Η βαριά και απρόσμενη ήττα αποδεικνύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του δεν κατανοούσε τι συνέβαινε στην κοινωνία. Δεν θα το κατανοήσουν, αν συνεχίσουν να τρέχουν πίσω από το ρολόι. Και δε θα αφήσουν και τους άλλους να τους μιλήσουν για τα λάθη που πρέπει να διορθωθούν. Και δε θα έρθουν στο δημοκρατικό προσκλητήριο όλοι όσοι/ες θα μπορούσαν, αν δεν ακούσουν δυο λόγια αυτοκριτικής. Ήδη από την εποχή του 19ου αιώνα, που ο Αλέξις ντε Τοκβίλ ανέλυε τη δημοκρατική κοινωνία των ΗΠΑ, γνωρίζουμε πως η μνησικακία είναι το αίσθημα που κυριαρχεί στις τυπικά εξισωτικές κοινωνίες (που κατά τα άλλα είναι γεμάτες κάθε είδους μεγάλες ανισότητες). Επειδή πολιτικά είμαστε ίσοι/ες, δεν αρέσει σε κανέναν να ακούει όλη την ώρα για τις επιτυχίες των άλλων, που όλα καλά τα κάνουν. Έπειτα, στη μεταδημοκρατική εποχή στην οποία ζούμε, οι πολίτες αισθάνονται ότι το μόνο όπλο που τους έμεινε είναι η ψήφος τους και γι αυτό δεν τους αρέσει ακόμα και αυτή να προεξοφλείται και να θεωρείται δεδομένη. Αντιδρούν στην υφαρπαγή της μέσα από εκβιαστικά διλήμματα, και καλά κάνουν. Είναι ένα υγιές δημοκρατικό αντανακλαστικό. Στο εν λόγω λάθος υπέπεσαν τα παλαιά κόμματα μέχρι το 2015, τώρα υπέπεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, στην εποχή της κρίσης αντιπροσώπευσης και της οικονομικής κρίσης, στην οποία ζούμε εδώ και πάνω από μια δεκαετία, οι πολίτες τιμωρούν αδιάκριτα όσους κυβερνώντες επέβαλαν λιτότητα ή απέτυχαν να την αποσοβήσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέφυγε από αυτόν τον κανόνα. Θα ήταν μεγάλο λάθος, λοιπόν, να αποφύγει την ειλικρινή αυτοκριτική μπροστά στον κυρίαρχο λαό (γιατί στην κάλπη αυτός είναι κυρίαρχος, το ξέρει, και είναι πολύ σκληρός απέναντι στους σκληρούς). Το γεγονός, όμως, ότι συχνά τα λάθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σκοτεινή πλευρά των επιτυχιών (και άρα δύσκολα διαχωρίζονται τα μεν από τις δε) δεν μας επιτρέπουν να τα αποδεχθούμε. Σε αυτό το λάθος υπέπεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Επιτυχίες μεν, αλαζονεία δε
Η κυβέρνηση κατάφερε να κρατήσει την κοινωνία όρθια, αν και εφάρμοσε το τρίτο μνημόνιο. Μάλιστα αυτό το κατάφερε ενάντια στις ισχυρές πιέσεις της τρόικας εξωτερικού και εσωτερικού, αλλά και ενάντια στις προβλέψεις της κοινωνίας. Σταθεροποίησε την οικονομική κατάσταση, η οποία μάλιστα άρχισε να παίρνει την ανιούσα. Έδιωξε τη μόνιμη ανησυχία για τους κινδύνους που προέρχονταν από τα ασθενή και ασταθή δημοσιοοικονομικά της χώρας. Επέστρεφε την υπερ-απόδοση της οικονομίας στους πολίτες, όχι σε αυτούς που την παρήγαγαν, αλλά στους ασθενέστερους. Χάρη σε όλα αυτά δεν επήλθε πασοκοποίηση. Όλα αυτά, όμως, γέννησαν και μια διάθεση αυτοδικαίωσης (ειδικά από την πλευρά του πρωθυπουργού). Η εξαλλοσύνη της αντιπολίτευσης, η μη αναγνώριση όλων αυτών των θετικών, παρέσυρε την κυβέρνηση σε μια βεντέτα, την οποία πίστεψε πως θα κερδίσει, ξεχνώντας πως ο λαός είναι ο κριτής, και όχι τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η διάθεση υπεράσπισης εξελίχθηκε σε συνεχή και επίμονη αυτοδικαιολόγηση, ακόμα και των εμφανών αστοχιών, προκειμένου να μη δώσει λαβές στην αντιπολίτευση. Έτσι, βλέπαμε για πολύ καιρό έναν πρωθυπουργό που εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους statesmen στην Ευρώπη να μοιάζει πότε πότε με τους εγχώριους προκατόχους του.
