Η κυβέρνηση της ΝΔ είναι κυβέρνηση «νόμου και τάξης», πουλάει προστασία από κινδύνους και εχθρούς. Αυτή είναι η πλέον βασική πηγή νομιμοποίησής της. Γι’ αυτό έχει ανάγκη από επιδείξεις ισχύος έναντι γειτονικών χωρών, μεταναστών, «εγκληματιών» Ρομά, «εσωτερικών εχθρών» και ταραξιών. Αυτή την περίοδο έχει μεγάλη ανάγκη να το παίξει με κάποιο τρόπο προστάτης. Τίποτα όμως δεν προσφέρεται πραγματικά. Πρέπει να δημιουργήσει η ίδια τον κίνδυνο ώστε να παρουσιαστεί μετά ως προστάτης. Ο ειρηνικός χαρακτήρας των κινητοποιήσεων για τα Τέμπη δεν προσέφερε ευκαιρίες, την ίδια ώρα που απονομιμοποιούσε την κυβέρνηση. Αυτή η συνθήκη έπρεπε να αντιστραφεί. Η συνταγή, φυσικά, γνώριμη: πρόκληση επεισοδίων και δυσανάλογη χρήση ισχύος.
Η «δεσπόζουσα στρατηγική» του κράτους απέναντι στις κινητοποιήσεις ήταν επί κυβερνήσεων ΝΔ ανέκαθεν η καταστολή. Και η ελληνική αστυνομία, για να χρησιμοποιήσω τους όρους που εισηγήθηκε ο Winter,[1] μοιάζει με «staatpolizei» (αστυνομία στην υπηρεσία του κράτους) και όχι «burgerpolizei» (αστυνομία στην υπηρεσία των πολιτών). Στο πλαίσιο αυτό, τα κύρια καθήκοντά της είναι η υπεράσπιση του μονοπωλίου του κράτους επί της βίας και η καταστολή των διαμαρτυρομένων. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα σε πολλά αναπτυγμένα κράτη προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας δεν έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η ΕΛΑΣ να επιστρέψει, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, στο πνεύμα του αυταρχισμού των πλέον σκοτεινών χρόνων τη σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Βασιζόμενοι στην ταξινόμηση των χαρακτηριστικών του τρόπου αστυνόμευσης που προέκρινε η Della Porta, μπορούμε να πούμε ότι η αστυνόμευση στην Ελλάδα είναι περισσότερο «κατασταλτική» (repressive) και λιγότερο «ανεκτική» (tolerant) από όσο θα άρμοζε σε αναπτυγμένη δημοκρατία σε σχέση με το εύρος των απαγορευμένων συμπεριφορών, περισσότερο «διάχυτη» (diffuse) και λιγότερο «επιλεκτική» (selective) απ’ όσο θα έπρεπε σε σχέση με το εύρος των υποκειμένων τα οποία «δικαιολογημένα» καταστέλλονται, «αντι-δραστική» (reactive) αλλά κάποιες φορές και «προληπτική» (preventive) σε σχέση με το χρόνο επέμβασης, περισσότερο «σκληρή» (hard) και λιγότερο «μαλακή» (soft) από άλλες δυτικές αστυνομίες σε σχέση με το βαθμό της εφαρμοζόμενης ισχύος, «νόμιμη» (legal) και κάποιες φορές «παράνομη» (illegal) ως προς τον σεβασμό στο νόμο, και τελικά «συγκρουσιακή» (confrontational) ως προς το βαθμό επικοινωνίας με τους διαδηλωτές, και «άτεγκτη» (rigid) ως προς το βαθμό προσαρμοστικότητας.[2]
Ο Gary Marx, με τη σειρά του, προτείνει πέντε άξονες σχετικά με το χαρακτήρα της αστυνόμευσης των κινηματικών γεγονότων: αντιπροσωπευτική – μη αντιπροσωπευτική αστυνομία, υψηλή ή χαμηλή ορατότητα της δράσης της αστυνομίας, αναγνωρίσιμη ή ανώνυμη αστυνομία, διοικητικές διαδικασίες για επανεξέταση της αστυνομικής συμπεριφοράς και μέσα που διαθέτουν οι πολίτες για να εκφράσουν τα παράπονά τους, συνεργάσιμοι ή εχθρικοί διαδηλωτές.[3] Ως προς αυτούς τους άξονες μπορούμε να πούμε πως α) η ΕΛΑΣ δεν είναι πλήρως αντιπροσωπευτική του κοινωνικού σώματος, καθώς υπεραντιπροσωπεύονται οι δεξιοί και οι ακροδεξιοί, β) οι πράξεις της αστυνομίας καλύπτονται απ’ τα ΜΜΕ (από κάποια φιλικά), αλλά η ΕΛΑΣ αντιμετωπίζει εχθρικά τα ΜΜΕ και τη «δημοσιογραφία των πολιτών» ώστε να μειώνεται η ορατότητα της δράσης της, γ) οι αστυνομικοί δεν φορούν διακριτικά ώστε να ταυτοποιούνται εύκολα όσοι προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις, δ) οι πειθαρχικές διαδικασίες, όταν υπάρχουν, δεν καταλήγουν τις περισσότερες φορές πουθενά, ενώ ε) δεν υπάρχει πρακτικά καμία συνεργασία μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας.
