Macro

Δημήτρης Γιατζόγλου: Η «προοδευτική διακυβέρνηση» ως στρατηγική αμηχανία

Δεν βλέπουμε πώς κινούνται σήμερα τα κόμματα; Σχεδόν μόνο στις

εκλογικές εκστρατείες, λέγοντας «εάν πάμε στην κυβέρνηση θα κάνουμε
αυτό ή εκείνο», χωρίς να δεσμεύονται και να αγωνίζονται για να οικοδομήσουν
αυτό που μπορεί να οικοδομηθεί στην κοινωνία: δηλαδή τα διάσημα
«πολυβολεία», για τα οποία μίλησε ο Γκράμσι…
Λουτσιάνα Καστελίνα*
Οι δυνάμεις της Αριστεράς που εξακολουθούν να μην αποδέχονται ότι ο «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» είναι, στην εποχή μας, ο μόνος εφικτός ορίζοντας των ανθρώπινων προσδοκιών, βρίσκονται αντιμέτωπες μ’ ένα πρόβλημα το οποίο από το 1989 και μετά ανακυκλώνεται με όλο και μεγαλύτερη οξύτητα σαν πολιτικός γρίφος: Αν και πώς μπορεί σήμερα ο κοινωνικός μετασχηματισμός της καθολικής χειραφέτησης, δηλαδή ο σοσιαλισμός, ακόμα και ως προοπτική, να τεθεί με όρους πολιτικών πρακτικών και προγραμματικών επιλογών μετάβασης, αντί να απωθείται διαρκώς και να οριοθετείται στη σφαίρα του «οράματος».
Όσοι διαμορφωθήκαμε ως αριστεροί με τη συμμετοχή μας στις πολιτικές οργανώσεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν έχουμε παραιτηθεί από το καθήκον των απαντήσεων, συνεχίζουμε να αναμετριόμαστε με τους δαίμονες των θεωρητικών μας αναζητήσεων και να αναστοχαζόμαστε διαψευσμένες ή ατελείς πολιτικές απόπειρες του παρελθόντος. Αλλά η παρατεταμένη στρατηγική μας αμηχανία στο παρόν είναι έκδηλη.
Στρατηγικό κενό
Ξέρουμε ότι πολιτικές πρακτικές και οργανωτικές μορφές συγκρότησης που δοκιμάστηκαν έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους και χρειάζεται να επινοηθούν νέες. Αποδεχόμαστε όμως παθητικά, ως «νεωτερισμό», τα πιο γερασμένα χαρακτηριστικά τής πολιτικής: τον εκλογικισμό, τον κυβερνητισμό, τον συγκεντρωτισμό, τον ιδεολογικό σχετικισμό.
Ξέρουμε ότι ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό είναι μια κατ’ εξοχήν συγκρουσιακή στρατηγική που διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Ότι σημαίνει σχεδιασμένη μετάβαση και όχι περιπλάνηση στην ενδεχομενικότητα. Και ότι είναι αυτός που νοηματοδοτεί την έννοια του μαζικού αριστερού κόμματος. Κι όμως τον ταυτίζουμε πολλές φορές με έναν ανώδυνο ιστορικό εξελικτισμό.
Και ξέρουμε ότι μαζικό κόμμα δεν σημαίνει πολυπληθές εκλογικό στράτευμα σε αναμονή. Σημαίνει τη συμμετοχή και την κινητοποίηση των μαζών για να οικοδομούνται τα κατά Γκράμσι «κοινωνικά πολυβολεία», δηλαδή οι εστίες κοινωνικής αντίστασης, ιδεολογικής ωρίμανσης, εναλλακτικών κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών. Σημαίνει την ικανότητα παρέμβασης στις κρατικές δομές με στόχο τον μετασχηματισμό τους, αλλά και ενίσχυσης των ανταγωνιστικών κοινωνικών κινημάτων ώστε να προκύψει μια διευρυμένη πολιτική πρακτική, μέσω της οποίας αρχίζει να συγκροτείται ο συνασπισμός εξουσίας των υποτελών.
