Συνεντεύξεις

Δημήτρης Γιατζόγλου: Σημειώσεις για μια συνομιλία

Το κείμενο του Δημήτρη Γιατζόγλου, ενός ανθρώπου της «Εποχής», εγκαινιάζει σήμερα τη στήλη που επιμελείται η Ομάδα για τον Διάλογο στην Αριστερά.
 
Να το θυμίσουμε: μερικές εβδομάδες πριν «συστηθήκαμε» με ένα κείμενο δήλωσης …προθέσεων: στις (ηλεκτρονικές) σελίδες της στήλης, να φέρουμε κοντά ανθρώπους και συλλογικά υποκείμενα της πολιτικής Αριστεράς, να μοιραστούμε εμπειρίες ανθρώπων και εγχειρημάτων από το χώρο της «κοινωνικής Αριστεράς» (τον συνδικαλισμό, τα κινήματα, την τοπική αυτοδιοίκηση, τον πολιτισμό και τη θεωρία), να δημιουργήσουμε και να ζεστάνουμε σχέσεις με συντρόφους και συντρόφισσές μας στην Ευρώπη, την Αμερική κι όπου αλλού «κάτι κινείται».
 
Το σημερινό άρθρο είναι η αρχή. Τις επόμενες μέρες, η στήλη θα φιλοξενήσει ένα «πολυφωνικό» αφιέρωμα στην υπόθεση που συγκλονίζει όλο τον κόσμο: στην παλαιστινιακή υπόθεση – την αντίσταση στη γενοκτονία και το κίνημα αλληλεγγύης, που τα τελευταία 24ωρα ετοιμάζει μια ιστορική πορεία στη Γάζα.
 
***
 
Η Ομάδα της Εποχής για τον Διάλογο στην Αριστερά είναι οι: Κλεονίκη Αλεξοπούλου, Χάρης Γολέμης, Κυριακή Κλοκίτη, Τάσος Κορωνάκης, Χριστίνα Κυδώνα, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Βασίλης Παπαστεργίου, Δέσποινα Σπανούδη
 
***
 
Όσοι εξακολουθούμε να θεωρούμε την Αριστερά σαν την «πόλη της καρδιάς μας», τόπο ενός συλλογικού φαντασιακού των ουτοπιών της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης, φορέα ιδεών και αγώνων για την πραγμάτωσή τους και που δεν μας ενδιαφέρει η πολεοδόμηση νέων κεντροαριστερών προαστίων, είμαστε υποχρεωμένοι να συνομιλήσουμε για τη σημερινή της κατάσταση – και για τη δική μας προσωπικά. Να αναλάβουμε την ευθύνη για ένα παρελθόν που πρέπει να παραμείνει ζωντανό.
 
Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη από μια (ψευδή) «ορθολογική ουδετερότητα» για να το κάνουμε. Ούτε όμως από εξωραϊσμούς, από τη λογική των αυτοδικαιώσεων, από την ιστορική τελεολογία για την αναπόφευκτη έλευση του σοσιαλισμού, με την οποία το ΚΚΕ (και όχι μόνο) επενδύει τον διαρκή πολιτικό του αναχωρητισμό. Είναι η πολυσύνθετη κρίση και του δικού μας χώρου που πρέπει να εξεταστεί. Και το πώς της εξόδου από την καθήλωση.
 
Η συγκυρία της πολιτικής σύγχυσης
 
Αφετηρία δεν μπορεί παρά να είναι η συγκυρία. Στην Ελλάδα του 2025. Με τις κοινωνικές ανισότητες να οξύνονται αλλά να θεωρούνται από την κυρίαρχη ιδεολογία κινητήρια δύναμη προόδου. Με τον δεξιό λαϊκισμό να κατακερματίζει τον κόσμο της εργασίας σε ομάδες-αποδέκτες επιδομάτων και το ατομοκεντρικό πρότυπο επιβίωσης και ανέλιξης να υπονομεύει ιδέες και πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης. Με τον «φιλελεύθερο αυταρχισμό» να επιστρατεύεται για να εξασφαλιστεί η πειθαρχημένη κοινωνική συνοχή που απαιτείται για την καπιταλιστική μεγέθυνση. Με την ακροδεξιά που «κανονικοποιείται» – όχι μόνο συμμετέχοντας σήμερα στη διακυβέρνηση, αλλά και επειδή ο κυνικός καιροσκοπισμός της αύξησης της εκλογικής καταγραφής φλερτάρει, δια της παρασιώπησης, με ακροδεξιά ακροατήρια. (Το «πολιτικό παράδειγμα» Κωνσταντοπούλου βοά). Και με την Αριστερά να περιστρέφεται γύρω από το σημείο μηδέν της πολιτικής. Η οποία διαβάζει τη συγκυρία και τις τάσεις της, ανακυκλώνοντας τη διάγνωση περί μη αντιστρεπτής φθοράς της κυβέρνησης, ακολουθεί όμως ασθμαίνοντας την ατζέντα της, αμφισβητώντας απλώς, κατά κανόνα, την ποσοτική αξιοπιστία των στόχων και των μέτρων.
 
Σε μια ιστορική στιγμή, που η Δεξιά ηγεμονία της «μακράς ιστορικής διάρκειας» (έστω και ως παθητική κοινωνική συναίνεση) αποτελεί υπαρκτή εκδοχή της εξέλιξης και όχι παραμύθι με δράκους, η Αριστερά μοιάζει να μη μπορεί (ή να μη θέλει) να οδηγήσει τη σύγκρουση στο δικό της πεδίο, αυτό της θεμελιώδους, καθολικής διαιρετικής τομής Αριστερά/Δεξιά.
 
Βιώνει την απώλεια της στρατηγικής της αυτονομίας ως αναπόφευκτη. Ένα τμήμα της, που διαβεβαιώνει ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», εξαντλεί τη βεβαιότητα με την ανακύκλωση της ρητορικής μιας απροσδιόριστης ρήξης, ενισχύοντας την αίσθηση του ανέφικτου. Ένα άλλο υιοθετεί τυπικά στερεότυπα του αντίπαλου αφηγήματος – ο ισχυρός ιδιωτικός τομέας ως προϋπόθεση ισχυρού κοινωνικού κράτους, ο πατριωτισμός μέσα από τις κάνες των όπλων, ο «ήπιος καπιταλισμός» ως ρεαλιστικό όριο μιας (εξίσου απροσδιόριστης εννοιολογικά και πραγματολογικά) «προοδευτικής διακυβέρνησης».
 
Και τα δυο τμήματα αντιμετωπίζουν μια διπλή αλληλοτροφοδοτούμενη κρίση: κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και κρίση πολιτικής στρατηγικής. Η Αριστερά είναι ενσωματωμένη στο κάδρο της πολιτικής σύγχυσης. Δεν είναι μόνο η αποδοχή της ΤΙΝΑ έναντι του καπιταλισμού, αλλά και της ΤΙΝΑ έναντι του σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμισμού των μικροβελτιώσεων, ως μόνη ιστορική δυνατότητα της εποχής. Αν όμως η Αριστερά δεν μπορεί να προτείνει στους κοινωνικά υποτελείς ένα πολιτικό σχέδιο που να τους εμπνέει και να τους κινητοποιεί, για ένα μέλλον που δεν θα είναι η αναπαραγωγή του δυσβάσταχτου παρόντος τους, η αναζήτησή του επόμενου ικανού «μάνατζερ – ζωής» θα είναι γι’ αυτούς μονόδρομος.
 
Ένας αναγκαίος «στρατηγικός απολογισμός»
 
Δεν πρόκειται για τους – πολιτικά κενούς – «απολογισμούς» του συρμού. Της αποσπασματικής λαθολογίας και των ανώδυνων mea culpa – μιας πρακτικής που καταλήγει τελικά στην απόκρυψη. Η ανανέωση της πολιτικής δυναμικής του αριστερού ριζοσπαστισμού έχει ανάγκη από έναν απολογισμό που αποκαθιστά τον δεσμό των προταγμάτων και των ιδεών με την ιστορικότητά του.
 
Χρειαζόμαστε τη σαφήνεια των εννοιών. Όχι τη «συμπαγή εννοιοκρατία», που καταλήγει σ’ έναν αποστεωμένο θεωρητικισμό, αμετάφραστο σε «Πολιτικό Πρόγραμμα» (ο αλτουσεριανός μαρξισμός είναι ενδεικτικό παράδειγμα). Χρειαζόμαστε την ιστορική διάσταση της συγκυρίας. Η ιστορία είναι παρούσα. Όχι ως φορέας νοήματος και μοίρας. Αλλά ως σύγκρουση υλικών συμφερόντων, αντίπαλων ιδεολογιών και πολιτικών σχεδίων. Ως πολιτική πράξη που ανατρέπει τη γραμμικότητα της εξέλιξης. Ο εντοπισμός των συγκεκριμένων συναρθρώσεών τους παράγει γνώση. Η αγνόησή της οδηγεί στην «ευτυχισμένη αυταρέσκεια» – και η πολιτική στρατηγική της «σύγχρονης αριστεράς» συναιρείται στο υποκατάστατο των «πλατύτερων δυνατών πολιτικών συμμαχιών».
 
Τριάντα έξι χρόνια μετά, το 1989 μοιάζει πολύ μακρινό. Νέοι και νέες που ανήκουν σήμερα στην Αριστερά ήταν αγέννητοι/ες. Αλλά παραμένει το εμβληματικό ορόσημο μιας μεγάλης ήττας. Της αρχής των αλλαγών τεκτονικού χαρακτήρα στην πολιτική γεωγραφία των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των ρηγμάτων στο αριστερό φρόνημα.
 
Οι κομμουνιστές βιώνουν μια ταυτοτική απώλεια. Η επαναστατική τους παράδοση δεν εκλαμβάνεται παρά ως η μήτρα ενός εγγενούς ολοκληρωτισμού. Η σοσιαλδημοκρατία προσχωρεί πλησίστια στο αφήγημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ως μονόδρομο της «προόδου». Διανοούμενοι, εκ της Αριστεράς προερχόμενοι, πυροβολούν τις «ελαττωματικές της ιδέες» (πολύ πριν από τον Βορίδη) και ανακαλύπτουν τις «αρετές του καπιταλισμού». Ένα εμβληματικό σύνθημα καταλήγει στην εκδοχή «καπιταλισμός ή βαρβαρότητα».
 
Η κρίση γίνεται για την Αριστερά κατάσταση κανονικότητας και όχι εξαίρεσης. Μια εξέλιξη της μεγάλης ιστορικής κλίμακας που δεν έχει κλείσει.
 
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, εδώ σε μας, αναδύεται «το ιστορικό παράδοξο – ΣΥΡΙΖΑ». Ως απόπειρα μιας απάντησης στην κρίση. Ως «παράδειγμα επιστροφής της Αριστεράς» και ως διάψευση του πεπρωμένου της εξαφάνισής της. Παράδειγμα και με την άνοδο και με την πτώση του – έξω από τις μονοθεματικές ερμηνείες της «λαϊκιστικής εξαπάτησης» ή του μνημονιακού συμβιβασμού ως «προπατορικού αμαρτήματος» που προεξοφλεί την ήττα.
 
Είναι «η πρόκληση του ριζοσπαστισμού» και όχι η ρεαλιστική μετριοπάθεια αυτή που καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ φορέα μιας πολιτικής ελπίδας για τους υποτελείς και τους «αόρατους» και που τον φέρνει το 2015 στην κυβέρνηση. Δεν είναι όμως μόνο ο συμβιβασμός του 3ου μνημονίου που αποσταθεροποιεί τη σχέση του με την κοινωνική και εκλογική του βάση. Είναι η υπαγωγή του στο πρότυπο άσκησης της πολιτικής στις «κορυφές» του πολιτικού συστήματος, αδρανοποιώντας έτσι την κοινωνική κινητοποίηση και συνέργεια. Είναι η αδυναμία να δώσει στον αριστερό ριζοσπαστισμό το βάθος και τη συνοχή ενός συγκεκριμένου «προγράμματος μετάβασης» που να κάνει ορατή την εναλλακτικότητά του. Είναι τέλος, η αυθαίρετη «ανάγνωση» του εκλογικού αποτελέσματος του 2019 από τον Τσίπρα ως στρατηγική ήττα του εγχειρήματος, η απολυταρχική του απόφαση για το κλείσιμο του κύκλου, το σάλπισμα για το νέο ταξίδι στη θάλασσα των πάσης φύσεως «διευρύνσεων».
 
Στο υπόβαθρο όλων αυτών, το δύσκολο ερώτημα: Αν ο σοσιαλισμός δεν είναι μια εκδοχή του απροσπέλαστου «καφκικού πύργου», με ποια πολιτική στρατηγική μπορούμε να τον εντάξουμε στη χρονικότητα της συγκυρίας ως οδοδείκτη;