Συνεντεύξεις

Δημήτρης Παπανικολάου: Συζήτηση για την οικογένεια σημαίνει συζήτηση και για την κοινωνία, τις δομές, τις σταθερές, αλλά και τους αυτοματισμούς της

Οχι μόνο δεν κρύβεται ο ίδιος πίσω από τις λέξεις του, αλλά βγάζει και τα δικά μας άπλυτα στη φόρα. Ο Δημήτρης Παπανικολάου δεν είναι μόνο καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Δεν είναι μόνο ένας από τους πλέον αξιόλογους συγγραφείς με εξαιρετικές δημοσιεύσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πάνω απ’ όλα, είναι και ένα νέο παιδί, που αναζητά το νέο, αξιολογώντας το παλαιότερο. Και το κάνει σε όλους τους τομείς έρευνας που καταπιάνεται: πολιτισμικές σπουδές, queer θεωρία, σπουδές Φύλου. Και μάλιστα, με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσε κανείς: με τη γραφή και το παράδειγμά του

Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου «Κάτι τρέχει με την οικογένεια: Εθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης» (εκδόσεις Πατάκη) είναι πάνω απ’ όλα ένα γερό ταρακούνημα. Στιγμές τρυφερό (όπως κουνάει η μητέρα το μωρό για να ησυχάσει), στιγμές γλαφυρό, αλλά κυρίως αληθινό και καίριο.

Ο Δ. Παπανικολάου με αυτό το αυτοβιογραφικό κριτικό δοκίµιο καταθέτει μια µελέτη πολιτισµικής ιστορίας κι ένα αφήγηµα κουίρ θεωρίας, εξηγώντας ακριβώς τι επιτέλους «τρέχει με την ελληνική οικογένεια» και γιατί αυτό μας αφορά όλους.

 

Τη συνέντευξη πήρε η Νόρα Ράλλη

● Πώς γίνεται μια μελέτη για την οικογένεια να μετασχηματίζεται σε βαθιά πολιτική και κοινωνική κριτική;

Αυτό που προσπαθώ να δείξω είναι ότι η ίδια η συζήτηση για την οικογένεια στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε μια βαθιά πολιτικοκοινωνική κριτική. Και αυτό γιατί συζήτηση για την οικογένεια σημαίνει συζήτηση και για την κοινωνία, τις δομές, τις σταθερές, αλλά και τους αυτοματισμούς της. Συζήτηση για την οικογένεια σημαίνει και την επαναφορά ζητημάτων όπως: δημόσιο/ιδιωτικό, έμφυλη ιεραρχία και βία, σεξουαλικότητα, καταπίεση, υπέρβαση. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, αν παρατηρήσεις, μιλάμε πολύ για την οικογένεια και ίσως στην Ελλάδα περισσότερο -για την ελληνική οικογένεια- ενδεχομένως και γιατί την βλέπουμε να αλλάζει. Αρα δεν μετασχηματίζει την οικογένεια μόνο η μελέτη μου σε βαθιά πολιτική και κοινωνική κριτική. Αυτό έχει ήδη συμβεί. Και στη δημόσια σφαίρα και στην κουλτούρα μας.

● Γιατί τόσοι «Κυνόδοντες» πλέον στην Ελλάδα; Είναι «πλέον» ή ήταν πάντα έτσι;

Ο «Κυνόδοντας» ήταν μια ταινία για μια περίκλειστη οικογένεια που οργανώνει εργαστηριακά και τόσο επίμονα τη διαχείριση των μελών της, την εκπαίδευση, τον εγκλεισμό, τον αποκλεισμό, την «υγεία», αλλά και τη διαρκή καταστολή τους. Πρωτοβγήκε στις αίθουσες Σεπτέμβρη 2009, τους μήνες που όλοι θυμόμαστε ως την αρχή της ελληνικής κρίσης. Η ταινία σάρωνε (μαζί με τη «Στρέλλα», του Πάνου Κούτρα) στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στις 2 Μαΐου 2010.

Ακριβώς δέκα μέρες πριν, ο Γιώργος Παπανδρέου, από το Καστελόριζο, είχε ανακοινώσει το πρώτο μνημόνιο. Εκεί, στο περίκλειστο και σημαιοστολισμένο λιμανάκι του ακριτικού νησιού, ο τότε πρωθυπουργός έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά, όλα είναι υπό έλεγχο και ότι η ευρωπαϊκή και ελληνική ηγεσία θα μας φροντίσουν. Και στις μεγάλες οθόνες ο Χρήστος Στέργιογλου, ο «μπαμπάς» στον «Κυνόδοντα», έλεγε κάτι παρόμοιο στα κλειδωμένα (και στην πιο εμβληματική σκηνή της ταινίας, παραταγμένα κάτω από σημαιάκια) κινηματογραφικά «παιδιά» του. Ακόμα και τυχαία να ήταν αυτή η σύνδεση (που, από μια άποψη ήταν), δεν μπορούσες να μην την κάνεις! Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι σκηνές του «Κυνόδοντα» έγιναν οι πιο εύχρηστες αλληγορίες της Ελλάδας του μνημονίου.

● Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, υπάρχει κάποια διαφοροποίηση;

Τότε, κάτι «είπε» ο Κυνόδοντας -και τη στιγμή που πρωτοκυκλοφόρησε και στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων. Κάτι «λέει» ακόμα ο κινηματογράφος του Λάνθιμου, τα σενάρια και το θέατρο του Φιλίππου, οι ταινίες του Κούτρα, της Τσαγγάρη, του Οικονομίδη, το θέατρο του Δημήτρη Δημητριάδη, η θεατρική παρουσία της Λένας Κιτσοπούλου κ.ο.κ.

Το θεατρικό έργο «Στέλλα κοιμήσου» (με την περιγραφή μιας παράστασης του οποίου ξεκινάω την αφήγηση στο βιβλίο μου) παίζεται φέτος για τρίτη χρονιά στην Αθήνα. Κι αν γυρίσει κανείς και κοιτάξει την υπόλοιπη θεατρική, κινηματογραφική και μυθιστορηματική παραγωγή, η οικογένεια (και μάλιστα η «οικογένεια σε βραχυκύκλωμα» όπως την περιγράφω), μοιάζει να έχει γίνει το αγαπημένο θέμα μας την τελευταία δεκαετία. Το ζήτημα είναι να συζητήσουμε το γιατί και να μη μείνουμε σε μια απλοϊκή ανάγνωση του τύπου «οικογένεια σε παροξυσμό = κοινωνία σε κρίση».

● Τι άλλο, δηλαδή, μπορεί να σημαίνει αυτή η προβληματισμένη «επιστροφή στην οικογένεια»;

Ο,τι ακριβώς και η ερώτησή σου: μια επιστροφή σε ό,τι πάντα αναδύεται όταν πιάνεις τα θέματα της οικογένειας, της συγγένειας και της ανθρώπινης συνδεσιμότητας. Αυτή η «ριζοσπαστική επιστροφή στην οικογένεια» μπορεί να σημαίνει παράλληλα και τη διάθεση να ξανακοιτάξουμε τους ηθικούς δεσμούς που μας δένουν με τους άλλους και με την Ιστορία (όπως συμβαίνει σε πολλά πρόσφατα ελληνικά μυθιστορήματα)· τη διάθεση να προβληματιστούμε για τον συμβολικό κόσμο και τα ταμπού με τα οποία δένεται η συγγένεια (όπως συμβαίνει στον θεατρικό κόσμο του Δημητριάδη, για παράδειγμα)· την ανάγκη να εικονογραφήσουμε την οικογένεια ως τραύμα, αλλά και να εκφράσουμε τη διάθεση υπέρβασής του (όπως συμβαίνει στο παγκόσμιο θέατρο που ξανανέβηκε τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, αλλά και στο θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη που τόσο ξαναβλέπουμε)· την προσπάθεια να δείξουμε νέους κοινωνικούς δεσμούς και καινούργιες διεκδικητικές ταυτότητες (γι’ αυτό είναι κομβικές οι ταινίες «Στρέλλα» και «Ξενία» του Κούτρα)· την τάση να μιλήσουμε, μέσω της οικογένειας, αλληγορικά για την κοινωνία (όπως συμβαίνει στις ταινίες του Λάνθιμου, της Τσαγγάρη, του Οικονομίδη).

Και βεβαίως, τη μεγάλη ανάγκη να ξαναθέσουμε ζητήματα καταπίεσης, εγκλωβισμού, εθνικισμού, υπόρρητου ρατσισμού και φοβίας, όλης της μισαλλοδοξίας, που συχνά φέρνει μαζί της η ιδέα της «Αγίας ελληνικής οικογένειας». Αν γεμίζει ρωγμές αυτό το σχήμα τα τελευταία χρόνια είναι γιατί είναι πλέον ανάγκη να καταφέρουμε να δούμε καθαρά κι όλα τα παρελκόμενά του.

● Πάντα (και σε αυτό το βιβλίο) χρησιμοποιείς την τέχνη (λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφο, ποίηση) ως βασικό συνδετικό κρίκο πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Γιατί;

Δεν θα την έλεγα κοινωνιολογική, αλλά πολιτισμική ανάλυση. Μια ανάλυση δηλαδή που προσπαθεί, διαβάζοντας «κείμενα» της κουλτούρας, να βρει τα εργαλεία, να ενημερώσει τους αναλυτικούς όρους, να ξανασκεφτεί τις συνδέσεις, προσπαθώντας να ξαναμιλήσει για το πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν και το παρόν, την ιστορική και την πολιτική συνθήκη.

● Στο βιβλίο κάνεις λόγο για κατεδάφιση του «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στην Ελλάδα της κρίσης; Γιατί; Ειδικά όταν όλα και συχνότερα παρατηρούμε ακριβώς αυτό: μια επιστροφή στις πιο συντηρητικές αξίες και εικονογραφίες της οικογένειας, σε μια Ευρώπη αλλά και Ελλάδα γεμάτη Ακροδεξιά.

Προφανώς και ισχύει αυτό που λες. Κι ίσως κάθε μήνα όλο και περισσότερο βλέπουμε μια σκλήρυνση των έμφυλων ιεραρχιών, μια άνοδο της ρατσιστικής και έμφυλης βίας, μια όλο και πιο σκληρή προώθηση φοβικών εικόνων εθνικισμού και ηθικού πανικού.

Αναρωτιέμαι μάλιστα αν στο βιβλίο κατέληξα να επιμένω τόσο πολύ σε αυτή την «κατεδάφιση του “Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”» (που όντως συνέβη και συμβολικά και στην καθημερινότητα τα χρόνια της κρίσης) ίσως για να ξορκίσω το αντίθετό της, που επίσης συνέβη: αυτή την απίστευτη και ταυτόχρονη παλινόρθωση!

Κι εδώ έρχεται ακριβώς το βασικό μου επιχείρημα: το πρόβλημα δεν είναι η οικογένεια, η συγγένεια, οι εθνικές ή άλλες κοινωνικές συνδηλώσεις της. Το πρόβλημα είναι το πώς τοποθετείσαι πολιτικά απέναντί τους.

