Δεν άλλαξαν οι ντόπιοι, η αλληλεγγύη τους εξέφραζε περισσότερο ανεκτικότητα παρά διάθεση συμπερίληψης. Είχε δηλαδή ως προϋπόθεση τον μεταβατικό χαρακτήρα της μετανάστευσης
Τέσσερις κοινωνικοί επιστήμονες μας παραδίδουν μια εξαίρετη έρευνα των αλληλέγγυων, των προσφυγικών και των ρατσιστικών συλλογικών δράσεων σε Λέσβο, Χίο και Σάμο κατά την περίοδο 2015-2020. Αφού προσδιορίσουν τα όρια του συγκρουσιακού αυτού κύκλου (Ιούνιος 2015 έως φθινόπωρο 2020), αναλύουν τις διάφορες φάσεις του, επιχειρώντας να απαντήσουν στο ερώτημα που έχει απασχολήσει όλους και όλες μας: Πώς φτάσαμε από την αλληλεγγύη των τοπικών κοινωνιών κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στις ξενοφοβικές και ρατσιστικές εκδηλώσεις κατά των προσφύγων/μεταναστών;
Στην πραγματικότητα, μας εξηγούν οι συγγραφείς, υπήρξε συνέχεια και όχι μεταστροφή. Το 2015-2016 οι πρόσφυγες ήταν πολλοί, μα έφευγαν γρήγορα για την Ευρώπη. Υστερα όμως από τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας (18 Μαρτίου 2016), οι πολύ λιγότεροι πρόσφυγες εγκλωβίζονται στην Ελλάδα και αναγκάζονται να ζητήσουν άσυλο στη χώρα μας. Οι φόβοι που αναπτύσσονται σε μεγάλη μερίδα των πληθυσμών των νησιών για τη δημόσια ασφάλεια και υγεία, καθώς και για την πολιτισμική συνοχή, οδηγούν σε συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα, σε λανθάνοντα ξενοφοβικά αντανακλαστικά και σε ανοιχτά ρατσιστικές συμπεριφορές. Δεν άλλαξαν οπότε οι ντόπιοι, η αλληλεγγύη τους εξέφραζε περισσότερο ανεκτικότητα παρά διάθεση συμπερίληψης. Είχε δηλαδή ως προϋπόθεση τον μεταβατικό χαρακτήρα της μετανάστευσης. Και όπως πολύ εύστοχα σημειώνουν οι συγγραφείς, είναι πιο εύκολο να περάσει κανείς από μια αλληλεγγύη «διεκπεραιωτική» σε μια στάση δυσανεξίας προς τον «ξένο».
Η έρευνα βασίστηκε σε καταγραφή των συμβάντων διαμαρτυρίας από τον τοπικό Τύπο, καθώς και σε συνεντεύξεις, ανάλυση άρθρων γνώμης και δημοσιευμάτων και in situ παρατήρηση. Αναλύονται σε ξεχωριστά κεφάλαια οι δράσεις των αλληλέγγυων, των προσφύγων και των ρατσιστών/ξενόφοβων δρώντων, που –ας το πούμε εμβόλιμα– έλαβαν χώρα κατά τα 2/3 στη Λέσβο λόγω και του ότι κοντά στο 60% των προσφύγων/μεταναστών πέρασαν από τη Λέσβο. Η ανάλυση αντλεί από το εννοιολογικό οπλοστάσιο των θεωριών των κοινωνικών κινημάτων.
Ως εκ τούτου, δίνεται έμφαση τόσο στις πολιτικές ευκαιρίες που εκμεταλλεύτηκαν οι δρώντες όσο και στις οργανωτικές δομές και τις ταυτοτικές εγκλήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η δράση τους. Στην αρχή η δομή πολιτικών ευκαιριών ήταν ευνοϊκή για την ανάπτυξη αλληλέγγυων δράσεων – ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση. Οι δράσεις αυτές στηρίχθηκαν σε οργανωτικά δίκτυα αλληλέγγυων που είτε προέκυψαν είτε υπήρχαν από πριν, στις διεθνείς ΜΚΟ, σε εναλλακτικούς κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους και στον κόσμο του τοπικού πανεπιστημίου. Το 2016 άλλαξε η δομή πολιτικών ευκαιριών, μειώθηκαν οι πόροι των ΜΚΟ (οι οποίες άρχισαν να αντιμετωπίζουν την εχθρότητα των ελληνικών Αρχών και των τοπικών κοινωνιών), προέκυψε αντιπαράθεση στο εσωτερικό των αλληλέγγυων μεταξύ αναρχικών και εξωκοινοβουλευτικών από τη μία και Συριζαίων από την άλλη, ενώ εξαντλήθηκαν και τα ψυχικά τους αποθέματα.
Σχετικά με τις προσφυγικές κινητοποιήσεις, οι συγγραφείς παίρνουν τις αποστάσεις τους τόσο από τη συντηρητική διανόηση που επιβάλλει σιγή στις μαρτυρίες των προσφύγων, ανάγοντάς τους σε ανεπαρκή και ανώριμα κοινωνικά υποκείμενα, όσο και από έναν αδέξιο ριζοσπαστισμό που καταπνίγει τον λόγο τους, προσαρμόζοντάς τον σε ένα επαναστατικό φαντασιακό. Η δράση των προσφύγων λαμβάνει χώρα σε λιμάνια και πλατείες με τη στήριξη των αλληλέγγυων, καθώς και στα καμπ αυθόρμητα και ανοργάνωτα, με στόχο πάντα τον απεγκλωβισμό τους – με μεγάλη συχνότητα από το 2015 ώς το 2017 και πολύ μικρότερη στη συνέχεια λόγω της αλλαγής του ευνοϊκού κλίματος και της δράσης ρατσιστικών ομάδων. Η διατήρηση της δράσης σε σχετικά υψηλό επίπεδο στο μεταίχμιο των δύο περιόδων μας επιτρέπει την παρατήρηση ότι η έννοια της απειλής θα μπορούσε να αξιοποιηθεί περισσότερο, καθώς ευκαιρίες και απειλές συναντιούνται δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα που ευνοεί τη δράση. Για παράδειγμα, οι συνθήκες του καμπ διευκολύνουν μεν την οργάνωση των κινητοποιήσεων αλλά κατά βάση προσφέρουν τις αιτίες τους. Η αεργία, με λίγα λόγια, είναι ταυτόχρονα πηγή ευκαιριών και απειλών.
Οι τρέχουσες απειλές λοιπόν τροφοδοτούσαν τις κινητοποιήσεις προτού οι κατασταλτικές απειλές επιφέρουν καίριο χτύπημα εναντίον τους. Πάνω από τις μισές προσφυγικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίστηκαν με βία από άλλες ομάδες και την αστυνομία, ενώ έσπευσαν και ακροδεξιοί από άλλες πόλεις της χώρας και από το εξωτερικό. Η δυναμική αυτού του αντικινήματος δεν ήταν εύκολο να υπερκεραστεί από την παρουσία των αριστερών/αντιεξουσιαστών, των ΜΚΟ και λίγων φοιτητών.
Περνώντας στην ανάλυση των ρατσιστικών εκδηλώσεων, οι συγγραφείς προβαίνουν σε κρίσιμες διασαφηνίσεις που βοηθούν την κατανόηση εκ μέρους των αναγνωστών/τριών: Ο ρατσισμός επιχειρεί να αποκαταστήσει την τρωθείσα αυτοεκτίμηση και τη συλλογική ταυτότητα σε συνθήκες συνύπαρξης διαφορετικών ομάδων, όπου η δική μας ομάδα κατηγοριοποιείται ως ανώτερη σε σχέση με άλλες. Αποκαθιστά δηλαδή την κοινωνική θέση της ομάδας και του ατόμου, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να αποτελεί συνεκτική θεωρία∙ συχνά παίρνει τη μορφή «μιας λιγότερο συνεκτικής συνάρθρωσης στερεοτύπων και εξηγήσεων που χρησιμεύουν για τη διαπραγμάτευση της καθημερινής ζωής». Μια κοινωνία που κατανοεί τον ρατσισμό όχι ως δομικό της στοιχείο, αλλά ως ατομική νοοτροπική παρέκκλιση, μπορεί εύκολα να αντιτίθεται στην παρουσία των μεταναστών την ίδια στιγμή που καταδικάζει κάποιες μορφές ακραίας βίας εναντίον τους. Τα κίνητρα συμμετοχής σε ρατσιστικές δράσεις δεν είναι υποχρεωτικά ανορθολογικά ή υστερόβουλα, αλλά πολιτισμικά προσδιορισμένα. Στο πλαίσιο αυτό, μόλις άλλαξε το μείγμα ευκαιριών και απειλών, επικράτησε ο ρατσιστικός/ξενοφοβικός λόγος και εμπεδώθηκε με την αντιπροσφυγική πολιτική της Ν.Δ. Στελέχη της τοπικής αγοράς ενθάρρυναν τις ενέργειες που αναλάμβαναν να φέρουν εις πέρας φασίστες, τη στιγμή που το ουδέτερο κοινό απελευθερωνόταν από την αρχική «διεκπεραιωτική» αλληλεγγύη για να επιδείξει τελικά μια στάση απόρριψης προς τους «ξένους». Καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία «απελευθέρωσης» των καταπιεσμένων ρατσιστικών συναισθημάτων έπαιξαν γεγονότα όπως το πογκρόμ στην πλατεία Σαπφούς της Μυτιλήνης τον Απρίλιο του 2018. Οι κινητοποιήσεις αυτές διευκολύνθηκαν από μια δικτυακού τύπου χαλαρή οργανωτική δομή και μια πυκνή εσωτερική επικοινωνία και όχι κάποια συγκεντρωτική δομή τύπου Χρυσή Αυγή.
Η αναλυτική ενάργεια των επιχειρημάτων του βιβλίου στηρίζεται σε ένα πολύ χρήσιμο Παράρτημα ποσοτικής διερεύνησης των συλλογικών δράσεων, που μας ενημερώνει για τα υποκείμενα της δράσης, τα χαρακτηριστικά των κινητοποιήσεων, το ρεπερτόριο δράσης, την απεύθυνσή τους. Εν προκειμένω οι αναγνώστες μπορούν να πληροφορηθούν, για παράδειγμα, ότι η βία δεν επιλέγεται σχεδόν καθόλου από τους αλληλέγγυους, όταν επιλέγεται από τους πρόσφυγες/μετανάστες, αυτό προκύπτει συνήθως ως αποτέλεσμα της κατασταλτικής συμπεριφοράς της αστυνομίας ή άλλων ομάδων, ενώ οι ρατσιστές/ξενόφοβοι ηθελημένα χρησιμοποιούν στο 1/4 των κινητοποιήσεών τους βία κατά των προσφύγων/μεταναστών με σκοπό τον εκφοβισμό τους.