Εκείνο που χαρακτήρισε το 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η διεύρυνση του κόμματος στον χώρο της Κεντροαριστεράς και ο υπερδιπλασιασμός των μελών του. Αναμφίβολα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απέκτησε δυνάμεις σε κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους όπου υστερούσε, και αυτό του προσφέρει ένα όπλο ακόμα στην προσπάθειά του να αντιπαλέψει τη μιντιακή υπεροπλία της ΝΔ και να διαρρήξει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Τα νέα μέλη είναι σε κρίσιμο βαθμό αριστερόστροφα, αν και δεν λείπουν και τα δεξιόστροφα, καθώς και οι παράγοντες με ιδιοτελείς σκοπούς. Κάθε απόπειρα μαζικοποίησης, όμως, δεν μπορεί να το αποφύγει αυτό, ιδίως η (μοναδική εφικτή) μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ προς τον κεντροαριστερό χώρο.
Ο αρχηγοκεντρισμός
Σύμφυτος με αυτό τον κόσμο είναι, επίσης, ο αρχηγοκεντρισμός/προεδροκεντρισμός, λόγω πολιτικής καταγωγής. Οπαδοί του Ανδρέα Παπανδρέου πολλοί/ές από αυτούς/ές, δεν δίνουν την ίδια βάση στις συλλογικές δημοκρατικές διαδικασίες, τη λογοδοσία και τον έλεγχο της ηγεσίας, με αυτή που δίνουν οι προερχόμενοι/ες από την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά. Βέβαια, είναι δύσκολο να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, αφού λαϊκό κόμμα σημαίνει και λαϊκή πολιτική κουλτούρα (η οποία αλλάζει, όχι όμως εύκολα ούτε γρήγορα). Ομοίως, η μιντιοποίηση της πολιτικής στην εποχή μας ενισχύει τα πρόσωπα σε βάρος των συλλογικοτήτων και των συλλογικών πολιτικών διαδικασιών.
Είναι τόσο κακό, όμως, να εμπιστεύεται κανείς/καμιά τον πρόεδρο; Όχι, βέβαια. Ειδικά όταν ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συνδέεται με το κόμμα μόνο μέσω του Τσίπρα (και αν αύριο δεν ήταν πρόεδρος δεν θα ψήφιζε καν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ). Επομένως, σε κρίσιμο βαθμό ο Αλέξης Τσίπρας ως πρόσωπο ωφέλησε την κομματική διεύρυνση. Αυτή η σύνδεση, ωστόσο, αν δεν εξελιχθεί σε σχέση με το κόμμα, τότε σε τίποτα δεν θα το ωφελήσει μεσομακροπρόθεσμα. Για να εξελιχθεί σε σχέση με το κόμμα χρειάζεται τόσο σεβασμός όσο και ανάπτυξη της δημοκρατικής λειτουργίας του, δηλαδή εστίαση στη συμμετοχή και τη διαβούλευση. Η δυναμική του αρχηγισμού, όμως, που αποτελεί συνισταμένη τόσο μιας λαϊκής πίεσης όσο και μιας άνωθεν επιθυμίας και ενορχήστρωσης, εμποδίζει τη συλλογική δημοκρατική ενδυνάμωση.
Η ηγετική ομάδα δεν φαίνεται να επιδιώκει να μετριάσει μερικά επιβλαβή στοιχεία του προεδροκεντρισμού, ήτοι το αντιαισθητικό λιβανιστήρι που στόχο έχει την εύνοια του προέδρου και της ομάδας του και, φυσικά, την ιδέα ότι οι διαφωνίες είναι κάτι σαν συνωμοσίες για την ανατροπή του. Η καλή πολιτική θέσμιση, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τα έργα του Μακιαβέλι, προκύπτει από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και μάλιστα τις οργανώνει, δεν τις εξαλείφει. Όπως φάνηκε από πολλές τοποθετήσεις και ισάριθμες συμπεριφορές, τις ημέρες του συνεδρίου, υπάρχουν νέα (αλλά και παλαιά) μέλη που αντιλαμβάνονται την πολιτική αντιπαράθεση με όρους γηπεδικούς, με όρους νίκης και ήττας, και όχι με όρους ανταλλαγής επιχειρημάτων με σκοπό την επωφελέστερη (και προσωρινή) διευθέτηση των κοινών υποθέσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηγεσία είναι απαραίτητη. Όμως, το μοντέλο ηγεσίας που διαμορφώνεται είναι παρωχημένο και δεν ενσωματώνει ούτε τις σύγχρονες θεωρίες επί του θέματος ούτε τις σύγχρονες πρακτικές. Οι σύγχρονες πρακτικές, που ανέδειξαν εμφατικά τα κοινωνικά κινήματα του 21ου αιώνα, δίνουν έμφαση στην οριζοντιότητα, στην εναλλαγή στους ρόλους και στο διαμοιρασμό των ηγετικών καθηκόντων. Οι σύγχρονες ριζοσπαστικές θεωρίες εστιάζουν στη μοιρασμένη ηγεσία και στην εναλλαγή σε ηγετικούς και μη ηγετικούς ρόλους. Χωρίς τον διαμοιρασμό του ηγετικού κεφαλαίου και των ηγετικών καθηκόντων χάνονται τα κίνητρα που μπορούν να ωθήσουν πολλούς άξιους ανθρώπους να εμπλακούν περισσότερο, ενώ η παγίωση των ηγετικών ρόλων στερεί το κόμμα από προσόντα που έχουν άτομα εκτός νυμφώνος και διευκολύνει την ιδιοτέλεια και την ενεργοποίηση του κατά Μίχελς «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας».
Οι δύο οργανωτικές προτάσεις
Η οργανωτική πρόταση του προέδρου μετατράπηκε σε «πρόταση του Προέδρου» και, άρα, σε ερώτημα αποδοχής ή όχι του προέδρου. Αυτό δεν επέτρεψε την ψύχραιμη συζήτηση επί του περιεχομένου της. Και η απόδειξη είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίστηκε αυτή η πρόταση, όπως και η αντίστοιχη της μειοψηφίας, όπως αυτό που πραγματικά είναι: προτάσεις με συμμετρικά υπέρ και κατά, που δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν. Η οργανωτική πρόταση του προέδρου προσφέρει όντως το αίσθημα συμμετοχής στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αίσθημα απαραίτητο, που ωστόσο δεν προεξοφλεί την περαιτέρω συμμετοχή. Από την άλλη, de facto ενισχύει τον πρόεδρο, ανεξάρτητα από το τι νομίζει ο ίδιος. Η πρόταση της μειοψηφίας, με τη σειρά της, επιδιώκει τη διατήρηση της λογοδοσίας του προέδρου στην Κεντρική Επιτροπή, αρνούμενη το δικαίωμα των μελών να ψηφίσουν απευθείας την ηγεσία του κόμματος. Και στις δύο περιπτώσεις κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Όπως σε όλες τις πολιτικές προτάσεις άλλωστε.
Φυσικά, η πολιτική ζωή είναι γεμάτη δυνατότητες, όχι μόνο περιορισμούς. Όπως το υπάρχον σύστημα δεν απέτρεψε την περιθωριοποίηση της Κεντρικής Επιτροπής και την ενίσχυση του προέδρου (ως πρώην και ίσως μελλοντικού πρωθυπουργού), ίσως το καινούργιο σύστημα να μπορέσει όντως να λειτουργήσει όπως διατείνεται η πλειοψηφία, η οποία όμως είναι πλέον υπεύθυνη ώστε να συμβεί κάτι τέτοιο.
ΥΓ: Αν είχε προβλεφθεί η δυνατότητα της επί τόπου ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, θα είχε αποφευχθεί το οργανωτικό φιάσκο, η μετάθεση των ψηφοφοριών και η αμφισβήτηση του αποτελέσματος. Είναι πολύ απλό πράγμα για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται σύγχρονο. Ελπίζω ο isyriza να μετασχηματιστεί κατά τον τρόπο που πρότειναν ορισμένοι νέοι σύντροφοι και συντρόφισσες και έγινε αποδεκτό από την επιτροπή καταστατικού
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.