Πρόσφατα γεγονότα σχετικά με τη Μακεδονία (ΔΕΘ, ακροδεξιοί στη Σταυρούπολη) και με τις εξοπλιστικές δαπάνες, καθώς και η απογραφή του πληθυσμού, αλλά και η έλλειψη εργατών γης, με έκαναν να σκεφτώ ότι υπάρχει μια πτυχή του ακροδεξιού κινδύνου που δεν αναδεικνύεται ιδιαίτερα, αν και δυνητικά θα μπορούσε να προκαλέσει αφλογιστία στη πατριδοκάπηλη Δεξιά και να απεγκλωβίσει την Αριστερά στα σχετικά ζητήματα. Πρόκειται επιφανειακά για άσχετα μεταξύ τους ζητήματα, ωστόσο τα συνδέει κάτι: είναι ζητήματα όπου η πατριδοκαπηλεία της Δεξιάς προκαλεί οικονομικά πλήγματα στο κοινωνικό σώμα. Δανειζόμενος τη δική της ρητορική, θα μπορούσα να πω ότι «η πολιτική της Δεξιάς είναι αντεθνική».
Τα εξοπλιστικά
Η κούρσα των εξοπλισμών είναι η μοναδική περίπτωση που η Αριστερά συνδέει, έστω και δειλά, την πατριδοκάπηλη πολιτική της Δεξιάς με την οικονομική αιμορραγία της χώρας, και δικαίως. Από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι, αναλογικά με τον πληθυσμό και τις οικονομικές της δυνατότητες, από τους μεγαλύτερους αγοραστές όπλων. Για την ακρίβεια, αν δείτε τα σχετικά στοιχεία, θα παρατηρήσετε ότι συχνά συναγωνιζόταν τους «μπάτσους του πλανήτη». Για να είμαστε δίκαιοι, όλες οι κυβερνήσεις ακολούθησαν το «εθνικό δόγμα» στο ζήτημα των εξοπλισμών. Όμως, η Δεξιά εργαλειοποίησε το σχετικό ζήτημα για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, για να «πουλάει» πατριωτισμό. Η Αριστερά, όμως, δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στη σχετική επισήμανση ή στην καταγγελία της διπλωματικής αδυναμίας της Δεξιάς που την υποχρεώνει σε ανταλλαγή διπλωματικής στήριξης με πανάκριβους εξοπλισμούς. Η επιμονή στην πολύπλευρη διπλωματία δύναται σαφώς να γλυτώσει τη χώρα από την οικονομική αιμορραγία, μόνο όμως αν καταστεί σαφές στην κοινωνία ότι θα γινόμασταν άνετα «Δανία του Νότου», αν πληρώναμε για όπλα όσα και η Δανία του Βορρά, δηλαδή ψίχουλα. Και ότι θα ζούσαμε καλύτερα σαν κοινωνία, αν δεν αγοράζαμε πανάκριβα ψεύτικη ασφάλεια από ψεύτικους κινδύνους.