● Ποια είναι η δική σου κριτική για την οικογένεια; Ειδικά στην Ελλάδα τού σήμερα;

Σε σχεδόν ελεύθερο συνειρμό, η ελληνική οικογένεια για μένα δεν είναι παρά ένα… Εργοστάσιο τύψεων. Αποθήκη (και παρακαταθήκη) αισθημάτων. Αρχείο άνω κάτω. Εγκλωβίζει. Στηρίζει. Προσέχει. Σε έχει. Απ’ αυτήν όλο λέμε, όλο σχεδιάζουμε, μα δεν φεύγουμε. Κι όμως, τόσο πολύ συχνά, της ξεφεύγουμε…

● Για το τέλος θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι εκ πρώτης ανάγνωσης, ίσως παρεξηγήσιμο: μιλάμε για το σήμερα, γράφεις για τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στην ελληνική κοινωνία και κυρίως στην επίσημη πολιτική, αναφέρεσαι στην έμφυλη ταυτότητα, τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, τις νέες μορφές οικογενειακότητας. Ωστόσο, θα ρωτήσω: παρότι στην Ελλάδα έχουμε πια μεγάλα Prides, έχουμε επιτέλους νομοθετικό πλαίσιο για το σύμφωνο συμβίωσης που να συμπεριλαμβάνει και ομόφυλα ζευγάρια, μια προοδευτική πολιτική ταυτότητας φύλου, δεν έχω δει μία ή έναν πολιτικό της κεντρικής πολιτικής σκηνής να δηλώνει ανοιχτά ομοφυλόφιλη/ος. Τι σημαίνει αυτό;

Αυτό ισχύει. Ενδεχομένως γιατί στην Ελλάδα λειτουργεί ακόμα μια πολύ προβληματική άποψη σχετικά με τα όρια του δημόσιου και του ιδιωτικού και τον ρόλο που παίζει το μεν και το δε σε κάθε άνθρωπο.

Αν και συνεχώς χρησιμοποιούμε το επιχείρημα «μα δεν μας ενδιαφέρει το τι κάνει ένας πολιτικός στο κρεβάτι του», προφανώς δεν το εννοούμε. Διαφορετικά, δεν θα έσπευδαν οι περισσότεροι πολιτικοί να φωτογραφίζονται και να ανεβαίνουν στα προεκλογικά μπαλκόνια με τους/τις συντρόφους τους. Απλώς, ο τρόπος με τον οποίο θεωρούμε ότι πρέπει να δημοσιοποιείται το ιδιωτικό δεν είναι ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους.

Για τους ομοφυλόφιλους, το να δημοσιοποιήσουν μια κεντρική συνθήκη της ταυτότητας (και συχνά της κατά καιρούς καταπίεσής τους) θεωρείται προβληματικό, φασαριόζικο, μια εντελώς προσωπική τους υπόθεση που πρέπει να την κρατούν βαθιά κρυμμένη μέσα τους (και συχνά να εκβιάζονται γιατί την κρύβουν).

● Οπότε;

Το να πω ότι αυτό πρέπει να σταματήσει θα ήταν απλοϊκό – ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Αλλά ας δούμε και τη συνολική συνθήκη στην οποία όλοι συμμετέχουμε, και ας την αλλάξουμε. Και αυτήν. Το αν υπάρχουν γκέι πολιτικοί (ή καθηγητές ή δημοσιογράφοι ή δημόσια πρόσωπα γενικά) που δεν θέλουν να το δηλώσουν είναι εντελώς δική τους υπόθεση.

Αυτό, όμως, που είναι υπόθεση όλων μας είναι η μοναξιά που νιώθει το ομοφυλόφιλο και διεμφυλικό παιδί, όταν νομίζει ότι κανείς γύρω του δεν είναι σαν κι αυτό. Σε αυτό το παιδί αν ήταν να μιλήσω για την ερώτησή σου, θα έλεγα ότι προφανώς και υπάρχουν μαχητικές λεσβίες βουλευτίνες, καλοί γκέι υπουργοί, γνωστοί πολιτικοί, άτομα σε κομβικές διοικητικές θέσεις.

Το αν κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν καταφέρει να εκφραστούν δημόσια γι’ αυτή την πλευρά της ζωής τους, ανήκει σε μια από τις πολλές πολιτικές συνθήκες τις οποίες οι νεότερες γενιές καλούνται, εκ των πραγμάτων, να ανατρέψουν.

