Οι αγροτικές κινητοποιήσεις συνεχίζονται σε Ελλάδα και Ευρώπη και αυτό είναι καλό. Είναι πάντα μια καλή ευκαιρία, πέρα από τις τρέχουσες διεκδικήσεις, να συζητήσουμε για το μέλλον μας ως κοινωνίες που καλούμαστε να αλλάξουμε τρόπο ζωής, παραγωγής και κατανάλωσης, για να σώσουμε το κοινό μας σπίτι. Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση δεν μπορεί να περιορίζεται στις ρυθμίσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (και ειδικά με όρους εθνικού συμφέροντος και μεριδίου στις επιδοτήσεις) ή στο αφορολόγητο αγροτικό πετρέλαιο.
Τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου είναι απείρως μεγαλύτερα, γι’ αυτό η εστίαση στα παραπάνω είναι το λιγότερο παραπλανητική. Αν και δικαίως η προσοχή μας πέφτει στα αιτήματα των πληγέντων Θεσσαλών, στην ανάγκη αποκατάστασης των ζημιών και ενίσχυσης των αγροτών, ώστε να επανέλθουν πλήρως στην επαγγελματική τους δραστηριότητα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αδυναμία αναπαραγωγής της αγροτικής τάξης σχετίζεται με μακροδομικά προβλήματα που αναζητούν μακρόπνοα σχέδια. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό των αγροτών που είναι κάτω των 45 ετών το 2003 ήταν 22,67%, ενώ το 2016 ήταν 15,29%. Σε απόλυτους αριθμούς δε, οι αγρότες κάτω των 45 μειώθηκαν από 186.824 σε 104.635. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την έλλειψη αγρεργατών, δεν επιφυλάσσουν τίποτα καλό για την κοινωνία μας. Είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να αλλάξουν επάγγελμα και να γίνουν αγρότες, ενώ και τα παιδιά των αγροτών ακολουθούν το επάγγελμα των γονιών τους σε μικρά ποσοστά. Για τις γυναίκες είναι ακόμα πιο δύσκολη μια τέτοια επιλογή. Σε κρίσιμο βαθμό ο αγροτικός κόσμος είναι αντρικός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πόσο ελκυστικός μπορεί να είναι για νέες και σύγχρονες γυναίκες.
Όσο και να προσπαθούν κυρίως οι νέοι αγρότες να εισάγουν νέες μεθόδους καλλιέργειας ή να επιδιώκουν να τυποποιούν και να εμπορεύονται μόνοι τους τα προϊόντα τους, είμαστε πολύ μακριά από το να κάνουμε ένα άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά. Τι θα μπορούσαμε, όμως, να κάνουμε ώστε να βελτιώσουμε τις επαγγελματικές και οικονομικές προοπτικές του αγροτικού κόσμου, κάτι που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει η αγροτική τάξη να αναπαραχθεί και να μη διαταραχθεί η διατροφική μας ασφάλεια σε συνθήκες κλιματικού πολέμου;
Μικρός κλήρος και συνεταιρισμοί
Ο μικρός μέσος κλήρος ανέκαθεν επηρέαζε αρνητικά το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα, γι’ αυτό και οι αγρότες στην πλειοψηφία τους έσπρωχναν παραδοσιακά τα παιδιά τους να φύγουν και να κάνουν κάτι καλύτερο στη ζωή τους, βασικά μέσω της εκπαίδευσης. Το πρόβλημα της μικροϊδιοκτησίας θα μπορούσε να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, αν οι συνεταιρισμοί είχαν καλύτερη τύχη στη χώρα μας. Ούτε το γεγονός ότι η ώθηση ήρθε από πάνω την εποχή του Βενιζέλου βοήθησε, ούτε ότι οι συνεταιρισμοί αντιμετώπισαν εχθρότητα και καταστολή από τις κυβερνήσεις και τα καθεστώτα της Δεξιάς, ούτε ότι αλώθηκε κομματικά την περίοδο του ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, και το μικροαστικό πνεύμα των αγροτών δεν βοηθούσε ιδιαίτερα. Δεν λείπουν, όμως, και οι πετυχημένοι συνεταιρισμοί, ενώ η διεθνής ιστορία τους από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα υπόσχεται ακόμα μεγαλύτερα πράγματα. Καλά είναι τα ατομικά όνειρα, αλλά η συσσώρευση γης και η μεταποίηση/εμπορία απαιτούν κεφάλαια που συνήθως λείπουν από τους μεμονωμένους αγρότες. Επομένως, ελπίζουμε οι νέοι τουλάχιστον αγρότες να εμπιστευτούν περισσότερο τις δυνατότητες της συνεργασίας.
Μεσάζοντες και prosumer networks
Σε τι θα βοηθούσε, όμως, η συνεταιριστική οργάνωση; Στο πλέον βασικό: στην αύξηση του ποσοστού του κέρδους που καρπώνονται οι παραγωγοί. Όχι μόνο λόγω αύξησης της διαπραγματευτικής δυνατότητας των αγροτών απέναντι στους εμπόρους (αυτό ήδη υπάρχει), αλλά λόγω της δυνατότητας που δίνει για παράκαμψη των μεσαζόντων και απευθείας διάθεση του αγροτικού προϊόντος στην αγορά. Διότι οι κάθε λογής μεσάζοντες καρπώνονται πάντα το μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής που φτάνει στον καταναλωτή, που τις περισσότερες φορές αυτό είναι πολλαπλάσιο της τιμής που παίρνει ο παραγωγός. Ένα μικρό παράδειγμα για το πώς θα μπορούσε η διανομή του προϊόντος να λειτουργήσει με καλύτερους όρους για παραγωγούς και καταναλωτές είδαμε στα χρόνια της κρίσης με τα «χωρίς μεσάζοντες». Στο πλαίσιο αυτό, ένα ακόμα καίριο βήμα θα ήταν και η δημιουργία και θεσμοθέτηση των prosumer networks, των δικτύων που φέρνουν σε απευθείας επαφή παραγωγούς και καταναλωτές. Μιλάμε φυσικά για κάτι που ξεπερνά τα όρια του σημερινού θεσμού της λαϊκής. Στον αντίποδα της κρατικής καμπάνιας «μην παίρνεις (καλό) λάδι από ανθρώπους που εμπιστεύεσαι, πάρε λάδι (που είναι χάλια) από τις εταιρείες που δεν μπορείς να ελέγξεις».
Οικολογική προσαρμογή
Φυσικά, η επαγγελματική και οικονομική προοπτική της αγροτικής τάξης πρέπει να εξασφαλιστεί εντός του πλαισίου αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Δηλαδή, πρέπει να επιδιωχθεί αύξηση εισοδήματος χωρίς αύξηση οικολογικού αποτυπώματος. Θεσμοθετώντας κανόνες για μέγιστη απόσταση μεταξύ τόπου παραγωγής και κατανάλωσης των προϊόντων ή συνδέοντας την άδεια λειτουργίας των επιχειρήσεων τουρισμού και εστίασης με την προμήθεια ενός ποσοστού πρώτων υλών από τους τοπικούς παραγωγούς, μέτρα που θα τόνωναν περαιτέρω το εισόδημα των τελευταίων. Ή εισάγοντας νέες καλλιέργειες, όπως η κάνναβη, η καλλιέργεια της οποίας μέχρι τώρα έχει τόσους περιορισμούς που δεν επιτρέπουν στους μικρούς παραγωγούς να επωφεληθούν από την αναδυόμενη παγκόσμια αγορά της βιομηχανικής και φαρμακευτικής κάνναβης. Αυτό το φυτό που χρησιμοποιείται ολόκληρο και ταιριάζει στο κλίμα της χώρας, θα μπορούσε να γίνει ό,τι ήταν για την ελληνική μικροϊδιοκτησία κάποτε η σταφίδα ή ο καπνός.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.