Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Γεωργία, επαρχία, τουρισμός, τηλεργασία

Οι διακοπές είναι μία ευκαιρία (η μοναδική για κάποιους/ες) να περάσουν λίγες μέρες στην επαρχία, να δουν σε τι κατάσταση είναι, να διαπιστώσουν την εγκατάλειψη της υπαίθρου, να σκεφτούν την εξάρτησή της από τον τουρισμό, να αναρωτηθούν για το μέλλον της αγροτικής παραγωγής.

Μεγαλωμένος σε χωριό, από αγροτική οικογένεια, αναλογίζομαι τον «μεγάλο μετασχηματισμό» με όρους ιστορικούς και κοινωνιολογικούς. Στη μεταπολεμική Ελλάδα η σχετική πλειοψηφία του πληθυσμού ασχολούνταν με τη γεωργία, ενώ τώρα το ίδιο ποσοστό δεν υπερβαίνει το 10%. Ποτέ, βέβαια, η εξαφάνιση των αγροτών δεν απασχόλησε τον δημόσιο διάλογο, αν και συνιστά τη μεγαλύτερη αλλαγή που επήλθε στο ελληνικό κοινωνικό σώμα μετά τον ερχομό των μικρασιατών προσφύγων. Η συζήτηση πάντα στρεφόταν στη δυναμική συσσώρευσης, που ποτέ δεν αναπτύχθηκε τελικά, και στον εξωστρεφή εμπορικό προσανατολισμό. Αντ’ αυτών, τόσο οικονομικοί, όσο και μη οικονομικοί, παράγοντες συνέχισαν να εκκαθαρίζουν την ελληνική γεωργία. Όλο και περισσότεροι ντόπιοι στέφονταν στον τουρισμό, ενώ οι σύγχρονες επιθυμίες και ανάγκες (κυρίως των παιδιών και των γυναικών) οδηγούσαν τις οικογένειες από τα χωριά και τις κωμοπόλεις στις πρωτεύουσες των νομών ή σε άλλες πόλεις. Ελάχιστα μας έχει απασχολήσει, επίσης, πως τα τελευταία 30 χρόνια οι πρωτεύουσες των νομών απέκτησαν υπολογίσιμο μέγεθος σε βάρος των γύρω και των μακρινών χωριών.

Συχνά ακούγεται ότι αν υπήρχαν υποδομές στα χωριά, θα μπορούσαν να επιστρέψουν κάποιοι άνθρωποι. Δεν λέμε να καταλάβουμε πως οι άνθρωποι πάνε όπου είναι άλλοι άνθρωποι και όπου έχει νόημα η ζωή τους. Δεν θέλουν να ζουν στην απομόνωση, κοινωνική και πολιτιστική. Δεν είναι οι διοικητικές υπηρεσίες ή οι οικονομικές προοπτικές που θα τους κρατήσουν ή θα τους επαναφέρουν στην επαρχία. Είναι μια διπλή κίνηση: αφενός, η διατήρηση της επαφής με τον σύγχρονο κόσμο, χωρίς τους περιορισμούς και το συντηρητισμό της επαρχίας, και, αφετέρου, μια κοινωνική ζωή γεμάτη νόημα. Οι άνθρωποι διεκδικούν έναν τρόπο ζωής, όχι μόνο το οικονομικό όφελος.

Τουρισμός, τηλεργασία

Αναρωτιούνται πολλοί και πολλές συνεχώς γιατί τα παιδιά τους προτιμούν να δουλεύουν υπάλληλοι στον τουρισμό, αντί να έχουν τη δική τους αγροτική ή παρόμοια εκμετάλλευση. Το ερώτημα, φυσικά, τίθεται με οικονομικούς όρους, παραγνωρίζοντας πλήρως ότι οι άνθρωποι δεν είναι απλώς homo economicus. Η αλήθεια είναι πως προτιμούν τον τουρισμό γιατί συνεπάγεται επαφή με κόσμο, σύγχρονα πολιτιστικά περιβάλλοντα, ιδέες, καταναλωτικές συνήθειες, κ.λπ. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι μορφώθηκαν, ταξίδεψαν, βγήκαν από τη πολιτιστική αποστέρησή τους και επιθυμούν να βρίσκονται κοντά στις εξελίξεις (όπως και αν τις εννοούν και όση σημασία κι αν αυτές έχουν), «το πουλί πέταξε». Δεν πρόκειται να επιστρέψουν σε περιβάλλοντα περιοριστικά, αποστερημένα, αποκομμένα. Δεν θα αναμειχθούν εκ νέου πληθυσμοί με τελείως άλλες προσλαμβάνουσες, που μιλάνε και καταλαβαίνουν άλλες γλώσσες. Οι νεότεροι θα επιστρέψουν μόνο όταν θα έχει φύγει η παλιά γενιά και όταν θα μπορούν να επιστρέψουν με σύγχρονους όρους.

Ένας τρόπος, λοιπόν, να απασχολήσει στα σοβαρά η γεωργία τους νεότερους και τις νεότερες είναι η σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τον τουρισμό. Φυσικά, δεν υποτιμώ την ενασχόληση των νέων με νέες εμπορεύσιμες καλλιέργειες, με επιστημονικές μεθόδους, με διαφημιστικές και εμπορικές μέριμνες, με δικτυώσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό, που τους δίνουν την αίσθηση (που είναι και πραγματικότητα) ότι συμμετέχουν σε μια δυναμική οικονομία στην αιχμή της εποχής, πολύ μακριά από την «καθυστέρηση» του να παράγεις συμβατικά προϊόντα, με συμβατικά μέσα, και να τα πουλάς σε έναν χοντρέμπορα που σε εκμεταλλεύεται «χοντρά». Ισχυρίζομαι, όμως, πως οι μέριμνες, οι πειθαρχίες και τα κόστη για κάτι τέτοιο, σε συνθήκες μάλιστα μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και ανάγκης μείωσης του οικολογικού αποτυπώματος (δηλαδή ανάγκης να καταναλώνονται τα προϊόντα κοντά στον τόπο παραγωγής τους και όχι στην άλλη άκρη της ηπείρου ή του πλανήτη), δεν επιτρέπουν την έγκαιρη αντιστροφή της απομείωσης του πληθυσμού της υπαίθρου. Οι μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όμως, είναι υπαρκτές. Όπως είναι και οι τουριστικές εκμεταλλεύσεις και οι ανάγκες τους σε προμήθειες. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε άμεσα είναι να τις συνδέσουμε. Με νόμους περί προμηθειών και καμπάνιες περί ενίσχυσης της τοπικής παραγωγής. Οι τοπικοί παραγωγοί πρέπει να προμηθεύουν τα τοπικά ξενοδοχεία, κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί και την ταυτότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Αν πάλι δεν θεωρούμε εφικτό να πείσουμε ή να υποχρεώσουμε τους επιχειρηματίες του τουρισμού να προμηθεύονται μεγάλο μέρος των προμηθειών τους από τους τοπικούς παραγωγούς για λόγους στήριξης της εθνικής οικονομίας και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ας μη φαντασιωνόμαστε «απεξάρτηση από τον τουρισμό» και «αποκέντρωση». Δεν είναι για τα κυβικά μας.

Αποκέντρωση, έπειτα, δεν μπορεί να γίνει χωρίς τηλεργασία. Αν δεν μπορούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που δουλεύουν στις υπηρεσίες να δουλεύουν απ’ όπου θέλουν, δεν μου φαίνεται εφικτό να επιλέξουν την επαρχία για τόπο μόνιμης εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό θα έπρεπε να διαχωρίζουμε τις ευκαιρίες που δίνει η τηλεργασία από την προσπάθεια εκμετάλλευσής της από την εργοδοσία. Να εκμεταλλευτούμε τις πρώτες και να αντισταθούμε στη δεύτερη. Συνήθως, εκεί που είναι ο κίνδυνος, εκεί είναι και η σωτηρία.

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.