Εντούτοις, σε πείσμα και εναντίον όλων των παραπάνω, κάνουμε σα να μη βλέπουμε το «στρατηγικό κενό». Η αμηχανία πλησιάζει όλο και περισσότερο την παραίτηση.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η επεξεργασία μιας στρατηγικής που να τροποποιεί τους συσχετισμούς ηγεμονίας είναι μια εύκολη υπόθεση. Και δεν θα προκύψει μόνο στο διανοητικό επίπεδο, αν δεν συναντηθεί με τις εμπειρίες και τα ερωτήματα που θέτει το πραγματικό κίνημα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το μόνο που απομένει είναι η επιστροφή στα στερεότυπα που αναπαράγουν την καθήλωση.
Η διαδρομή ορισμένων ευρωπαϊκών κομμάτων με καταγωγή την μετασχηματιστική Αριστερά ή ακόμα και την (αντικαπιταλιστική) αριστερή σοσιαλδημοκρατία, που σταδιακά μετασχηματίζονται σε συστημικά, συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, προσφέρεται για συγκεκριμένες αποσαφηνίσεις, σε σύνδεση με τη συγκυρία. Τα στερεότυπα που κυριαρχούν στον πολιτικό τους λόγο επιστρατεύονται για να στηρίξουν πολιτικές προσαρμογές με κριτήριο την εκλογική νίκη αλλά και ως συνεκτικά στοιχεία της ταυτοτικής τους μεταμόρφωσης. Τα όσα εκφράζουν δεν δημιουργούν μια δυναμική νέων ιδεολογικών ταυτίσεων. Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι οι λέξεις. Η αντικατάσταση των στερεοτύπων με άλλα καταλληλότερα δεν είναι πρόβλημα φιλοσοφικού «νομιναλισμού».
Η έλλειψη πολιτικής δραστικότητας των συγκεκριμένων στερεοτύπων επιβεβαιώνει μια, κατά την γνώμη μας, καθολική αλήθεια: η αριστερή στρατηγική μπορεί να συγκροτείται, σε κάθε συγκυρία, μόνο με την αποκρυπτογράφηση της διαλεκτικής μεταξύ ταξικότητας και ηγεμονίας, όχι με την παράκαμψή της. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το ̕ 12, το ̕ 15, το ̕ 19, έτσι και σήμερα, το κομβικό ζήτημα της εκλογικής συγκυρίας είναι η στρατηγική. Αυτό θα έπρεπε να συζητιέται, κάτι που δεν γίνεται.
Η «πρόοδος» είναι διακύβευμα της ταξικής πάλης
Το στερεότυπα που έλκουν την καταγωγή τους από την έννοια της προόδου –όπως προοδευτική πολιτική, προοδευτικές δυνάμεις, προοδευτική κυβέρνηση κ.ο.κ.– χαρακτηρίζονται από πολιτική ασάφεια. Η αντίληψη ότι η ασάφεια επιτρέπει την πολυσυλλεκτική τους λειτουργία, καθώς μπορεί να αποσπάσει το φαντασιακό των μεσοστρωμάτων από την καπιταλιστική ηγεμονία, έχει ιστορικά διαψευστεί επανειλημμένα.
Η ασάφεια συνδέεται αναμφίβολα με την ίδια την έννοια της «προόδου», συστατικού προτάγματος του Διαφωτισμού, φορτισμένη με την προσδοκία της ανθρώπινης χειραφέτησης. Ωστόσο, οι εγγενείς καταγωγικές της αμφισημίες και αντιφάσεις αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές μέσα από την «υλική», ιστορική της πραγμάτωση και την κριτική της αμφισβήτηση, διανοητική και πρακτική. Η αρχική αισιοδοξία αμφισβητείται. Η επέλαση της προόδου, ως διαλεκτική «δημιουργίας- καταστροφής», περιθωριοποιεί ανθρώπους και διαλύει συλλογικότητες. Το αντίτιμο υπήρξε σκληρό.
Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι αντιφάσεις παροξύνονται. Η πρόοδος γίνεται έννοια του σκληρού πυρήνα και εμβληματική προμετωπίδα ενός ολοκληρωτικού, αήττητου καπιταλισμού και μιας κομφορμιστικής «δυτικής» νεωτερικότητας. Το «ιδεώδες της προόδου» ριζοσπαστικοποιείται μόνο «από τα δεξιά». Η καταστατική συνθήκη της ύπαρξής του είναι η καπιταλιστική μεγέθυνση.
Η Αριστερά διεκδικεί εξ αρχής την έννοια και την ενσωματώνει στην ιδεολογική σκευή της. Κατά την θεωρητική μάλιστα παράδοση ενός μαρξιστικού θετικισμού, η «θεωρία της προόδου», μας προσφέρει μια οπτική εκλογίκευσης των κοινωνικών σχέσεων και συνεπώς μπορεί να ενταχθεί στον πυρήνα μιας θεωρίας του κοινωνικού μετασχηματισμού, με την προϋπόθεση να αξιοδοτηθεί κατάλληλα. Στα πλαίσια μιας αισιόδοξης, εξελικτικής τελεολογίας, η «πρόοδος» είναι η προέλαση του χεγκελιανού φαντάσματος του ορθολογισμού και της ελευθερίας.
Ο θεωρητικός διάλογος που κατά καιρούς αναπτύσσεται για το ζήτημα αποκαλύπτει τη συνθετότητα και τις δυσκολίες διαπραγμάτευσης της έννοιας της προόδου και των παραγώγων της. Οι εναλλακτικές νοηματοδοτήσεις που επιχειρούνται οδηγούν σε νέα ερωτήματα. Το διακύβευμα του διαλόγου, δηλαδή η παραγωγή μιας αριστερής, ριζοσπαστικής θεώρησης της προόδου από την πλευρά των υποτελών, ικανής να συγκροτήσει πολιτικά και κοινωνικά κινήματα με διάρκεια παραμένει σε εκκρεμότητα. Εξακολουθεί η ταλάντευση ανάμεσα στον πόλο του οικονομισμού και σε αυτόν της «ηθικοποίησης» δια των αξιών, ή αλλιώς της «αναζήτησης του νοήματος». Η εναλλακτικότητα αναζητείται δια των επιθετικών προσδιορισμών: κίβδηλος ή αυθεντικός «προοδευτισμός» ;
Υπήρξε εξ αρχής και εξακολουθεί να υπάρχει μια «μεταφυσική της προόδου». Εκφράζεται βασικά με δύο τάσεις. Με την επιστροφή στα αρχετυπικά της στοιχεία, ώστε να απαλλαγεί από την καπιταλιστική σκουριά της, αλλά και με την απώθηση του προτάγματός της στη σφαίρα της ουτοπίας, για να κινητοποιεί τις ευρύτερες «προοδευτικές δυνάμεις» (η ταυτολογία είναι προφανής).
Και υπάρχει ταυτόχρονα (ή προσπαθεί να συγκροτηθεί) μια ιστορικο-υλιστική προσέγγιση: το δίπολο πρόοδος/συντήρηση εκφράζει μια διαφιλονικούμενη αντίθεση, της οποίας οι όροι ρευστοποιούνται και επανακαθορίζονται στην ιστορική διάρκεια. Η πρόοδος είναι διακύβευμα της ταξικής πάλης. Έννοια πολιτική, δηλαδή πολιτικά διεκδικούμενη. Δεν υπάρχει ένας γενικά αποδεκτός ορισμός για ένα ευρύτερα αποδεκτό και συνεκτικό, στρατηγικό, «προοδευτικό» πολιτικό σχέδιο.
Ο πολιτικός χαρακτήρας της έννοιας αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τη χρησιμοθηρία του, προκειμένου να υποστηριχθεί το εγχείρημα της πολιτικής συμμαχίας των «προοδευτικών δυνάμεων». Και συνεπικουρείται από τη μυθολογία ότι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση αχνοφαίνεται μια επιστροφή στον κεϊνσιανό «ορθολογισμό» (έναντι των νεοφιλελεύθερου «παραλογισμού»), καθώς μάλιστα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία «επιστρέφει», επιστρέφοντας στις ρίζες.
Γιατί η διαιρετική τομή Αριστερά/Δεξιά, (Αριστερά/Καπιταλισμός, ακριβέστερα), πρέπει να καταστεί υπάλληλη της αντίθεσης Πρόοδος/…; Ποιες ιστορικές τάσεις, ποιες κοινωνικές ανάγκες, ποια πραγματολογικά πολιτικά δεδομένα το επιβάλλουν, πέρα από την επιλογή να πιεστεί ακόμα περισσότερο η Αριστερά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να παραιτηθεί από τα ριζοσπαστικά της προτάγματα;
Η πρόταση «προοδευτικής διακυβέρνησης» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απευθύνει στην κοινωνία και σε δυνητικούς πολιτικούς συμμάχους τη στρατηγική πρόταση της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Προτείνει επίσης μια ελάχιστη προγραμματική βάση, τα 5+1 σημεία. Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι η πρόταση βασίζεται στην εκτίμηση ότι υπάρχουν οι όροι για την αποδοχή της, ότι υπάρχουν δηλαδή οι κοινωνικές δυνάμεις και τα πολιτικά υποκείμενα που θα την υλοποιήσουν. Εδώ όμως στη θέση της ανάλυσης υπάρχει μόνο «η αισιοδοξία της βούλησης»: Οι κοινωνικές δυνάμεις του «προοδευτικού πόλου» δεν χρειάζονται τη διαμεσολάβηση πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών για να συγκροτηθούν. Είναι εδώ, έτοιμες και μας περιμένουν. Αρκεί η «”συνάντηση” με την καταγεγραμμένη εδώ και δεκαετίες (!) υπάρχουσα προοδευτική πλειοψηφία», όπως κατά λέξη γράφτηκε σε κείμενο του προσυνεδριακού διαλόγου, αλλά και φαίνεται να αποτελεί την πλειοψηφική άποψη στο κόμμα. Ο ισχυρισμός είναι καταφανώς αυθαίρετος. Όχι μόνο επειδή τμήματα αυτής της πλειοψηφίας βρίσκουν κατά καιρούς την πολιτική τους έκφραση στη Δεξιά, δεν αμφισβητούν την ιδεολογική της ηγεμονία και δεν φαίνεται να συγκινούνται από την αναπαλαίωση του «υπεύθυνου» μεταρρυθμισμού, αλλά διότι η κοινωνική πρώτη ύλη ενός νέου συνασπισμού εξουσίας δεν προκύπτει δια του εκλογικού αθροίσματος.
Το ίδιο ισχύει και για τον μόνο πρακτικά πολιτικό παραλήπτη της πρότασης, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Εδώ δεν έχουμε απλώς μια αυθαιρεσία. Εδώ υπάρχει η αποστολή προς την κοινωνία ενός λανθασμένου μηνύματος για το «νέο» ΠΑΣΟΚ. Θα ήταν απαραίτητη μια πληρέστερη ανάλυση, που δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο αυτού του κειμένου. Αλλά η φυσιογνωμία του μηνύματος είναι απολύτως ευδιάκριτη: Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε με τη φιλοδοξία να εκφράσει, αυθεντικά και πάλι, τη «μετριοπαθή» εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Πίσω και πέρα από την ασάφεια της ρητορικής Ανδρουλάκη, τη στάση του στη Βουλή, τον γραφικό μικρομεγαλισμό του, αυτό ήταν το ηχηρό μήνυμα που εξέπεμψε το συνέδριό του. Το διατύπωσαν οι Βενιζέλος και Σημίτης, ο καθένας με τον τρόπο του: «Είμαστε εδώ, διεκδικώντας και πάλι το ρόλο του υπεύθυνου εθνικά εταίρου για μια διακυβέρνηση πέραν του λαϊκισμού και των αριστερών ακροτήτων», συμπληρωμένο και με την απόφανση ενός σκληρού καθεστωτισμού: «Η Ελλάδα, ως τμήμα της Δύσης, είναι η επικράτεια του φιλελευθερισμού». Αυτό είναι το όριο για όλους.
Η πρόταση της «προοδευτικής διακυβέρνησης» δεν εκφράζει μόνο έναν εκλογικό πραγματισμό. Δεν έχει αποκλειστικό σκοπό να καθησυχάσει την κεντρώα μετριοπάθεια, δεν αποσκοπεί στην ευρύτητα της εκλογικής συμπαράταξης. Η πρόταση κουμπώνει απολύτως με την επιλογή της νέας ταυτότητας, της κεντροαριστερής μετατόπισης, του «πολυπληθούς» κόμματος. (Και από την άποψη αυτή, είναι παράδοξο ότι απολαμβάνει την ομόφωνη αποδοχή όλων των τάσεων). Η στρατηγική της διάσταση είναι αναμφισβήτητη. Εγγράφεται στα ταυτοτικά στοιχεία του νέου κόμματος και το εγγράφει ως παράγοντα σταθεροποίησης της συστημικής κανονικότητας.
Είναι μια πρόταση για το «μετά» της εκλογικής ήττας της ΝΔ, αλλά δεν λέει τίποτα για το πριν, για το «πώς» της ήττας. Δείχνει το στρατηγικό κενό. Οι πρωτοβουλίες των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς έχουν υποκατασταθεί από την εκλογική αναμονή, η κοινωνία θεάται απλώς τις αψιμαχίες των αρχηγών και η Alt Right Δεξιά παίζει μόνη της. Αυτός είναι ένας τυπικός εκλογικισμός. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να προκληθεί μια κρίση διακυβέρνησης με την πολιτική απούσα, για να τεθεί το «μετά»;
Τα στρατηγικά προβλήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς
Από τη γέννησή και μέχρι την εγκατάλειψή του, που ολοκληρώθηκε στο πρόσφατο συνέδριο «μετασχηματισμού» του, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα «παράδειγμα», που αναδεικνύει όλα τα στρατηγικά προβλήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των πολιτικών της υποκειμένων:
• Μια συνεκτική και ισχυρή ταυτότητα του αριστερού πολιτικού υποκειμένου συγκροτείται με την ύπαρξη ορίων. Μέσω των ορίων μπορούμε να συνομιλούμε με άλλες ταυτότητες και να εμπλουτίζουμε τις ιδέες μας. Η ανυπαρξία ορίων ρευστοποιεί τις ταυτότητες, διαλύει τα κριτήρια και στην ουσία αποτρέπει τη συνομιλία. Στην ταυτότητα της Αριστεράς η ιδέα της προόδου δεν εγγράφεται με όρους «ουδετερότητας».
• Η «μεγάλη πολιτική» που φιλοδοξεί να χειραφετήσει την κοινωνία και τους ανθρώπους, δεν διαμορφώνεται με τη λογική της ανάθεσης. Απαιτεί την εμπλοκή των κοινωνικών δυνάμεων. Το 46% της συμμετοχής στις γαλλικές εκλογές και το αντίστοιχο 85% στις εκλογές της Κολομβίας αποτυπώνουν τη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική που αποξενώνει και στην πολιτική που ενσωματώνει την ελπίδα και το πάθος των ανθρώπων και τους κινητοποιεί.
• Η Αριστερά γίνεται φορέας «μεγάλης πολιτικής» όταν συγκρούεται με τον πολιτικό πυρήνα της πολιτικής του αντιπάλου και όχι με την ανιεράρχητη και αποσπασματική επικέντρωση στα δευτερεύοντα. Όταν δεν αποδέχεται την «κανονικότητα» του αντιπάλου και την αμφισβητεί συνεχώς στο όνομα της δικής της κανονικότητας. Αυτό το σημείο είναι κομβικό στην πάλη με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
• Η πολιτική έχει πάντα ως κεντρικό επίδικο την ηγεμονία. Το 2012 και το 2015 στην Ελλάδα, η ηγεμονία των «επάνω» υπόκειται σε κρίση επειδή οι «κάτω» την απορρίπτουν. Η ηγεμονία τους αρχίζει να ανασυγκροτείται μετά το 2015 και «αποκαθίσταται» μετά το 2019. Από τότε και μέχρι σήμερα, οι σχέσεις εκπροσώπησης της Δεξιάς δεν υφίστανται μια ουσιώδη αποδυνάμωση. Αυτή τη στιγμή, η ενδεχόμενη εκλογική της ήττα δεν φαίνεται να προκύπτει ως κρίση ηγεμονίας που την προκαλεί η αντίδραση των «κάτω», ως ισχυροποίηση του αριστερού φρονήματος μέσα στην κοινωνία.
•Οι πολιτικές συμμαχίες για την Αριστερά δεν μπορεί να θεωρούνται φετίχ. Υπάρχουν συμμαχίες που λειτουργούν απολύτως σεχταριστικά ως προς το δεσμό ενός αριστερού κόμματος με τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκπροσωπεί. Και στιγμές που αυτό το κόμμα πρέπει κατά προτεραιότητα να αναδείξει την πολιτική και την ιδεολογική του αυτονομία.
• Η αναγκαία ηλικιακή ανανέωση των αριστερών κομμάτων δεν μπορεί να προκύψει προτείνοντας στους νέους τη γεροντική στρατηγική διαφόρων παραλλαγών του «προοδευτισμού». Απευθυνόμενοι σ’ αυτούς, τους λέμε: ο σοσιαλισμός είναι μια μακρινή υπόθεση, ένας «ορίζοντας», δεν είναι επίδικο του σήμερα. Εντάξει. Αλλά, ας τους πούμε και ότι ο καπιταλισμός είναι το «τώρα» που διαλύει τη ζωή τους. Το αιώνιο παρόν που τους προσφέρεται ως μέλλον. Ας τους μιλήσουμε λοιπόν, επιτέλους, για τον καπιταλισμό. Ας τους καλέσουμε στη μάχη εναντίον του.
* Απόσπασμα άρθρου της Λουτσιάνα Καστελίνα με τίτλο «Οι συνέπειες της “στροφής¨ του Ακίλε Οκέτο και το μάθημα του Λούτσιο Μάγκρι στην Αριστερά» στο αφιέρωμα της Αυγής «100 χρόνια PCI» (επιμελεια: Αργύρης Παναγόπουλος).
Δημήτρης Γιατζόγλου
Τα κείμενα του Δημήτρη Γιατζόγλου είναι πάντα ευπρόσδεκτα στη στήλη των «Ιδεών» ως πολύτιμα προϊόντα της σκέψης ενός πραγματικού οργανικού διανοούμενου της Αριστεράς, που εντάσσει τα γεγονότα της συγκυρίας σε θεωρητικά και ιδεολογικά, αλλά και ευρύτερα γεωγραφικά πλαίσια. Στο σημερινό του άρθρο, ο Γιατζόγλου αναδεικνύει το στρατηγικό κενό της προεκλογικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για μια «προοδευτική διακυβέρνηση» που απευθύνεται στο ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι αυτή οφείλεται στην ταυτοτική μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο ουδόλως απασχολεί πλέον ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό. Για να καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα, ο συγγραφέας αποδομεί προηγουμένως την στατικότητα και ουδετερότητα της πολυσυζητημένης και στην Αριστερά έννοιας της «προόδου», υποστηρίζοντας ότι αυτή αποτελεί διακύβευμα της ταξικής πάλης. Διατυπώνοντας την άποψη ότι τα στρατηγικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ, από την ίδρυσή του μέχρι τον πρόσφατο «μετασχηματισμό» του, είναι προβλήματα και άλλων δυνάμεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο Γιατζόγλου κλείνει την θεωρητική και πολιτική παρέμβασή του με έκκληση στη νέα γενιά να συμμετάσχει στη μάχη κατά του καπιταλισμού, έστω και αν ο σοσιαλισμός δεν είναι επίδικο του σήμερα. Τώρα, κατά πόσον όλα αυτά θα μπορούσαν να απασχολήσουν τον στρατηγικό σχεδιασμό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κάτι που αφήνουμε να το κρίνουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες.
Χ.Γο.