Η παρακμή της Μακεδονίας
Ελλιπώς αναδεδειγμένη είναι η σχέση της δεξιάς πατριδοκαπηλείας με την παρακμή της Μακεδονίας. Αν και, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τονίσει τα οικονομικά οφέλη που θα είχε η Μακεδονία από την εξομάλυνση των σχέσεων με τους βόρειους γείτονές μας, τελικά καταλήξαμε να υπερασπιζόμαστε τη Συμφωνία στη βάση πατριωτικών επιχειρημάτων (ελληνικά αεροπλάνα πάνω από τον εναέριο χώρο της Β. Μακεδονίας, κ.λπ.). Με τέτοια επιχειρήματα, όμως, οι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν πρόκειται να καταλάβουν πώς μπορούν να ξεκολλήσουν από την παρακμή. Γιατί για παρακμή μιλάμε. Η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το συνακόλουθο άνοιγμα των συνόρων, το μακρινό 1990, επέφερε τη φυγή χιλιάδων επιχειρήσεων προς τα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα τον οικονομικό μαρασμό τη περιοχής. Η δε εθνικιστική υστερία που ενέσκηψε με το Μακεδονικό απεμπόλησε τη δυνατότητα να αντισταθμιστούν οι απώλειες με την αναβάθμιση της Θεσσαλονίκης σε εμπορικό κέντρο των Βαλκανίων. Καθώς η Μακεδονία δεν μπορούσε να επωφεληθεί στον ίδιο βαθμό που το έκαναν οι νοτιότερες περιοχές από την εκτόξευση του τουρισμού, η περιοχή σταδιακά μετατράπηκε σε μια καθηλωμένη επαρχία της Ελλάδας. Ο εθνικισμός της Δεξιάς, λοιπόν, ακόμα δεν επιτρέπει στους Μακεδόνες να καταλάβουν ότι η μοναδική τους σωτηρία είναι οι Βορειομακεδόνες, οι λοιποί Βαλκάνιοι και οι τούρκοι πελάτες, τουρίστες, εμπορικοί συνεργάτες. Ο λόγος της οικονομικής τους καθήλωσης είναι ο εθνικισμός και η λύση δεν θα έλθει από μεταβιβάσεις πόρων από τη Νότια Ελλάδα προς τη Βόρεια.
Η έλλειψη εργατών γης
Παντελώς απουσιάζει από το δημόσιο λόγο ένα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής αγροτιάς, η έλλειψη εργατικών χεριών, που η κρίση και η πανδημία γιγάντωσαν. Παρόλες τις εθνικιστικές και ρατσιστικές κορόνες της δεκαετίας του ’90, η ελληνική γεωργία και οικοδομή σώθηκε από την ένταξη στον κοινωνικό ιστό μισού εκατομμυρίου Αλβανών. Από τότε, όμως, πέρασαν 30 χρόνια. Οι Αλβανοί δεν είναι πλέον παλληκαράκια, ενώ τα παιδιά τους είναι καλοί μαθητές και, όπως τα ελληνόπουλα, θέλουν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Η δε κρίση και η πανδημία είχαν ως αποτέλεσμα Αλβανοί που ήταν πλήρως ενσωματωμένοι στον κοινωνικό ιστό να αναζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό. Δηλαδή, βρισκόμαστε ξανά μπροστά στο πρόβλημα που είχαμε το ’90. Τα κόμματα αδιαφορούν για τα αγροτικά προβλήματα, αφού οι αγρότες δεν έχουν φωνή και δεν αποτελούν πλέον εκλογικό ρυθμιστή, ενώ η μεγάλη εισδοχή μεταναστών από το 2015 και μετά αντιμετωπίζεται από τη Δεξιά σαν κίνδυνος (όπως και το ’90). Όταν η απογραφή θα δείξει πλέρια τη δημογραφική γήρανση και συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας, τότε θα γίνει σαφές ότι η Ελλάδα χρειάζεται να ξανακάνει αυτό που έκανε το ’90: να ενσωματώσει εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Είναι ζήτημα «εθνικής» επιβίωσης και η πολιτική της ΝΔ συνιστά ως προς αυτό «αντεθνική» στάση. Για του λόγου το αληθές, οι εκπρόσωποι των αγροτών της Πέλλας και της Ημαθίας (δεξιών περιοχών) ζήτησαν μέσα στην πανδημία από τον ακροδεξιό Βορίδη, όταν ήταν υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, να επιτρέψουν σε 10.000 πρόσφυγες/μετανάστες από τα καμπς να εργαστούν στην περιοχή τους, γιατί τόσα είναι τα κενά σε εργατικά χέρια μόνο σε αυτούς τους δύο νομούς. Η Αριστερά, λοιπόν, πρέπει να υπερασπιστεί την ελληνική οικονομία απέναντι στα οικονομικά πλήγματα που της επιφέρει η δεξιά πατριδοκαπηλεία. Γιατί η τσέπη ενδιαφέρει και αυτούς/ες που αδιαφορούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Πηγή: Η Εποχή