● Τέλος, ποιος πρέπει να διαβάσει το βιβλίο περισσότερο: η μαμά ή το παιδί;

Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να γράφω για την επόμενη γενιά. Μάλιστα, κάποιες πρόσφατες δημόσιες συζητήσεις για το βιβλίο με πείθουν ότι νεότερες/οι συνομιλητές, αυτή η νεοκινηματική καινούργια γενιά, την οποία πολύ θαυμάζω, μάλλον είδαν θετικά το βιβλίο. Ξέρω επίσης καλά ότι γράφω πολύ για τους (και συνήθως με τους) συνομηλίκους μου, γράφω άλλωστε τόσο αυτοβιογραφικά κι ας κάνω δοκίμιο.

Αλλά, καλώς ή κακώς, είμαι ακόμα στο άγχος αν μπορώ (ή κι αν αξίζει), ταυτόχρονα με όλα αυτά, να απευθύνομαι στις προηγούμενές γενιές: Να εξηγώ, δηλαδή, και να πείθω «τους μεγαλύτερους» ποιες είναι οι μεταξύ μας διαφορές, τι μας χωρίζει, γιατί χρειάζεται ν’ ακούσουν αυτό που έχουμε να προτείνουμε.

Δεν ξέρω άλλη γενιά από τη δικιά μας –όσους δηλαδή γεννήθηκαν στη μεταπολιτευτική δεκαετία του ’70– που να της υπονόμευσαν τόσο πολύ τη δυνατότητα να αναπτυχθεί αυτόνομα, να προσδιοριστεί ως διαφορετική και να αποκτήσει τη δική της φωνή. Κι αναρωτιέσαι μετά, γιατί αυτή η γενιά φτιάχνει «Κυνόδοντες»…

● Ζεις και διδάσκεις σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό. Πώς σε βλέπουν ως Ελληνα;

Ξέρω γιατί με ρωτάς… Για να σου ξαναπώ ότι τα τελευταία χρόνια, καλώς κακώς, από εκεί που νομίζαμε ότι κρατάγαμε μια ευρωπαϊκή ταυτότητα στο τσεπάκι μας, γίναμε ξανά Ελληνες (γιατί όλοι μας μίλαγαν για την ελληνική κρίση) – αλλά όχι μόνο εμείς. Το κλειστό εθνικό πλαίσιο επιστρέφει παντού. Σκέψου ότι διδάσκω σε μια χώρα, στην Αγγλία, που μόνο για λίγους μήνες ακόμα θα είναι στην Ευρωπαϊκή Ενωση…

Οπως και τόσοι άλλοι μετανάστες στον κόσμο, είμαι διαρκώς σε εγρήγορση να δω το πώς με αντιμετωπίζουν, μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα. Αυτό είναι ένα συναίσθημα διαρκές, που με κάνει εντελώς αλληλέγγυο με όσους, όπου γης, το μοιράζονται (συνήθως σε συνθήκες πολύ λιγότερο προνομιούχες από τη δική μου).

● Είναι τελικά τόσο καλύτερες οι σπουδές στο εξωτερικό;

Βλέπω ότι κάθε φορά που τίθεται αυτό το ερώτημα προκαλεί καβγάδες που δύσκολα αποφεύγει κανείς. Εχω πολύ συγκεκριμένη εμπειρία, από συγκεκριμένα ιδρύματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και συγκεκριμένους κλάδους. Από αυτά που έχω δει εγώ, το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα πανεπιστήμια (που σίγουρα υπάρχουν). Είναι η μανιακά διαχεόμενη ρητορική ότι οι προκλήσεις αυτές είναι μόνο ελληνικές.

Είναι μια τρομερή κινδυνολογία που αντί να αντιμετωπίσει προβλήματα κοιτάζει πώς να υπονομεύσει περισσότερο τη δημόσια παιδεία.

Και φυσικά, είναι και η τάση να μπερδεύουμε τους όρους της συγκεκριμένης συζήτησης -την οποία (σ.σ. τάση) επίσης δύσκολα αποφεύγουμε.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών