Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Fin du siècle και βιταλισμός

Ίσως είστε εξοικειωμένοι/ες με την έννοια «fin du siècle» που περιγράφει μια πολιτιστική ατμόσφαιρα στο τέλος του 19ου αιώνα, η οποία επηρέασε τις τέχνες και τα γράμματα, αλλά και την πολιτική. Η αίσθηση ότι οι κυρίαρχες πολιτιστικές μορφές έχουν εκπνεύσει τον βίον και ότι χρειάζεται κάτι δραστικά καινούριο τροφοδότησε μια νοοτροπία ντεσιζιονισμού, που εκφράστηκε τόσο στους πολέμους που ακολούθησαν όσο και στα ολοκληρωτικά πολιτικά κινήματα που κυριάρχησαν στο Μεσοπόλεμο. Η αίσθηση ενός τέλους και η ανάγκη για έναν βιταλισμό που θα έβγαζε τις κοινωνίες από την περιδίνηση στην οποία βρίσκονταν συνιστούσε μια ατμόσφαιρα που μπορούσε να οδηγήσει σε μια λυτρωτική αλλαγή προς τα δεξιά ή προς τ’ αριστερά.

Mutatis mutandis στην εποχή μας διαμορφώνεται μια αντίστοιχη ατμόσφαιρα. Η σύμφυση των κρίσεων –η έννοια της πολυκρίσης–που βιώνουμε συνιστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται να προβάλουν τη ζωτικότητά τους, τη δυνατότητά τους να παρέμβουν αποφασιστικά ώστε να διαμορφώσουν τον κόσμο πέρα από τη ρηχότητα του «τέλους της Ιστορίας». Η «Μαύρη Διεθνής» εμφανίζει αυτή τη στιγμή μεγαλύτερη ζωτικότητα, μεγαλύτερη ετοιμότητα ή επιθυμία ν’ ανταποκριθεί στο αίτημα να δραπετεύσουμε από το «There is no alternative», ακόμα και αν το κάνει –ή ακριβώς γι’ αυτό– στο όνομα ενός αυταρχισμού που βλέπει τη δημοκρατία και όλες τις κατακτήσεις της ως εμπόδιο, ακόμα και αν το κάνει για να «απελευθερώσει» τους έχοντες και τους ακόλουθούς τους από τα «δεσμά» της συμπερίληψης των άλλων ανθρώπων στο πλαίσιο κοινωνικών συμβολαίων. Έχει ειπωθεί πολλές φορές –και σωστά– ότι υπάρχει Alt Right αλλά δεν υπάρχει Alt Left. Πράγματι, η Αριστερά μοιάζει γερασμένη, κουρασμένη, χωρίς ζωτικότητα. Της λείπει η δύναμη. Και αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο τις σοσιαλδημοκρατικές εκδοχές της, αφορά όλη την Αριστερά. Απουσία στρατηγικής, λιποψυχία στις ιδεολογικές μάχες, έλλειψη βιταλισμού σε επίπεδο ύφους και πρακτικής, φόβος μπροστά στη σύγκρουση, απουσία αισθήματος αποστολής, όλα συνδέονται σε ένα καθοδικό σπιράλ αποδυνάμωσης της Αριστεράς.

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση με πόση ενάργεια περιγράφει ο Giuliano da Empoli στο Μάγο του Κρεμλίνου (Εκδόσεις Κέδρος, 2024) τη συνολική στρατηγική της γενιάς εκείνης που περιστοίχισε τον Πούτιν και βάλθηκε να φτιάξει τη «Νέα Ρωσία». Περισσότερο ιδεολόγοι παρά πολιτικοί υπολογιστές, περισσότερο ψυχολόγοι παρά επαγγελματίες πολιτικοί, περισσότερο διαχειριστές ανθρώπων παρά διαχειριστές πραγμάτων. Απρόβλεπτοι, εν τέλει. Η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» άλλωστε σήμανε γι’ αυτούς ένα fin du siècle. Μόνο που η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή επανάσταση, μαζί με την άνοδο ενός πολυπολικού κόσμου (η γεωπολιτική ως αποτέλεσμα της ενοποίησης του κόσμου υπήρξε μείζονα έκφραση του fin du siècle περί το 1900) συνιστούν το δικό μας «τέλος εποχής». Οι ακροδεξιοί μιλούν πιο ελευθερόστομα γι’ αυτό, και οι πλούσιοι το ίδιο (fun fact: τις σκέψεις τους για το τέλος του κόσμου αποτυπώνει στα γραπτά της η Hanna Lakomy, γνωστή ως Salomé Balthus, 40 ετών συνοδός πολυτελείας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός στην Ελβετία). Η συμμαχία τους, όπως αυτή απεικονίζεται στο δίδυμο Τραμπ – Μασκ, συνιστά μια απόπειρα να αλλάξει ο κόσμος όπως τον ξέρουμε, μια εκστρατεία κατά των ορίων που εμποδίζουν τους οπαδούς τους.

Την απήχηση που μπορεί να έχει ένα τέτοιο κάλεσμα πολλές φορές την παραγνωρίζουμε. Τι σας λέει άραγε η ευκολία με την οποία αποκτούν στα καθ’ ημάς αποδοχή οι πολιτικοί που μιλούν με απρόβλεπτο τρόπο; Τι άλλο κάνουν άραγε –μεταξύ άλλων φυσικά– αυτοί/ές που παραβλέπουν την πολιτική ορθότητα από το να επιβεβαιώνουν έστω και σε συμβολικό επίπεδο πως «There is alternative», πως η πολιτική έχει τα πρωτεία; Στο πλαίσιο αυτό, ακόμα και η παρόξυνση του νεοφιλελευθερισμού από μια αποφασισμένη νεοδημοκρατική ελίτ μπορεί να φαντάζει (σίγουρα φάνταζε) σε κάποιους/ες μια απόπειρα να κινηθεί η ιστορία προς τα μπρος (ίσως το ακραίο Κέντρο να αποτελεί μια τέτοια κοινωνική κατηγορία). Έχετε σκεφτεί ποτέ πως η φιλοτεχνημένη αυτοπεποίθηση του Μητσοτάκη, το ντεσιζιονιστικό ύφος του Βορίδη, η απουσία ενδοιασμών του Χατζηδάκη, ο ψευτο-τσαμπουκάς του Σαμαρά, η τοξική επιμονή του Γεωργιάδη, μπορεί να εκπέμπουν κάτι πιο ενδιαφέρον από τη «γκρίνια» των αντιπάλων τους; Θεωρείτε ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει πέραση γιατί κάνει απλώς λαϊκιστική αντιπολίτευση ή γιατί αυτή η αντιπολίτευση σκηνοθετείται ώστε να εκπέμπει μια χαμένη από τη mainstream αντιπολίτευση ζωτικότητα; Ομοίως, θεωρείτε πως η επιτυχία του Κασσελάκη ήταν άσχετη με τη ζωτικότητα που επέδειξε ως νέος, όμορφος και καλοσχηματισμένος, αεικίνητος, ορεξάτος, με διαφορετικό πολιτικό ύφος και μάτι που γυαλίζει;

Γερασμένα κόμματα, πρόσωπα και προγράμματα γεννούν ένα αίσθημα ανημπόριας. Σε μια χώρα που οι ελίτ θα ήθελαν να μας κυβερνά κάποια υπερδύναμη για να τις προστατεύει και να τις απαλλάσσει από τις ευθύνες τους έναντι ενός λαού που κατά τα άλλα θέλουν να απομυζούν. Η αντίδραση σε αυτό το πλιάτσικο που επιδιώκει το ένα τρίτο της κοινωνίας (το κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ της ΝΔ) σε βάρος των δύο τρίτων συσσωρεύει οργή που αναζητά εναγωνίως την ισχύ. Αντιελιτισμός και αντισυστημισμός ως οιωνεί διαπαραταξιακές πολιτικές στάσεις μπορούν να δώσουν διέξοδο στην πορεία παρακμής και αλίμονο στα κόμματα της Αριστεράς που θα μπερδέψουν την υπεράσπιση της δημοκρατίας με την υπεράσπιση του καθωσπρεπισμού και της συρρίκνωσής της μόνο σε (μεροληπτικούς) θεσμούς. Εξάλλου οι θεσμοί είναι δημοκρατικοί όταν εξασφαλίζουν το κράτος του νόμου, όχι το κράτος-εργαλείο στα χέρια μιας μειοψηφίας.

Η ΕΠΟΧΗ