφή της Ιστορίας; Τη στιγμή που πλέον το σύστημα έχει χάσει τη λειτουργικότητά του, και άρα ο κόσμος είναι έτοιμος να υποδεχτεί καινοφανείς ιδέες που μπορούν να δώσουν λύση σε χρονίζοντα προβλήματα, ποιος ο λόγος η Αριστερά να μην προσπαθήσει να γυρίσει τον τροχό της Ιστορίας, υποστηρίζοντας στα σοβαρά μετασχηματιστικές πολιτικές; Γιατί να μη σταθεί η Αριστερά μπροστά στον κόσμο λέγοντας «εδώ που φτάσαμε χρειαζόμαστε μια μεγάλη αλλαγή, προτείνουμε να εφαρμόσουμε αυτό το καινοφανές μέτρο που θα αλλάξει τη ζωή μας»; Η κοινωνική πλειοψηφία έχει κουραστεί από το καθοδικό σπιράλ και από τη διαχείριση που επιχειρεί να το σταματήσει. Ούτως ή άλλως οι άνθρωποι πρέπει να αλλάξουν άμεσα τον τρόπο ζωής τους, προκειμένου να επιβιώσουμε μέσα στην κλιματική κρίση. Η μεγάλη αλλαγή δεν αποτελεί πλέον φόβητρο, αποτελεί αναγκαιότητα, αλλά και επιθυμία.
Σημείωση:
1. Σαφώς και δεν υποτιμώ το φλερτ των νεοφιλελεύθερων με το θρησκευτικό σκοταδισμό, το οποίο όμως λαμβάνει χώρα στο έδαφος της συντήρησης των πραγμάτων και όχι της αλλαγής τους «θεού θέλοντος».
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή