Παρακολουθώ τη συζήτηση και τα σχόλια στην καθ’ ημάς Αριστερά για την επικείμενη επιστροφή του Τσίπρα και θεωρώ ότι πλεονάζουν οι συναισθηματικές αντιδράσεις ένθεν κακείθεν. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ψυχραιμία στις αναλύσεις μας. Τόσο για να αποτιμήσουμε την πορεία του Τσίπρα μέχρι τώρα όσο και για να τοποθετηθούμε απέναντι στα δεδομένα που μπορεί να δημιουργήσει η επάνοδός του, ειδικά στο τιμόνι ενός νέου κόμματος.
Θα προσπαθήσω να κάνω μια ισορροπημένη και σύντομη –αν και αναπόφευκτα ελλιπή λόγω χώρου– αποτίμηση του ρόλου του. Θετικές όψεις: 1) Έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη μετεωρική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο ως νέο πρόσωπο που εξέφραζε ό,τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή και ό,τι κόμιζε η καθ’ ημάς Αριστερά, όσο και με την πρωτοβουλία του να ζητήσει το 2012 «ψήφο εξουσίας». 2) Πιστώνεται ως επικεφαλής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μια έντιμη διαχείριση στον αντίποδα της παραδοσιακής διαφθοράς και ρεμούλας –και εξακολουθεί να σηματοδοτεί το αντίπαλο δέος στον διεφθαρμένο Μητσοτάκη ως προς αυτό. 3) Είναι από τους καλύτερους κοινοβουλευτικούς ρήτορες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας την ίδια στιγμή που διατηρούσε καλή σχέση με το λαϊκό κόσμο. Αρνητικές όψεις: 1) Εγκατέλειψε τον μαχητικό αντινεοφιλελευθερισμό που καταξίωσε τον ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησε ένα θολό πολιτικό μήνυμα, γεγονός που στέρησε το κόμμα του από το στρατηγικό στόχο στο όνομα της τακτικής. 2) Είναι παροιμιώδεις οι αποτυχίες του στην επιλογή προσώπων. 3) Υιοθέτησε ένα μοντέλο κόμματος και έναν τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας που κυριολεκτικά κατέστρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως επιτρέποντας την ανάδειξη Κασσελάκη. Δεν αναφέρομαι σε αποτυχίες και επιτυχίες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, γιατί εδώ με ενδιαφέρει να ξεχωρίσω χαρακτηριστικά του Τσίπρα που τον ακολουθούν μέχρι σήμερα: πολιτικό αισθητήριο, εντιμότητα, ρητορική δεινότητα, από τη μία, θολό πολιτικό μήνυμα, ανικανότητα επιλογής προσώπων, διαλυτικός αρχηγισμός, από την άλλη.
Όποιος/α δεν βλέπει τα πρώτα δεν κατανοεί γιατί ο Τσίπρας μπορεί να λογίζεται –δικαίως ή αδίκωςυποψήφιος πρωθυπουργός, ενώ οι υπόλοιποι εν ενεργεία πολιτικοί αρχηγοί του αριστερού ημισφαιρίου δεν μπορούν καν να θέσουν υποψηφιότητα. Και αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί: Στην εποχή της οξυμμένης κρίσης εκπροσώπησης, της κρίσης των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών και της μιντιοποίησης της πολιτικής, τα πρόσωπα παίζουν ρόλο. Σε αυτό το πλαίσιο, όση σημασία έχουν οι προγραμματικές θέσεις άλλη τόση έχει το αν υπάρχει υποψήφιος πρωθυπουργός. Αλλά και όποιος/α δεν βλέπει τα δεύτερα δεν κατανοεί γιατί ο Τσίπρας δυσκολεύεται να υπερβεί τη μειωμένη αποδοχή που είχε όταν αποχώρησε, ακόμα και απέναντι σε έναν πρωθυπουργό, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που στέκεται μόνο με την υποστήριξη ενός ολόκληρου συστήματος που αδυνατεί πλέον να συγκαλύπτει τη διαφθορά, να δικαιολογεί την ανικανότητα και να υπερασπίζεται μια πολιτική επιδεικτικά μεροληπτική υπέρ των ευκατάστατων στρωμάτων.
