Είναι νομίζω πρόδηλο ότι η πανθομολογούμενη κρισιμότητα των επικείμενων εκλογών δεν έχει αναδειχθεί μέχρι σήμερα στο ουσιαστικό της περιεχόμενο. Η προεκλογική πολιτική αντιπαράθεση είναι αναντίστοιχη με την κρισιμότητα. Η πόλωση, κατά κανόνα, αφορά προβλήματα της διαχείρησης του παρόντος. Δεν επικεντρώνεται στο μείζον –στο ποια είναι τα εναλλακτικά πολιτικά σχέδια για την προοπτική της κοινωνίας, ποιοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί προτείνονται, ποιος συνασπισμός εξουσίας θα ηγηθεί στην υλοποίησή τους και πόσο θα συμμετάσχει η ίδια η κοινωνία. Το κεντρικό αυτό ζήτημα δεν θα συζητηθεί, όπως και τα ερωτήματα που το συνοδεύουν. Ως προς αυτά, η αντιπαράθεση λειτουργεί ως μηχανισμός απόκρυψης και ταυτόχρονα ως μηχανισμός κομφορμιστικής ομογενοποίησης. Κομβικά ζητήματα απωθούνται ως περιττά. Η πολιτική γλώσσα από στοιχείο δακριτότητας καταλήγει σε στοιχείο ταύτισης. Η «εκλογική ζήτηση», όπως την μετρούν επικοινωνιακά επιτελεία και δημοσκόποι, είναι αυτή που καθορίζει την ατζέντα, το ύφος, την «εικόνα».
Ζητήματα όπως ο εθνικισμός, που αφήνει το βαρύ αποτύπωμά του στο αδιέξοδο των σχέσεων με την Τουρκία, διατρέχοντας το σύνολο του πολιτικού συστήματος, και οδηγεί σε μια ανταγωνιστική πλειοδοσία υπερπατριωτισμού. Η αποσιώπηση της αλήθειας ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αποτελεί τη βασική αιτία της όξυνσης των ανισοτήτων. Η σκανδαλώδης φοροαπαλλαγή του μεγάλου πλούτου (με εμβληματικό παράδειγμα αυτό της φορολόγησης των μερισμάτων) και το ταμπού της φοροκλοπής και εισφοροκλοπής της μεγάλης πλειοψηφίας της, χαϊδεμένης από Δεξιά και Αριστερά, «μεσαίας τάξης». Ο «ευρωπαϊσμός» που προσυπογράφει, ρητά ή υπόρρητα, τη νέα ψυχροπολεμική διαίρεση του κόσμου ως εκδοχή της «νεωτερικότητας». Η συμβολή της στρατηγικής της «κεντροποίησης» στην ενίσχυση της δραστικότητας του ακροδεξιού λόγου, είναι και θα παραμείνουν υποφωτισμένα.
Οι πανηγυρισμοί του νικητή το βράδυ των εκλογών δεν θα μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα. Δηλαδή, τη ρευστότητα μιας εκλογικής πλειοψηφίας, σχηματισμένης από αντιφατικές τάσεις και ασύμβατες προσδοκίες, χωρίς τα χαρακτηριστικά ενός σαφούς πολιτικού προσανατολισμού. Η αναζήτηση της ηγεμονίας θα αποτελεί ασταθές και διαρκώς διεκδικούμενο διακύβευμα στον νέο πολιτικό κύκλο.
Θα εξακολουθήσει η πραγματιστική ευελιξία της Δεξιάς να παράγει έναν ηγεμονικό λόγο που αθροίζει κυνικά: τις διευρυνόμενες ανισότητες ως κινητήρια δύναμη της μεγέθυνσης με την κρατική φιλανθρωπία, την «κεντρώα μετριοπάθεια» με το μίσος του δοσιλογισμού για το ΕΑΜ, τον τεχνοκρατικό «εκσυγχρονισμό» με τη βιαιότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, την αναγωγή της «αναβάθμισης» των πανεπιστημίων στον «διοικητικό καταναγκασμό» της λειτουργίας τους; Οι κοινωνικές αντιστάσεις και η συστηματική θεωρητική και ιδεολογική αποδιάρθρωση αυτού του αφηγήματος θα αποτελέσουν μέρος της απάντησης.
Η συγκυρία απευθύνει και στα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς μια πρόκληση ηγεμονίας. Θα μπορέσει να ανταποκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, από όποια θέση του επιφυλάξει η λαϊκή ετυμηγορία, χωρίς μια κριτική επανεξέταση του στρατηγικού πυρήνα της πολιτικής του, χωρίς μια ριζική ανανέωση των ιδεολογικών και πολιτικών πρακτικών του, εγκλωβισμένων για μια μακρά περίοδο στο πεδίο που όρισαν η «κυβερνητικότητα» και η λογική της «ανάθεσης»; Για την Αριστερά που επιμένει στην ιστορική δυνατότητα του σοσιαλισμού, η κοινωνικοποίηση της πολιτικής παραμένει ο αδιαφιλονίκητος δρόμος.
Η αντιπολιτική κατηγόρια για «λαϊκισμό»
Ο δρόμος εξακολουθεί να είναι τραχύς. Αλλά για πρώτη φορά μετά το 1989, αρχίζει να φαίνεται πιο καθαρά η ρηχότητα και η ανεπάρκεια της μεταμοντέρνας μετονομασίας θεμελιωδών οδοδεικτών της Αριστεράς, τους οποίους κόμματα και διανοούμενοι, εδώ και στην Ευρώπη, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως «παρωχημένους».
Γίνεται πια, για παράδειγμα, απολύτως κατανοητό ότι ο «λαϊκισμός» ως έννοια επιστρατεύθηκε και χρησιμοποιείται στην πολιτική αντιπαράθεση εναντίον κάθε θεωρητικής αυστηρότητας, ως ιδεολογικό παράρτημα της «θεωρίας των δύο άκρων», ως «bullying» εναντίον της Αριστεράς. Ότι το δίπολο λαϊκισμός/αντιλαϊκισμός, που υιοθετήθηκε με ζήλο ως ερμηνευτικό πασπαρτού των πολιτικών αντιπαραθέσεων, συσκοτίζει και αποκρύπτει τις πραγματικές, σύνθετες κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις. Ότι αποτελεί, όπως σημειώνει ο Μπαλαμπανίδης, “ένα εννοιολογικό συνονθύλευμα και μια ιδέα αντιπολιτική”, που φιλοδόξησε να αντικαταστήσει την ιστορική διαιρετική τομή Αριστερά/Δεξιά ως νέα, πληρέστερη ερμηνεία της ιστορικής κίνησης, αλλά ενσωματώθηκε πλήρως στο ιδεολογικό οπλοστάσιο και στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού.
Ζούμε τη διάψευση της μεγάλης χίμαιρας για την παγκοσμιοποίηση: Ως μετονομασίας της οικουμενικότητας, ως επαγγελίας για την υπερεθνική υπέρβαση των εθνικών ανταγωνισμών, ως βεβαιότητας ότι αποτελεί δυνατότητα άμβλυνσης των παγκόσμιων ανισοτήτων. Και η διάψευση είναι παταγώδης: Ο πόλεμος της Ουκρανίας επαναφέρει την ψυχροπολεμική διαίρεση του κόσμου και μάλιστα με τη μορφή της «αξιακής» αντιπαράθεσης της «Δύσης» με τον ολοκληρωτισμό. Η ουτοπία του «δημοκρατικού ελέγχου» της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται στα ιστορικά αζήτητα μαζί με την προφητεία του Φουκουγιάμα για το τέλος της ιστορίας. Η πρόσφατη ομιλία Μπάιντεν για την κατάσταση στις ΗΠΑ, με την εμβληματική προτροπή «αγοράζετε αμερικανικά προϊόντα», είναι η πιο απροκάλυπτη επιστροφή στον εθνικό προστατευτισμό, στον οικονομικό εθνικισμό. Η αναζήτηση ενός νέου «συμβιβασμού αγοράς – δημοκρατίας» εκφράζει την αναπαλαίωση του σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού με την αντίληψη ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μπορεί να εξημερωθεί.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο πολιτικός κύκλος που άνοιξε για την Ευρώπη και τον κόσμο το 1989 οδεύει στο κλείσιμό του; Μπορεί η Αριστερά να επηρεάσει την ιστορική κίνηση για μια έκβαση σε όφελος των υποτελών ή το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να συγκροτήσει κάποιες γραμμές άμυνας για το «όχι χειρότερα»;
Αναγκαίο το τέλος της ιδεολογικής απροσδιοριστίας
Τίποτα δεν δικαιολογεί την αισιοδοξία. Αλλά και τίποτα δεν αναιρεί την επείγουσα ανάγκη να αναστοχαστούμε, να κατανοήσουμε, να δράσουμε, εγκαταλείποντας τις λάθος αναγνώσεις, τα αποτυχημένα στερεότυπα, την ιδεολογική απροσδιοριστία.
Καταλαβαίνουμε ότι όταν οι ρυθμοί της ιστορικής κίνησης επιταχύνονται και οι ισορροπίες αποσταθεροποιούνται, οι προβλέψεις είναι επισφαλείς. Μπορούμε όμως ως Αριστερά να κάνουμε κάτι σημαντικό: Να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε στην ιστορία τη δική μας ενδεχομενικότητα, ως δυνατότητα, που η πραγμάτωσή της εξαρτάται από την ανθρώπινη πράξη. Να μιλήσουμε για τα πράγματα με ονόματα και όχι με ψευδώνυμα. Να δώσουμε όνομα στη σκοτεινή εποχή που ζούμε.
Το μέλλον δεν είναι γραμμένο στις ιερές πλάκες της ιστορικής νομοτέλειας. Αλλά επειδή η αναζήτηση της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης δεν θα απαντηθεί ποτέ οριστικά, οι πολιτικοί κύκλοι δεν χωρίζονται με στεγανά. Οι απαντήσεις που δόθηκαν στο παρελθόν επανέρχονται διαρκώς ως «ύλη» των πολιτικών αγώνων στο σήμερα. Νοηματοδοτούνται εκ νέου και μας συστήνονται πάλι ως ανοιχτά ερωτήματα. Η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει το παρελθόν της.
Από το 1989 και μετά η Αριστερά ζει την εποχή μιας μη συγκυριακής ήττας. Θεωρητικές πεποιθήσεις εγκαταλείφθηκαν με απίστευτη ευκολία, πολιτικά προγράμματα αναθεωρήθηκαν ριζικά, ιστορικά κόμματα διαλύθηκαν. Και κάτι παραπάνω: Η Αριστερά μοιάζει παραιτημένη από μια καταστατική της υποχρέωση προς όσους αποτελούν τη βασική κοινωνική της αναφορά, να αναδείξει τον «κρυμμένο» μέσα στην ιστορική σύγχυση τρόπο ερμηνείας της ιστορικής κίνησης. Επιλέγει ως γραμμή άμυνας τον «ρεαλισμό» της επιλογής του «Κέντρου», παραβλέποντας ότι αυτός είναι απλώς «ο πολιτικός χώρος» που της εκχωρεί η κυριαρχία της αγοράς και οι προτεραιότητές της.
Συνεχίζει και σήμερα, στην εποχή των πολλαπλών, συναρθρωμένων καπιταλιστικών κρίσεων, να μην επιχειρεί να ανασυστήσει τον δεσμό συγκυρίας – «οράματος», μεταρρυθμισμού – ρήξεων, κινήματος – σκοπού, να μην επιχειρεί να αναδιατυπώσει, ως προγραμματικό ειρμό μιας ηγεμονικής πρόσκλησης στον κόσμο της εργασίας και στα λαϊκά στρώματα, το ζήτημα της επικαιρότητας του σοσιαλισμού.
Πώς θα ανατρέψουμε την καπιταλιστική κυριαρχία;
Και για να επιστρέψουμε στο δικό μας «εδώ και τώρα». Ξέρουμε ότι, πίσω από τον αγοραίο λαϊκισμό, τις αποκρύψεις και τις ιδεολογικές χειραγωγήσεις της Δεξιάς, αυτό που συστηματικά προωθείται είναι η βίαιη αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων για την αναπαραγωγή και την εμβάθυνση της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι θα την αποτρέψουμε μέσα από τον ανταγωνισμό για το ύψος των επιδομάτων, με την αναβίωση ενός σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμιστικού υποδείγματος που από καιρό έχει κλείσει τον κύκλο του και με τα βραχύβια κοινωνικά ξεσπάσματα που δεν αρδεύονται από τη σαφήνεια και το πάθος των προταγμάτων της ισότητας και της ελευθερίας;
Δημήτρης Γιατζόγλου
Η ΕΠΟΧΗ