Τα τελευταία αυτά συμπεράσματα επιβεβαιώνει και η έρευνα της Αναστασίας Τσουκαλά[4], η οποία καταδεικνύει ότι η αστυνομική βία έχει συστημική φύση, καθώς προκύπτει από ένα πλέγμα αστυνομικών, κυβερνητικών και δικαστικών σχέσεων. Ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις, ρατσιστικά κίνητρα, εκδικητικές αντιδράσεις, η αξία τη αστυνόμευσης που τίθεται πάνω από την αξία της ζωής και των δικαιωμάτων, έλλειμμα δημοκρατικής εκπαίδευσης και δέσμευσης στους νόμους της Δημοκρατίας, ατιμωρησία και κουλτούρα συγκάλυψης συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί συστηματικά την ΕΛΑΣ στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και στην πρόκληση αταξίας, αντί για τη χρήση αναλογικής με τους κινδύνους δύναμης με σκοπό την αποτροπή ή τον περιορισμό των επεισοδίων.[5] Άλλωστε δεν είναι σπάνια και η καταφυγή στη δράση προβοκατόρων κουκουλοφόρων, που διεθνώς παρεισφρέουν στους αναρχικούς κύκλους.[6]
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κυβέρνηση ΝΔ και ΕΛΑΣ δεν έχουν πρόβλημα να διαλύσουν μια ειρηνική συγκέντρωση με την πρώτη μολότοφ ή πέτρα, ενώ αν λειτουργούσαν σύννομα απλώς δεν θα το έκαναν. Το σενάριο είχε ανακοινωθεί από μέρες, αναρχικοί και προβοκάτορες άνοιξαν την αυλαία ώστε οι μεγάλοι ηθοποιοί να παίξουν τον ρόλο του προστάτη απέναντι σε φανταστικούς κινδύνους, αντστρέφοντας μπροστά στα μάτια μας για ακόμα μία φορά τους ρόλους τους θύτη και του θύματος.
Σημειώσεις:
1. Winter M., «Police philosophy and protest policing in the Federal Republic of Germany, 1960-1990», στο della Porta D. and Reiter H., Policing Protest. The control of mass demonstrations in western democracies, University of Minnesota Press, 1998, σ.189.
2. della Porta D., “Social movement and the state”, in Doug McAdam, John D. McCarthy, and Mayer N. Zald (eds.), Comparative perspectives on social movements: Political opportunities, mobilizing structures, and cultural framings, Cambridge, CUP, 1996, p.66∙ della Porta D., Fillieule O., «Policing social protest», στο Snow D., Soule S. and Kriesi H. (eds) The Blackwell Companion to Social Movements, Blachwell Publishing, 2004, σ.218.
3. Marx G., «Some reflections on the democratic policing of demonstrations», στο della Porta D. and Reiter H., Policing Protest. The control of mass demonstrations in western democracies, University of Minnesota Press, 1998, σ.263.
4. Τσουκαλά A., Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Τόπος, 2024.
5. Στο ίδιο.
6. Βλ. Dupuis-Deri F., Black bloc. Η ελευθερία και η ισότητα διαδηλώνουν, Στάσει Εκπίπτοντες, 2022.