Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Η μουσική και η συγκρότηση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, το παράδειγμα του Μίκη

Η μουσική βοηθά στη δημιουργία, τη συνάρθρωση και την έκφραση της αμφισβήτησης, της κινηματικής δράσης, της πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης. Η στρατηγική αυτή χρήση της μουσικής βρίσκει στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη έναν από τους κορυφαίους εφαρμοστές της παγκοσμίως. Το παράδειγμά του, όμως, ζητά επειγόντως μιμητές.

Μία από τις θεωρίες του 20ού αιώνα σχετικά με τα αίτια της εξέγερσης, που ωστόσο συναντάται και στον Αριστοτέλη, ερμηνεύει την αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης με βάση τη δυσαρμονία μεταξύ των θέσεων που κατέχουν οι άνθρωποι. Όταν, για παράδειγμα, πολίτες κατέχουν καλύτερη θέση στην οικονομία από ό,τι στην πολιτική, είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσουν συγκρουσιακά να αποκτήσουν αντίστοιχη θέση και στην πολιτική. Φυσικά, πρόκειται για μια μερική θεωρία που εστιάζει μόνο σε έναν παράγοντα, τη στιγμή που τα φαινόμενα των πολιτικών συγκρούσεων είναι σαφώς πιο πολύπλοκα. Ωστόσο, όμως, μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το διάβημα του Μίκη. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, και πρόωρα πολιτικοποιημένος, επιχείρησε να εξυψώσει πολιτιστικά το λαό, δίνοντάς του εξέχουσα θέση στη μουσική του (με τη βοήθεια φυσικά της ποίησης). Από το ύψος που προσπάθησε να τον υψώσει ο Μίκης, ο ελληνικός λαός ήταν δύσκολο να ανεχθεί πλέον την πολιτικά υποδεέστερη θέση του. Ο Μίκης μετέτρεψε αυτή τη θέση σε ύβρη που ζητούσε νέμεση και κάθαρση. Και το μήνυμά του ήταν ξεκάθαρο: «μεγάλε λαέ, πως ανέχεσαι τον εξευτελισμό σου;»

Η μουσική συναρθρώνει την αντιπολίτευση

Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες έχουν κατά νου πιθανότατα τη θεωρία του λαϊκισμού, σύμφωνα με την οποία η έννοια του λαού κατασκευάζεται μέσω μιας αλυσίδας ισοδυναμίας διαφορετικών δρώντων και μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ όλων αυτών και των ελίτ. Η επιτυχία της λαϊκιστικής στρατηγικής έγκειται στην ικανότητά της αφενός να αποδυναμώσει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων κομματιών του λαού, αφετέρου να δημιουργεί ή ενισχύει τη διαχωριστική γραμμή τους με τις ελίτ. Ο Μίκης κατανόησε πλέρια ότι η μουσική μπορούσε να παίξει αυτό ακριβώς το ρόλο. Και σε κάθε περίπτωση τον έπαιξε, καθώς η εξωλεκτική γλώσσα της μουσικής αδρανοποίησε τις διαφωνίες μεταξύ των «φυλών» της δημοκρατικής παράταξης και η ποίηση των τραγουδιών του λειτούργησε ως χωνευτήρι των διαφορετικών οπτικών και απόψεων. Έκτοτε, η συγκρότηση του λαού ως μετωνυμία της δημοκρατικής παράταξης έφερε και τη σφραγίδα του Μίκη, η μουσική του οποίου αποτέλεσε τρόπο επικοινωνίας και σημάδι αναγνώρισης μεταξύ όλων των δημοκρατών.

Η μουσική εκφράζει την αντιπολίτευση

Μερικά βασικά συμπεράσματα από τη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων είναι α) ότι η μουσική κάνει την κινηματική δράση πιο ελκυστική, καθώς δημιουργεί μια εστία προσοχής, β) ότι ενεργοποιεί ταυτότητες και συναισθήματα, απαραίτητες προϋποθέσεις της κινηματικής δράσης, γ) ότι η ακρόαση της (πολιτικής) μουσικής είναι η ίδια πράξη πολιτική. Η μουσική του Μίκη εξέφρασε το δημοκρατικό κίνημα με όλους αυτούς τους τρόπους: Α) Στις συναυλίες του κατά την προδικτατορική περίοδο συμμετείχε κόσμος που δυσκολευόταν να συμμετάσχει στις αμιγώς πολιτικές εκδηλώσεις του αριστερού/δημοκρατικού κινήματος. Η συμμετοχή του αυτή όμως δεν ήταν χωρίς σημασία, καθώς ο κόσμος αυτός ήξερε τις πολιτικές πεποιθήσεις του Μίκη και φυσικά άκουγε τους στίχους των τραγουδιών. Δήλωνε δηλαδή την αντίθεσή του στα κακώς κείμενα με νομιμοποιημένο τρόπο, χωρίς να κινδυνεύει. Β) Οι προδικτατορικές συναυλίες του Μίκη βοήθησαν καίρια στο να «ξεφοβηθεί» ο δημοκρατικός κόσμος, να εμψυχωθεί, να κατακλυστεί από ενθουσιασμό. Οι δε μεταδικτατορικές του συναυλίες ενεργοποιούσαν την ταυτότητα του δημοκρατικού πολίτη και λειτουργούσαν σαν προσκλητήριο σάλπισμα και σαν τόπος συνάντησης όλης της δημοκρατικής παράταξης. Γ) Τόσο πριν όσο και μετά τη χούντα, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, η ακρόαση των τραγουδιών του Μίκη ήταν πράξη αντίστασης.

Η στρατηγική χρήση της μουσικής σήμερα

Η μουσική, λοιπόν, έχει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία, τη συνάρθρωση και την έκφραση της αντιπολίτευσης και σήμερα. Η μουσική του Μίκη φυσικά ακόμα συνεγείρει τη μνήμη των μεγαλυτέρων και λειτουργεί ως γενεακή έγκλιση. Οι νεότεροι ακούνε τους δικούς τους πολιτογραφημένους στο κίνημα μουσικούς (π.χ. Αγγελάκας, Θ. Παπακωνσταντίνου, Μάλαμας, Χαΐνηδες, Δεληβοριάς, κ.ά.), ενώ ολόκληρα μουσικά είδη γαλουχούν τους νέους στην πολιτική αμφισβήτηση (πχ. πανκ, χιπ-χοπ). Τα φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών και οι συναυλίες αλληλεγγύης δημιούργησαν ευρύτατα καλλιτεχνικο-πολιτικά δίκτυα που προσφέρουν εδώ και δεκαετίες καλλιτεχνικά συμβάντα – ευκαιρίες συνάντησης της ελληνικής Αριστεράς. Χάρη σε αυτές τις συμπράξεις τα αριστερόστροφα κινήματα της χώρας μας είναι σε θέση να κρατούν ένα πλήθος ανθρώπων σε κινηματική εγρήγορση, καθιστώντας συν τοις άλλοις τον φασισμό μη δημοφιλή, κυριαρχώντας κατ’ επέκταση στον δημόσιο χώρο της αμφισβήτησης. Όμως, και πάλι οι μουσικές αυτές (προσέξετε τη διολίσθηση στον πληθυντικό) εκφράζουν διαφορετικά κοινά με μικρότερη αλληλοεπικάλυψη σε σχέση με το παρελθόν. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι στις διαδηλώσεις και στις συγκεντρώσεις ξεχωρίζεις τους οργανωτές από τη μουσική που παίζουν (τραγούδια της Μεταπολίτευσης και της ήττας οι παραδοσιακοί κομμουνιστές και οι συνδικαλιστές, ροκ και χιπ-χοπ οι της ριζοσπαστικής Αριστεράς και οι αντιεξουσιαστές).

Κανείς δεν περιμένει φυσικά να περιοριστεί ο μουσικός πλουραλισμός ή να συναντηθούν τα μουσικά γούστα μιας όλο και πιο κατακερματισμένης κοινωνίας. Εκείνο που είναι εφικτό και επείγον, όμως, είναι να βρει η διάχυτη αντίθεση στην προϊούσα παρακμή της κοινωνίας μας τη συναισθηματική της έκφραση, ώστε αυτή να μετατραπεί σε ένα κοινό όνειρο. Όταν τα λόγια είναι φτώχια, η μουσική είναι πλούτος. Και το λιγότερο που έχει να κάνει η καθ’ ημάς Αριστερά είναι να κατανοήσει ότι η χρονίζουσα κοινωνική αγωνία αποζητά μια λύτρωση και όχι μια ταυτοτική επιβεβαίωση. Δηλαδή, σε μουσικό επίπεδο, εκείνο που υπηρέτησε η Carmina Burana πριν 40 χρόνια δεν μπορεί να το υπηρετήσει τώρα το Bella Ciao. Η απεύθυνση στο λαό χρειάζεται άλλη μουσική στρατηγική (έστω επένδυση).

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Πηγή: Η Εποχή