Κανείς και καμιά δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν ο Τσίπρας θα κάνει μια επιτυχημένη επάνοδο ως υποψήφιος πρωθυπουργός ή αν θα περιοριστεί στην ηγεσία ενός ακόμα αρχηγικού μικρομεσαίου κόμματος του οποίου ο αρχηγός επιδιώκει εμμονικά τη δικαίωση. Αν η πολιτική ρευστότητα θα ευνοήσει τον Τσίπρα ή αν θα τον καταπιεί. Αν ευρέα κοινωνικά στρώματα προσβλέπουν σε αυτόν προκειμένου να απαλλαγούν από τον Μητσοτάκη ή αν θα ήθελαν εξίσου να απαλλαγούν και από τον Τσίπρα. Αν θα περιοριστούν στην επάνοδο ενός παλιού προσώπου ή αν θα εξακολουθήσουν να αναζητούν –έστω και στα τυφλά– ένα νέο πρόσωπο. Αν δύο χρόνια είναι σχετικά μικρός χρόνος για την ολική επαναφορά ή αν στην εποχή της ταχύτητας (και της λήθης;) και των χαοτικών αλλαγών (τέτοιες δεν έφεραν πίσω τον Βενιζέλο και τον Καραμανλή;) είναι εφικτό να επιστρέψει ένας πολιτικός ως εγγυητής μιας πιο σταθερής πορείας. Αν ο Τσίπρας έβγαλε συμπεράσματα που θα τον βοηθήσουν να αποφύγει λάθη που έκανε ή αν θα επιβεβαιώσει ότι μπορεί να είναι «πολιτικό ζώο» αλλά εξακολουθεί να εμπιστεύεται υπερβολικά τον εαυτό του και να μην ακούει κανέναν.
Για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρος: ότι ο Τσίπρας δεν θα επιστρέψει ως εκφραστής μιας δικαίως μαινόμενης κοινωνίας, αλλά ως συστημικός παίχτης. «Σιγά το συμπέρασμα», θα μου πείτε. Περιμένετε, κοντεύουμε. Όταν το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία, σε πιο ευνοϊκές συνθήκες, ύστερα από την πρόσκρουση στα βράχια της πραγματικότητας, έπρεπε να αποφασίσει ποια θα είναι η δύναμη στην οποία θα βασίζεται για να κατισχύσει: στον λαό ή στο σύστημα; Και επέλεξε: χωρίς να πάψει να είναι λαϊκό κόμμα, έγινε μέρος του συστήματος. Ύστερα από την πρόσκρουση του ΣΥΡΙΖΑ στη μνημονιακή πραγματικότητα, ο Τσίπρας έκανε μια διαφορετική επιλογή: και τη σχέση με τη λαϊκή βάση απεμπόλησε και με το σύστημα δεν πήγε. Αν είχε παραμείνει ο μαχητικός αντινεοφιλελεύθερος που ήταν –ακόμα και μετά την έξοδο από τα μνημόνια– ή αν είχε προσεταιριστεί ένα μέρος του συστήματος, κατά τη γνώμη μου, θα είχε διασωθεί –το λέω αξιολογικά ουδέτερα. Το συμπέρασμα που έβγαλε, λοιπόν, πάλι κατά τη γνώμη μου, είναι ότι μόνο ως συστημικός παίχτης μπορεί να επανέλθει. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό που δικαιώνει τους επικριτές του (διαζύγιο με την Αριστερά). Υπάρχει και κάτι που θα έπρεπε να προβληματίζει και αυτούς/ές: Η κοινωνία δοκίμασε με την Αριστερά στην επίθεση και η Αριστερά δεν μπόρεσε να τα βάλει με το σύστημα, διεθνές και εγχώριο. Προς τι λοιπόν μια επανάληψη; Λογικό το ερώτημα. It is power, stupid! Το ζήτημα της ισχύος πρέπει να απασχολήσει όλους/ες ημάς που βλέπουμε την πολιτική μόνο μέσα από το πρίσμα της ηγεμονίας.