Πριν από μια εβδομάδα ο Μητσοτάκης, μιλώντας σε διεθνές φόρουμ, δήλωσε πως «υπήρχε αδικία, υπήρχε ανισότητα, υπήρχε διαφθορά στην Ελλάδα. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτά τα παράπονα είναι εύλογα και πρέπει επίσης να κάνουμε την αυτοκριτική μας, ότι οι ελίτ δεν κάνουν πάντα το σωστό και πρέπει να αλλάξουμε πορεία». Η λέξη «ελίτ», όμως, αντικαταστάθηκε στο κείμενο που έδωσε το Μέγαρο Μαξίμου και επιλέχθηκε «ο πολιτικός κόσμος». Η αναφορά του Μητσοτάκη αποτυπώνει την άποψή του για το πώς (πρέπει να) είναι οργανωμένη η κοινωνία. Ως γνήσιος οπαδός της θεωρίας των ελίτ, θεωρεί ότι η κοινωνία χωρίζεται στην ελίτ και τον λαό και ότι η πρώτη (πρέπει να) καθοδηγεί τον δεύτερο.
Ελιτισμός και αντι-λαϊκισμός, λοιπόν, είναι τα θεωρητικά παρακολουθήματα των συμφερόντων των γόνων των πλουσίων οικογενειών και των αναπαραστάσεών τους για τον κόσμο. Αποκομμένοι από την πλειοψηφία της κοινωνίας, στα πλούσια προάστια, σπουδαγμένοι σε ιδιωτικά κολέγια, εξοικειωμένοι με την ιδέα του υπηρετικού προσωπικού, θα ήθελαν έναν κόσμο όπου ολόκληρη η κοινωνία θα τους υπηρετεί και θα αναγνωρίζει την ανωτερότητά τους. «Αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι», εξηγούσε ο πρώτος μεγάλος θεωρητικός των ελίτ, Gaetano Mosca, «αναπτύσσεται αυθόρμητα σε άτομα που προορίζονται να καταλάβουν περίοπτες θέσεις από την ημέρα που γεννήθηκαν και που απολαμβάνουν προνόμια και δέχονται μεγάλη κολακεία από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Αυτό όμως τα εμποδίζει γενικώς από το να καταλάβουν, και επομένως να συμμερισθούν, τις οδύνες και τα βάσανα των ανθρώπων που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας και να είναι εξίσου αναίσθητοι μπροστά στους κόπους και στις προσπάθειες αυτών που κατόρθωσαν να ανέβουν ένα ή δύο σκαλοπάτια της κλίμακας με τη δική τους προσπάθεια» (Η άρχουσα τάξη, Εκδόσεις Έξοδος, 2021, σ. 165).
Έχοντας καλλιεργήσει τη φαντασίωσή τους στον ιδιωτικό τους βίο, προσέρχονται στον δημόσιο βίο παντελώς απαράσκευοι. Ανακαλύπτουν ότι ζουν σε μια κοινωνία πτυχιούχων, όπου υπάρχουν άπειροι καλύτεροι από αυτούς χάρη στο μαζικό δημόσιο πανεπιστήμιο, όπου κανείς δεν τους θεωρεί καλύτερους, όπου η δημοκρατική κοινωνία διακατέχεται (όπως είχε ανακαλύψει ο Τοκβίλ στην Αμερική) από μνησικακία απέναντι σε όσους θέλουν να ξεχωρίζουν, και όπου υπάρχουν κομματικοί σχηματισμοί που αμφισβητούν το δικαίωμα της ελίτ να άρχει, και μάλιστα όπως θέλει. Έτσι, ένας ολόκληρος προπαγανδιστικός μηχανισμός στήθηκε για να κρυφτεί η ανασφάλεια του Μητσοτάκη που φοβάται τα ντιμπέιτ με τον Τσίπρα και γκρινιάζει στον Κουτσούμπα επειδή τον γιουχάρει ο κόσμος. Χοντροκομμένη προπαγάνδα, γελοίες δικαιολογίες, fake news με τη σέσουλα, δολοφονίες χαρακτήρων, επιθέσεις σε δημοσιογράφους και δικαστικούς που επικρίνουν την κυβέρνηση, και γραφικά ψέματα τύπου «η Αριστερά έφερε τα μνημόνια», «έφερε την ακρίβεια» κ.ο.κ., διαμορφώνουν τη φαρέτρα μιας ελίτ που προσπαθεί να ελέγξει τις πεποιθήσεις της κοινωνίας. Από τη μια, λοιπόν, ο Μητσοτάκης ζει το μύθο του, ότι αυτός και οι φίλοι του είναι ελίτ που καθοδηγούν τον κόσμο, και από την άλλη η ανασφάλειά τους από το γεγονός ότι η πλειοψηφία μιας σύγχρονης, μορφωμένης κοινωνίας καθόλου δεν συμμερίζεται κάτι τέτοιο τους σπρώχνει σε συνεχείς αντιδημοκρατικές εκτροπές που προσομοιάζουν σε βαλκανική ή λατινοαμερικανική ελίτ. Η συνοχή της ελίτ αυξάνει σε περιόδους κρίσης, όπως είχε σημειώσει ένας άλλος μεγάλος θεωρητικός των ελίτ, ο Charles Wright Mills, πράγμα που στην Ελλάδα παίρνει το χαρακτήρα του τριγώνου της διαπλοκής.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, θα ήθελα να σχολιάσω και την άλλη δήλωση της εβδομάδας που μας πέρασε, τη δήλωση Τσακαλώτου περί σύνδεσης της αυτοπεποίθησής του με τη φοίτησή του στην Οξφόρδη, την ανασφάλεια Τσίπρα και την υπεροχή Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα στην επιλογή συμβούλων. Δεν τίθεται θέμα ελιτισμού του Τσακαλώτου, μιας και δεν πιστεύει ότι η ελίτ πρέπει να άρχει επί του λαού ή ότι πρέπει να απολαμβάνει προνόμια. Αξίζει, όμως, να ξεκαθαριστεί, αφενός, ότι το πανεπιστήμιο χωρίς δίδακτρα δεν προσφέρει λιγότερη αυτοπεποίθηση από το πανεπιστήμιο με δίδακτρα και, αφετέρου, ότι το πρώτο προσφέρει αυτοπεποίθηση στο λαό, το δεύτερο στις ελίτ. Επίσης, θα έλεγα πως η επιλογή καλύτερων συμβούλων, προκειμένου να φιλοτεχνηθεί ένα επικοινωνιακό προφίλ, είναι μάλλον δείγμα ανασφάλειας του «καλύτερου βιογραφικού της χώρας», και όχι αυτοπεποίθησης, ενώ το ίδιο το επικοινωνιακό αποτέλεσμα μάλλον έχει να κάνει με τον έλεγχο των ΜΜΕ παρά με την αποτελεσματικότητα των συμβούλων.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί και κάτι ακόμα. Σε ένα δημοσίευμα, το να βρεθούν δίπλα στο όνομα του Τσίπρα οι λέξεις «ανασφάλεια» και «λαϊκότητα», και πιο δίπλα να συνδεθεί η αυτοπεποίθηση με την Οξφόρδη, και παραδίπλα να επισημανθεί ότι ο Μητσοτάκης διαλέγει καλύτερους συμβούλους, φιλοτεχνεί μια εικόνα βγαλμένη από τη θεωρία των ελίτ, η οποία κοντολογίς μας λέει ότι η ελίτ κυβερνά χάρη στη γνώση και την τεχνοκρατική της επάρκεια έναντι του λαού που είναι άστατος και αδαής. Όχι πως το ισχυρίστηκε ο Τσακαλώτος αυτό, αλλά η αποφυγή τέτοιων συνδέσεων είναι δουλειά του πολιτικού (elementary, my dear Watson, όπως ίσως να έλεγε και ο Ευκλείδης).
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή