Οι πρόσφατες συγκεντρώσεις για τα Τέμπη ήταν ιστορικές, γιατί ήταν πολύ μεγάλες. Για την ακρίβεια ήταν εφάμιλλες των μεγάλων συγκεντρώσεων των Αγανακτισμένων του 2011, της 12ης Φεβρουαρίου 2012 –τις παραμονές του δεύτερου μνημονίου– και της συγκέντρωσης υπέρ του «ΟΧΙ» τον Ιούλιο του 2015. Οι κινητοποιήσεις αυτές αποκρύφτηκαν από τα φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση ΜΜΕ, αλλά έγιναν γνωστές σε όλη την κοινωνία τόσο λόγω των social media, όσο και λόγω του ότι έλαβαν χώρα σε κάθε πόλη της Ελλάδας. Ειδικά στην περιφέρεια, μια τέτοια κινητοποίηση έγινε γνωστή παντού σχεδόν απρόσκοπτα. Βέβαια, δεν μιλάμε για εκατομμύρια διαδηλωτές –αυτά είναι προϊόν απειρίας ή wishful thinking. Όσον αφορά δε τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, δεν είναι δυνατόν να την υπολογίσουμε πολλαπλασιάζοντας τα τετραγωγικά μέτρα επί 3-4 ή 5-6 άτομα (προκειμένου να βγουν 140.000 σύμφωνα με μία σχετική εκτίμηση), απλούστατα γιατί δεν χωρούν πάνω από 2-3 άτομα σε ένα τετραγωγικό μέτρο επί δύο ώρες, σε συνθήκες πολιτικής συγκέντρωσης –κάντε το ως πείραμα και θα δείτε. Οι συγκεντρώσεις αυτές, όμως, δεν χρειάζονται τα υπερβολικά νούμερα για να είναι σημαντικές.
Πάμε τώρα στους λόγους που βρίσκονται πίσω από αυτά τα μεγέθη. Όπως έγραφα και στο τελευταίο σημείωμα του περασμένου έτους, το «ηθικό σοκ» της τραγωδίας και η συνακόλουθη οργή συνδυάστηκε, αφενός, με την ιδέα ότι θα μπορούσε ο καθένας και η καθεμία να είναι σε αυτό το δυστύχημα ανεξαρτήτως ατομικών επιλογών –αυτό που στη θεωρία ονομάζεται «απόδοση ομοιότητας»– καθώς και με την πεποίθηση ότι η κυβέρνηση φταίει και συγκαλύπτει τις ευθύνες της. Νέα ώθηση, βέβαια, έλαβαν με τη διάχυση των ηχητικών της φρίκης. Αυτά τα συναισθήματα και αυτές οι διαγνωστικές ερμηνευτικές πλαισιώσεις, ωστόσο, δεν προεξοφλούν μια κοινή πεποίθηση για το τι πρέπει να γίνει εφεξής. Σίγουρα μαρτυρά ένα αίτημα να μην αποτελέσει το τραγικό συμβάν μέρος μιας νέας καθημερινότητας. Με κάποιον τρόπο, επομένως, επερωτά την παρακμή των υποδομών και την απουσία του κράτους, τη διαφθορά και την τοποθέτηση των κερδών πάνω από τις ζωές των ανθρώπων –αν και αυτά τα αιτήματα απευθύνονται δυνητικά σε όλες τις παρατάξεις και όχι προνομιακά στην Αριστερά. Σίγουρα επίσης αποτυπώνει εύληπτα το «παράδοξο της (ιδεολογικής) καταστολής», δηλαδή την αποτυχημένη προσπάθεια της κυβέρνησης να κατευνάσει τις αντιδράσεις με μέτρα ιδεολογικής καταστολής, τα οποία εξοργίζουν. Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κοινωνικό φόντο στο οποίο έλαβαν χώρα οι κινητοποιήσεις, χαρακτηρίζεται από έντονη οικονομική δυσαρέσκεια, η οποία δίνει πρόσθετο βάθος στις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη.
