Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Μέτωπο και νίκη ή ήττα και παρακμή

Στο σημερινό σημείωμα θα ήθελα να επιστρέψω στην ανάγκη ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων, ώστε να απαλλαγεί η κοινωνία από τη συμμαχία νεοφιλελεύθερων αντιδημοκρατών που μας κυβερνά.
 
 
Πιστεύουμε σε αυτά που λέμε;
 
Στο παρελθόν, η περίοδος που διανύουμε έχει πολλές φορές παρομοιαστεί με αυτήν του Μεσοπολέμου, είτε λόγω οικονομικής κρίσης είτε λόγω ανόδου της Ακροδεξιάς. Αν, όμως, συγκρίνουμε την παρούσα φάση της δημοκρατίας με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, δεν θα έπρεπε να πάρουμε περισσότερο στα σοβαρά την ανάγκη σύμπηξης δημοκρατικού μετώπου, εγκαταλείποντας τη λανθασμένη γραμμή του Μεσοπολέμου περί «σοσιαλφασισμού»; Δεν θα έπρεπε να πάρουμε στα σοβαρά το γεγονός ότι ο φασισμός και ο ναζισμός νικήθηκαν από τις συνδυαστικές προσπάθειες της κοιτίδας του κομμουνισμού και των αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών;
 
Αν ο κίνδυνος είναι τόσο μεγάλος όσο περιγράφεται και η πραγματικότητα τόσο ζοφερή ώστε να περιγράφεται με όρους (νεοφιλελεύθερου) «αρμαγεδδώνα», (εργασιακής) «ζούγκλας», (δημοκρατικής) «εκτροπής» και «ολοκληρωτικού ελέγχου» της ενημέρωσης, δεν είναι αστεία τα μέτρα που παίρνουν οι δημοκρατικές δυνάμεις; Δεν είναι εγκληματική η ολιγωρία τους και η απροθυμία τους να συνεργαστούν και να συμμαχήσουν με τους όμορους χώρους; Ή κοροϊδεύουν για το μέγεθος του κινδύνου, και γι’ αυτό δεν πείθουν, ή βάζουν το κομματικό/παραταξιακό/πολιτικό συμφέρον τους πάνω από τα συμφέροντα της κοινωνίας, και γι’ αυτό επίσης δεν υποστηρίζονται επαρκώς από τους δημοκρατικούς πολίτες.
 
Το μέτωπο νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού φαίνεται ισχυρό, καθότι εκτεινόμενο από την ομάδα Λοβέρδου στο ΠΑΣΟΚ μέχρι την Ελληνική Λύση, έχοντας φυσικά ως πυρήνα τη ΝΔ. Η ισχύς του δεν κινδυνεύει όσο η αντιπολίτευση, θεσμική και κινηματική, είναι κατακερματισμένη και δεν συντονίζεται σε έναν κοινό αγώνα εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως φαίνεται από όλες τις δημοσκοπήσεις, δεν μετατρέπεται σε τάση πολιτική ανατροπής. Και δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο όσο οι δημοκρατικές δυνάμεις δεν συνασπίζονται για να δημιουργήσουν ρεύμα αλλαγής και παράσταση νίκης.
 
Έτσι, αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε δεύτερη τετραετία Μητσοτάκη. Αυτό, φυσικά, θα σήμαινε ότι εμπεδώνεται η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση και ο αυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης, το κόμμα των πλουσίων διαμοιράζει τα ιμάτια της χώρας στους χορηγούς του, η διαφθορά των σκανδάλων γίνεται κανονικότητα, η συγκάλυψη κάθε λογής εγκλήματος δεν γνωρίζει κανένα θεσμικό όριο, τα ΜΜΕ μετατρέπονται οριστικά σε πληρωμένους πομπούς μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, το κοινωνικό σώμα συμβιβάζεται με τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες, τις μηδαμινές προσδοκίες και την παρακμή του δημοσίου βίου.
 
Ενώ, όμως, οδεύουμε ολοταχώς να ομοιάζουμε οικονομικά, πολιτικά και αξιακά, με χώρα του ανατολικού μπλοκ (εμείς που «ανήκομεν εις την Δύσιν», στον «πυρήνα της Ευρώπης», κ.λπ.), ο ΣΥΡΙΖΑ θα περιμένει μετά τις εκλογές για να καλέσει τα άλλα κόμματα σε κοινή πορεία, ο Ανδρουλάκης ενδιαφέρεται περισσότερο για ένα μεγάλο ποσοστό και τη συγκράτηση της τάσης Λοβέρδου, το ΚΚΕ ενδιαφέρεται να περιφρουρήσει το 5,3% που παίρνει στις εκλογές, το ΜΕΡΑ25 είναι εγκλωβισμένο στις εμμονές του επικεφαλής του για τον Ιούλιο του 2015, και η κινηματική Αριστερά και Αναρχία χάνουν συχνά τη μεγάλη εικόνα που διαμορφώνει τις απειλές και τις ευκαιρίες, αν και έχουν συνειδητοποιήσει το δικό τους ταβάνι.
 
 
Η ανάγκη του δημοκρατικού μετώπου
 
Αν η Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα πρέπει να προσγειωθεί στην πραγματικότητα της απώλειας της εξουσίας, από τότε που έπαψε να συμπεριλαμβάνει τον εαυτό της στο χώρο της Αριστεράς, σε μια εποχή που η επίθεση της Δεξιάς είναι αμείλικτη, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι και τα κόμματα της Αριστεράς πρέπει να σοβαρευτούν και να κατανοήσουν ότι η Αριστερά δεν «ήρθε για να μείνει». Δεν υπάρχει νομοτέλεια σε αυτά τα πράγματα. Η πολιτική είναι ρευστή και ταυτόχρονα γεμάτη απαιτήσεις. Όπου η Σοσιαλδημοκρατία στρέφεται προς τα αριστερά καλύπτει το χώρο που καλύπτει η Αριστερά όπου η Σοσιαλδημοκρατία στρέφεται προς τα δεξιά. Ομοίως, ο μεσαίος χώρος ή η μεσαία τάξη δεν έχει εξαφανιστεί λόγω πόλωσης ή όξυνσης των ανισοτήτων. Έχω γράψει εκτενώς στο παρελθόν γι’ αυτό το θέμα, οπότε δεν θα επεκταθώ. Θα σημειώσω μόνο ότι ο κοινωνικός όγκος του δημοκρατικού/προοδευτικού κόσμου αναπτύσσει την ταυτότητά του πέρα από κομματικές εντάξεις και στοχεύσεις, γι’ αυτό δεν είναι δεδομένος για κανέναν.
 
Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις πρέπει να συνεργαστούν σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, κινηματικό, αυτοδιοικητικό, ώστε ούτε ο έλεγχος της ενημέρωσης ούτε η καταστολή ούτε η χειραγώγηση της πολιτικής ατζέντας (μέσω της εργαλειοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, του μεταναστευτικού και των ζητημάτων «νόμου και τάξης») να επιτρέψουν στην κυβέρνηση να διατηρεί την αίσθηση της πολιτικής υπεροχής της. Μπροστά μας έχουμε τη γενική απεργία της 9ης Νοέμβρη, όπου κόμματα και κινηματικές οργανώσεις οφείλουν να δώσουν ενωτικά και μαζικά το παρών. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, επιτέλους, να ενοποιήσει τις παρατάξεις που έχουν αναφορά σε αυτόν και να επιδιώξει ειλικρινή προσέγγιση με τις άλλες συνδικαλιστικές δυνάμεις, με σκοπό τη σύμπηξη ενός πανεργατικού μετώπου απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αναγνωρίζοντας ότι δεν αποτελεί αυτός τον κορμό του. Τέλος, η «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στα κοινά αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια, τόσο για να υπάρξει όσο και να μπορέσει να εφαρμόσει στη συνέχεια το πρόγραμμά της. Η κοινωνική εξουσία πρέπει να περάσει ξανά στα χέρια των δημοκρατικών δυνάμεων. Και εδώ, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αναγνωρίσει ότι δεν αποτελεί αυτός τον κορμό των αυτοδιοικητικών δυνάμεων. Μόνο τότε θα μπορούν και οι υπόλοιπες δυνάμεις να αναγνωρίσουν ότι σε πολιτικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί αυτοδικαίως τον κορμό της δημοκρατικής παράταξης.
 
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.