Ταξική πολιτική για τους φτωχούς, όχι όμως για τα φτωχοποιημένα μεσαία στρώματα
Οι αριθμοί ευημερούν, όμως οι πολίτες αναμένουν, γιατί υπάρχει πάντα μία χρονοκαθυστέρηση. Και αυτό η κυβέρνηση το υποτίμησε. Όταν αφίσταται η κυβερνητική ρητορεία από το καθημερινό βίωμα των πολιτών, αυτό είναι ύβρις. Είναι αλήθεια ότι όλες οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ συνέκλιναν στο εξής: προστασία των πιο ευάλωτων, των φτωχών, όσων βγάζουν μέχρι ένα χιλιάρικο. Αυτό είναι πράγματι ταξική μεροληψία. Η αιτιολογία σωστά εστίαζε στην υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής και στην ανάγκη ενίσχυσης της κατανάλωσης. Απουσίαζε, όμως, μια εύρωστη ιδεολογική αφήγηση για το μεγαλείο της αλληλεγγύης, το «όλοι μαζί είναι καλύτερα». Δεν αναγνωρίστηκαν επαρκώς οι θυσίες όσων έπαιρναν πάνω από ένα χιλιάρικο το μήνα, ώστε να στηριχθούν οι ασθενέστεροι. Δεν εξηγήθηκε ότι «τώρα είναι η σειρά όσων παράγουν». Αντί να καταργηθεί η προκαταβολή του επόμενου χρόνου στους ελεύθερους επαγγελματίες, η κυβέρνηση επέμενε στη στήριξη ηλικιωμένων καταναλωτών.
Προοδευτική Συμμαχία μεν, αποριζοσπαστικοποίηση δε
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να διεμβολίσει το Κέντρο και να αποκτήσει πρόσβαση στους μεσόκοπους και ηλικιωμένους κεντρώους, πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, άνοιξε τις πόρτες σε μη συμπαθή στελέχη του παλαιού πολιτικού συστήματος. Για να κρατηθεί στην κυβέρνηση και να φέρει τα μέτρα ανακούφισης, έκανε μεταγραφές βουλευτών. Για να μαζέψει ψήφους στο πλαίσιο δημοκρατικής πανστρατιάς στις ευρωεκλογές, έφερε και celebrities. Μαζεύτηκαν πολλά που έκαναν το ΣΥΡΙΖΑ να μη διαφέρει πλέον από άλλα κυβερνητικά κόμματα του παρελθόντος. Μπορεί οι λόγοι να ήταν ευγενείς. Κανείς δεν λέει πως μόνο με την Αριστερά μπορείς να κυβερνήσεις. Η Ελλάδα είναι μια γερασμένη χώρα, η πολιτική κουλτούρα και ταυτότητα όσων ψήφιζαν «το ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο» ψαλιδίζει τα περιθώρια του ριζοσπαστισμού, η επιθετικότητα και η ακροδεξιά μετάλλαξη της Ν.Δ. δεν επιτρέπουν τον παραμερισμό των συμβολικών αναφορών του αντιδεξιού και αντιφασιστικού μετώπου.
Όμως, χωρίς τους νέους δεν υπάρχει Αριστερά και δεν υπάρχει νίκη. Και οι νέοι είναι μια διαφορετική κοινωνική κατηγορία, στην οποία δεν μπορείς να απευθύνεσαι με παρωχημένους ρητορικούς τρόπους, για αμυντικούς ή μίζερους στόχους. Οι νέοι δεν ψηφίζουν νοικοκύρη, καλό διαχειριστή, στηρίζουν το ριζοσπάστη που θα ανοίξει τα κοινωνικά συστήματα και τα μυαλά και θα τους ανοίξει το δρόμο, ψηφίζουν τον ξεχωριστό, όχι «μια από τα ίδια». Οι νέοι αναζητούν θετική ταυτότητα, ιδεολογία. Όλοι και όλες λένε: «θέλουμε ένα λόγο για να παλέψουμε, όπως στο Δημοψήφισμα». Δεν θέλουν έναν νέο Αντρέα Παπανδρέου, απεχθάνονται πλέον τους σωτήρες. Οι νέοι θέλουν ν’ ακούσουν για το μέλλον, γιατί έχουν μέλλον. Πώς θα είναι το μέλλον μας; Θα είναι ωραία να ζεις στην Ελλάδα από δω και πέρα; Τι σπουδαίο μπορούμε να πετύχουμε, ώστε να είμαστε περήφανοι/ες;
Η πλειοψηφία δεν θέλει να την κυβερνά η φαμίλια Μητσοτάκη, οι βαρόνοι των ΜΜΕ, και οι ακροδεξιοί. Όμως, ο «μπαμπούλας» της Ν.Δ. είναι ένας μη νικηφόρος ετεροπροσδιορισμός. Για ένα νέο Δημοψήφισμα, μια πανστρατιά από την κεντροδεξιά μέχρι την αντιεξουσία, χρειάζεται επανα-ριζοσπαστικοποίηση, χρειάζεται ένας αγώνας για τις ιδέες και τις αξίες μας, για τα όνειρά μας, μια έξοδος του Μεσολογγίου απέναντι στη σαλβινική Δεξιά που μας υπόσχεται «μάγισσες, μιζέρια, μίσος».
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Η Αυγή