Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Φοροδιαφυγή, η μαύρη τρύπα της Αριστεράς

Το μείζον ζήτημα της επικαιρότητας είναι το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το οποίο βρίσκει αντίθετους τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς θεωρεί ότι βγάζουν (και θα βγάζουν) τουλάχιστον όσα κερδίζουν και οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο μισθό. Τα στοιχεία που παραθέτει, τα οποία είναι γνωστά σε όλες και όλους μας, εκθέτουν μάλλον τους ελεύθερους επαγγελματίες, αν και δικαίως υπάρχει φόβος ότι η οριζόντια εφαρμογή του νόμου θα πλήξει αδίκως πολλούς από αυτούς.
 
Στο παρόν σημείωμα δεν θέλω να μπω στις λεπτομέρειες του νομοσχεδίου, ούτε να δικαιώσω κάποια από τις δύο πλευρές. Θέλω όμως να τονίσω ότι η φοροδιαφυγή είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας εδώ και δεκαετίες και γι’ αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται από καμία πολιτική δύναμη ως άλλο ένα θέμα. Η φοροδιαφυγή είναι ενδημική στην ελληνική κοινωνία, λόγω και της συντριπτικής κυριαρχίας της μικρομεσαίας επιχείρησης (κάποτε συντριπτικά οικογενειακής, αρχικά συντριπτικά αγροτικής) και του μεγάλου αριθμού ελευθέρων επαγγελματιών. Ως εκ τούτου, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ανέκαθεν ενείχε μεγάλο πολιτικό κόστος, γι’ αυτό και οι πολιτικές δυνάμεις απέφευγαν να φερθούν σαν κυβερνήσεις ευνομούμενου δυτικού κράτους, συμπεριλαμβανομένων όσων ομνύανε στον μεταρρυθμισμό και τον εκσυγχρονισμό. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι η καθ’ ημάς Αριστερά θα πρέπει να απόσχει από κάθε λαϊκιστική απόπειρα εκμετάλλευσης του θέματος για τους παρακάτω λόγους.
 
Η φοροδιαφυγή είναι μια στρατηγική που αποβλέπει άλλοτε στην απλή επιβίωση της επιχείρησης και άλλοτε στον πλουτισμό. Όπως μπορεί ο καθένας και η καθεμία να διαπιστώσει από την εμπειρία, η μεσαία τάξη αυτής της χώρας, εκτός από τους επιχειρηματίες, αποτελούταν ανέκαθεν σε κρίσιμο βαθμό από γιατρούς, δικηγόρους και πολιτικούς μηχανικούς που φοροδιέφευγαν ασύστολα και δήλωναν εισοδήματα χαμηλόμισθων. Σε αυτούς έχουν προστεθεί πλέον κάθε είδους τεχνικοί που λόγω διαφοράς προσφοράς και ζήτησης πλουτίζουν χωρίς μάλιστα να κόβουν αποδείξεις. Σε κοινωνικό επίπεδο, λοιπόν, εκεί όπου διακρίνεται ένας «κοινωνικός χυλός», αρχίζει να αναδύεται μια διαχωριστική γραμμή που διαφοροποιεί αυτούς που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, ακόμα και να θέλανε (πχ. μισθωτοί), και αυτούς που φοροδιαφεύγουν συστηματικά (πχ. ελεύθεροι επαγγελματίες, επιχειρηματίες). Καθώς οι δεύτεροι μέχρι τώρα στηρίζουν μαζικά τα κόμματα που υπόσχονται προστασία της φοροδιαφυγής ή θέσπιση μειωμένων φορολογικών συντελεστών ή παραγραφή χρεών, η στήριξη των συνεπών φορολογουμένων από την Αριστερά θα μπορούσε να πολιτικοποιήσει μια υπαρκτή διαχωριστική γραμμή, με βραχυπρόθεσμο κόστος αλλά με μεσομακροπρόθεσμο πολλαπλάσιο όφελος.
 
Διότι η φοροδιαφυγή δεν επιτρέπει στα προγράμματα της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας να χρηματοδοτηθούν. Τα ακυρώνει, μιας και δεν μπορούν να υπάρχουν επαρκή δημόσια έσοδα που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κοινωνικές πολιτικές και δημόσιες επενδύσεις που θα ωφελούσαν πολλαπλάσια όσους και όσες φοροδιαφεύγουν για λόγους επιβίωσης. Με άλλα λόγια, η Αριστερά που υποστηρίζει ή δικαιολογεί τη φοροδιαφυγή πυροβολεί τα πόδια της.
 
Και το κάνει για έναν ακόμα λόγο: Γιατί χάνει τον ιδεολογικό αγώνα περί εκσυγχρονισμού του κράτους από τους υπόλογους για τη θεσμική και κοινωνική μας κατάντια. Εξηγούμαι: Η φοροδιαφυγή που κατέστη ανεξέλεγκτη με τις ευλογίες της κυβέρνησης Καραμανλή, ειδικά μετά το 2007, γιγάντωσε τα ελλείμματα, τα οποία έφεραν τα μνημόνια και τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Η συμπαιγνία λαϊκιστικών κυβερνήσεων με τα εκτεταμένα στρώματα των κατ’ εξακολούθηση φοροφυγάδων είναι μέγα κοινωνικό πρόβλημα, είναι ο γόρδιος δεσμός της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και η ημιεπιβεβλημένη και ημιηθελημένη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατέστησε την κυβέρνησή του μία από τις πιο εκσυχρονιστικές στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Φυσικά, η ίδια δεν το είδε έτσι, μη διαχωρίζοντας τις επιβεβλημένες πολιτικές από τους απαραίτητους ελέγχους, χάνοντας μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ολοκληρώσει μια ιστορικής σημασίας θεσμική τομή που θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο που καθηλώνει την ελληνική κοινωνία στην θεσμική και κοινωνική υπανάπτυξη.
 
Στη σημερινή συγκυρία, η Νέα Αριστερά πρέπει να προσπαθήσει να ανακτήσει την αξιοπιστία του πολιτικού της χώρου. Είναι σωστό ότι πρέπει να απομακρυνθεί από τα μνημονιακά πεπραγμένα του 2015-2019, όχι όμως για να υιοθετήσει λαϊκιστικά αιτήματα (υποσχέσεις για παροχές και μείωση της φορολογίας) ούτε για να αρνηθεί τη ζημιά που έχουν κάνει στην κοινωνία μας τα αρχέτυπα των Greek statistics. Το αίτημα για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου δεν πρόκειται ποτέ να ικανοποιηθεί όσο θα διατυπώνεται ως απάντηση/δικαιολόγηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής που συσκοτίζει τις αιτίες ανάπτυξης του σκανδιναβικού μοντέλου κοινωνικού κράτους (που έγινε εφικτό με υψηλότατη φορολογία για πολλές γενιές) και εμποδίζει την οικοδόμηση ταξικής συνείδησης, αφού η συλλογική δράση υποσκελίζεται από την ατομική επιλογή της κοροϊδίας των φορολογικών αρχών. Αν η καθ’ ημάς Αριστερά θέλει να ανασυστήσει την κοινωνική συμμαχία μεταξύ μισθωτών, ανέργων και μεσαίων στρωμάτων με εκσυγχρονιστικές μέριμνες, τότε θα πρέπει να τοποθετηθεί σθεναρά κατά της φοροδιαφυγής και της απόκρυψης εισοδημάτων. Οι φόροι μπορούν να είναι χαμηλοί μόνο αν πληρώνονται. Και τούμπαλιν φυσικά. Αλλά η ανοχή στην κρατούσα πολιτικο-κοινωνική μηχανική θα την τοποθετήσει στο πλευρό του παλαιοκομματισμού, ακυρώνοντας κάθε απόπειρα ανάκτησης της αξιοπιστίας μέσω της πολιτικής αρχών, ανάκτησης των θετικών πλευρών της κυβερνητικής περιόδου, και θετικής σημασιοδότησης του «νέου».
 
Η ΝΔ μπορεί να εισπράξει κάποιο πολιτικό κόστος, καθόλα διαχειρίσιμο τώρα που δεν υπάρχει αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά θα φανεί ότι κάνει το προφανές, το αναγκαίο, ότι βάζει μια τάξη τέλος πάντων, παρόλες τις αδικίες. Και είναι κρίμα να της πιστωθεί κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι είναι το κόμμα που ευθύνεται περισσότερο από κάθε άλλο για την απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε όλα τα σχετικά ζητήματα.

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.