Όσον αφορά το οργανωτικό σκέλος, οι κινητοποιήσεις ήταν μεγάλες γιατί ήταν ακομμάτιστες, καλέστηκαν από τους συγγενείς των θυμάτων και περιφερειακά από διάφορους φορείς, και τα κόμματα της Αριστεράς είχαν διακριτική παρουσία (τα υπόλοιπα απουσίαζαν). Ο κόσμος στην εποχή της βαθιάς κρίσης εκπροσώπησης δεν θέλει να θέσει εαυτόν στην υπηρεσία των κομμάτων και να καταγραφεί ως κομματικός οπαδός. Δεν θέλει, κοντολογίς, να εργαλειοποιηθεί η συμμετοχή του από κάποιον τρίτο. Μία δεσπόζουσα αντινομία της εποχής μας είναι ότι χωρίς την πληθυντική Αριστερά πολύ δύσκολα η κινηματική δραστηριότητα θα ήταν αξιοπρόσεκτη στην Ελλάδα, αλλά την ίδια στιγμή οι πιο αξιοπρόσεκτες στιγμές αυτής σχετίζονται με τη μη εμφανή εμπλοκή της πληθυντικής Αριστεράς. Άλλωστε, ζούμε σε εποχή όπου η «συλλογική δράση» (collective action) έχει μετατραπεί σε «συνδετική δράση» (connective action), όπου οι οργανώσεις παίζουν δευτερεύοντα ρόλο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πρωτεύοντα.
Τι συνέπειες μπορούν να έχουν οι εν λόγω κινητοποιήσεις; Αρχικά, αξίζει να αναφερθώ στις βιογραφικές συνέπειες που έχουν για τα νέα παιδιά που δεν έχουν προλάβει μεγάλα κινηματικά γεγονότα. Το αν θα διαμορφωθεί μια «γενιά των Τεμπών» δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε τόσο νωρίς, καθώς μπορεί να προκύψουν και άλλα καταλυτικότερα γεγονότα, πολλώ δε μάλλον τα πολιτικά χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς. Έπειτα, είναι οι κοινωνικές συνέπειες. Είναι πολύ πιθανό να εμπεδώνεται σε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας ότι η νεοφιλελεύθερη ζούγκλα δεν συνάδει με το αίτημα ούτε του εκσυγχρονισμού, ούτε της ασφάλειας. Δηλαδή, μπορεί να απομακρύνονται από την κυβέρνηση ακόμα και μέρη της κοινωνικής της συμμαχίας. Είναι πιθανό το νεοφιλελεύθερο τρένο που έτρεχε ανέμελο στον κατήφορο να προσέκρουσε στο όριο αντοχής και ανοχής της ελληνικής κοινωνίας. Είναι πιθανό αυτή η τελευταία να θέλει να κλείσει ένας κύκλος σκανδάλων, τραγωδιών, οικολογικών καταστροφών, που σχετίζονται με τη διάλυση του κράτους. Όμως είναι σίγουρο ότι η φράση «Δεν έχω οξυγόνο» μπορεί να συμπυκνώσει πολλά και διαφορετικά βιώματα, πολλών και διαφορετικών ανθρώπων.
Ας πάμε και στις θεσμικές συνέπειες. Είναι δυνατό να δρομολογηθούν πολιτικές εξελίξεις λόγω της κοινωνικής αντίδρασης στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Μπορεί. Είτε άμεσα, αν κάποια πολιτική δύναμη κινηθεί δυναμικά με πρόθεση να εκφράσει τα διάχυτα αιτήματα μιας πλειοψηφίας που νιώθει να μην έχει οξυγόνο, ή αν περισσότερα του ενός κόμματα κηρύξουν εκεχειρία μεταξύ τους, προκειμένου να εργαστούν για τον εν λόγω υπερκομματικό σκοπό, είτε έμμεσα, εντασσόμενες σε μια μακρόσυρτη διαδικασία απονομιμοποίησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος