Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου δεν είναι εύκολη. Διότι το υπαρκτό και κρίσιμο πολιτικό επίδικο δεν αναδείχθηκε με την απαιτούμενη σαφήνεια. Ούτε με το “Κείμενο των Θέσεων”, ούτε με τις ομιλίες του προέδρου, ούτε με τις τοποθετήσεις των κορυφαίων στελεχών, της πλειοψηφίας αλλά και της μειοψηφίας –με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Εν τούτοις, το επίδικο είχε τεθεί από το βράδυ των εκλογών του 2019 : Ήταν ο «μετασχηματισμός» του κόμματος, ταυτοτικός και οργανωτικός, η μετάβαση στον πολιτικό σχηματισμό – παράταξη που θα συσπείρωνε και θα εξέφραζε δυνάμεις “από την αριστερά μέχρι το προοδευτικό κέντρο”. Αυτό ήταν το ζήτημα που προκάλεσε έναν εκτεταμένο δημόσιο διάλογο, ένα «συνέδριο» του ευρύτερου χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς πριν από το Συνέδριο. Αυτό βρέθηκε στο επίκεντρο του προβληματισμού των μελών κατά την προσυνεδριακή περίοδο, τροφοδοτώντας μια διεργασία πολιτικοποίησης
Στη συνεδριακή διαδικασία, το επίδικο παρακάμφτηκε. Με την υπαγωγή του στον τρόπο εκλογής του ηγέτη και της Κ.Ε. το πολιτικό του περιεχόμενο υποβαθμίστηκε πλήρως. Η «λύση» με τη ψηφοφορία του «76/24» το κατέστησε ιδεολογικά ανενεργό και τη διαβούλευση σε βάθος περιττή. Η μόνη πολιτική στάση που θα το συντηρούσε ως στοιχείο μιας ανασυγκρότησης του αριστερού ριζοσπαστισμού θα ήταν η αποχή της “Oμπρέλας” απ’ αυτήν την ψηφοφορία της απόκρυψης. Δεν επιλέχθηκε. Η επιλογή θα κριθεί στο άμεσο μέλλον.
Το επίδικο του μετασχηματισμού
Στη διάρκεια των τεσσάρων ημερών του Συνεδρίου το επίδικο του μετασχηματισμού αιωρήθηκε μέσα στην αίθουσα χωρίς να κατονομάζεται. Θίχτηκε μέσα από υπαινιγμούς, μέσα από ωσαννά και αναθέματα, υποβιβάστηκε σε πρόβλημα «οργανωτικής ιδεολογίας», σαν παράπλευρη αναμέτρηση νεωτερισμού/αναχρονισμού, σαν ενοχλητική επαναφορά ενός ζητήματος (που είχε ήδη τελεσιδικήσει), η οποία υπονόμευε την ενότητα και αποπροσανατόλιζε από τα μείζονα: Δηλαδή την εκλογική νίκη. Και την ανάγκη ενός ηγέτη “όσο γίνεται πιο ισχυρού για να μπορεί να προωθήσει το πολιτικό ΤΟΥ σχέδιο”, όπως ειπώθηκε από σύνεδρο.
Σκέφτομαι πως αν δεν ήταν η ομιλία του Νίκου Φίλη να υπενθυμίσει το ζήτημα, αν δεν είχε προηγηθεί η σχετική αρθρογραφία στελεχών και μελών της “Ομπρέλας”, αν δεν ήταν επίσης, έστω, η προτροπή προσγείωσης στον «ρεαλισμό» με το δίλημμα “σωτηρία της αριστερής μας ψυχής ή κυβέρνηση”, όπως το διατύπωσε ως κίνδυνο ο Ν. Μπίστης απαντώντας το εμμέσως, ο μετασχηματισμός θα ήταν σαν να μην υπήρχε, ακόμα και ως δευτερεύον επίδικο του συνεδρίου – σαν να μην είχε τεθεί ποτέ ως επιλογή.
Με τη συνέργεια των στερεοτύπων “της τομής μέσα στη συνέχεια” και του “κόμματος εν κινήσει”, το νέο κόμμα θα τα έχει όλα : και ευρύτητα και ριζοσπαστικές ιδέες και ιδεολογία (με την απαρίθμηση των «αξιών») και ανταπόκριση στη ζήτηση της σύγχρονης πολιτικής αγοράς και τον σοσιαλισμό ως «ορίζοντα». Το νέο κόμμα θα είναι απλώς ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός του παλιού. Ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι.
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα
Η απήχηση του συνθήματος “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα” έστειλε πολλαπλά μηνύματα. Επιβεβαίωσε ότι κανένας ρεαλισμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δύναμη του ριζοσπαστισμού ως ενοποιητικού στοιχείου της κοινότητας των αριστερών, ακόμα κι όταν ο ριζοσπαστισμός περιορίζεται στη σφαίρα του «οράματος». Υπενθύμισε ότι ακόμα και σε συνθήκες «χαλαρότητας» στη σχέση των αριστερών με τα κόμματά τους, αυτοί κατέθεταν πάντα στην κάλπη την «ψυχή» τους μαζί με την ψήφο τους σε αυτά. Το στιγμιαίο όμως του συνθήματος, αποσπασμένο από την υπόλοιπη προβληματική της συζήτησης, αποπροσανατόλισε ταυτόχρονα το σώμα του συνεδρίου ως προς το κύριο επίδικο, δηλαδή το ζήτημα του κόμματος, λειτουργώντας ως μηχανισμός «παραγνώρισης». Δεν αναφέρομαι στην όποια ένσταση για τον πραγματισμό μιας χρησιμοθηρίας, αλλά στον αμήχανο τρόπο με τον οποίο η Αριστερά εξακολουθεί να διαπραγματεύεται το ζήτημα του σοσιαλισμού.
Ακόμα κι αν έχουμε απορρίψει πια την ιδέα του σοσιαλισμού ως ιστορική εσχατολογία, αυτός εξακολουθεί να παραμένει μια ουτοπία που η δραστικότητά της φθίνει. Μια ομολογία πίστης για τις επετείους. Δεν είναι κακό αλλά δεν είναι αρκετό και κυρίως δεν είναι αποτελεσματικό. Για να το πω αλλιώς: Ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός του πεδίου των πολιτικών και των ιδεολογικών μας πρακτικών. Για να «πλησιάσουμε» έστω τον ορίζοντά του πρέπει αυτός να γίνει ορίζοντας του πολιτικού μας σχεδίου, διακύβευμα της “μεγάλης πολιτικής”, αυτής που εμπνέει και κινητοποιεί τις μάζες. Η αντιπαράθεση στην ολιστική αφήγηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, έχει ανάγκη τη δική μας μεγάλη, ριζοσπαστική αφήγηση, που επιχειρεί κάθε φορά να αντιμετωπίζει τη συγκυρία ως δυνατότητα μετάβασης, δηλαδή ως «πλησίασμα».
Το «αυτοπρόσωπο» για την Αριστερά
Ξαναγυρίζουμε έτσι στο ζήτημα του κόμματος και της μεταμόρφωσής του, ως συμπύκνωση των παραπάνω. Διότι, για να θυμηθούμε τον Ελεφάντη :
“…Οι αριστεροί έμαθαν να είναι αριστεροί όχι μόνο επειδή υιοθετούσαν ριζοσπαστικές ιδέες, αλλά και διότι εντάσσονταν αυτοπροσώπως σε οργανώσεις ριζοσπαστικές…”. Αυτό λοιπόν βρέθηκε εκτός συζήτησης και όχι μόνο με ευθύνη του προέδρου. Συρρικνώθηκε τελικά στον «τρόπο της εκλογής» και απαξιώθηκε.
Τι σημαίνει σήμερα «ριζοσπαστική οργάνωση» και τι το «αυτοπροσώπως»; Θα πω σχηματικά κάποια πράγματα:
Η κρίση του κομματικού φαινομένου είναι κρίση της πολιτικής – της κοινωνικής της απεύθυνσης, της απώλειας του αυτόνομου ρόλου της, της γραφειοκρατικής της αδιαφάνειας, της απώλειας λαϊκότητας. Τίθεται με διαφορετικό τρόπο για τα κόμματα της Αριστεράς απ’ ότι για τα αστικά κόμματα και δεν είναι πρωτίστως πρόβλημα οργανωτικής «τεχνολογίας».
Το «αυτοπρόσωπο» για την Αριστερά είναι απαράγραπτη προϋπόθεση. Η πολιτική συμμετοχή δεν είναι «συμμετοχή πνεύματος», είναι συμμετοχή ενσώματη. Δεν ταυτίζεται όμως σήμερα με το πρότυπο της απόλυτης στράτευσης περασμένων εποχών για πολλούς λόγους. Η τάση της αποστράτευσης πάντως δεν αντιστρέφεται με τη μετατόπιση στο αστικό περί πολιτικής συμμετοχής και συγκρότησης υπόδειγμα. Η «χαλαρότητα» της ταύτισης με το κόμμα ενδημεί και στην Αριστερά. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπιστεί με κηρύγματα από άμβωνος. Θα χρειαστεί να πειραματιστούμε και να δοκιμάσουμε τρόπους αξιοποίησής και της πιο μικρής διαθεσιμότητας. Όχι για να την αποδεχτούμε παθητικά, αλλά για να την μειώσουμε. Ο κίνδυνος να μετατραπεί το «ψηφιακό κόμμα» σε κυρίαρχο υπόδειγμα συμμετοχής είναι υπαρκτός. Θα μας οδηγούσε στην κατάλυση της εσωκομματικής δημοκρατίας, σ’ ένα μόρφωμα – σύζευξη πολιτικών παραγόντων και «πλήθους».
Το κριτήριο του οργανωτικού ριζοσπαστισμού και της δικής μας αριστεράς θα δοκιμαστεί σ’ αυτό το πεδίο. Θα καταφέρει να επανιδρύσει την πολιτική συμμετοχή ως θετική επιλογή των ανθρώπων και να επαναφέρει το διανοητικό και συναισθηματικό κλίμα που την αιμοδοτεί; Θα καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα του μαζικού κόμματος, ιδιαίτερα μέσα στους νέους, δηλαδή τη μάχη της αναπαραγωγής της;
Δημήτρης Γιατζόγλου