Η ρήξη στον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, με την αποχώρηση ενός σημαντικού μέρους των οργανωμένων δυνάμεών του, είναι η ρήξη στο συνεχές μιας ιδεολογικής και πολιτικής μετάλλαξης που ξεκινάει από το 2019 και ολοκληρώνεται με τον τραγέλαφο Κασσελάκη. Σηματοδοτεί την απόφαση ενός κόσμου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς να μην αποδεχθεί τη βίαιη ρευστοποίηση της ταυτότητας και τη διαγραφή της ιστορικής του διαδρομής.
Έτσι, από τον περιορισμό του μέσα σε άγονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, το πρόβλημα της πολιτικής εκπροσώπησης αυτού του κόσμου έχει μετατεθεί στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής. Δοκιμάζεται ήδη ως προς την κοινωνική αποδοχή και εγγράφεται στους συσχετισμούς του κομματικού ανταγωνισμού. Είναι η πρωτοβουλία των 11 βουλευτών της Νέας Αριστεράς που προκαλεί αυτή τη μετάθεση και που, με όλες τις ασάφειες, τις αμφισημίες και τα ερωτηματικά που τη συνοδεύουν, αποτελεί μια άμεση πολιτική παρέμβαση στη συγκυρία, έστω και ανολοκλήρωτη. Μια πολιτική πρόταση που θα κριθεί από τις απαντήσεις σε τρία αλληλένδετα ζητήματα: • Αν θα ενοποιήσει προγραμματικά την κοινωνική αμφισβήτηση στη Δεξιά και τις αντιφατικές κοινωνικές προσδοκίες, •Αν θα πείσει πολιτικά για τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης, •Αν θα αντιστρέψει την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που αντιμετωπίζει η Αριστερά. Το ζήτημα είναι αν η πρωτοβουλία θα εκφράσει τη δυνατότητα για μια νέα δυναμική μέσα στον κόσμο της αριστεράς και στην κοινωνία.
Μέσα από το «πολιτικό παράδειγμα» ΣΥΡΙΖΑ
Η διαδρομή του «πολιτικού παραδείγματος» ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να παρακαμφθεί στο όνομα της προσφιλούς λογικής της «φυγής προς τα εμπρός». Συνιστά τον ιστορικό πυρήνα του εγχειρήματος για το νέο κόμμα. Πρέπει να αποτιμηθεί. Όχι μέσα από τη λογιστική «σωστού – λάθους». Χωρίς εξιδανικεύσεις ή μηδενισμούς. Όχι για να χρεωθούν ατομικές ευθύνες ή ως μια κομφορμιστική αυτοκριτική. Αλλά ως ένας κριτικός απολογισμός που παραμένει σε εκκρεμότητα.
Από το «περιττό κόμμα» της περιόδου της διακυβέρνησης, με την παραγωγή και την άσκηση πολιτικής να έχει εκχωρηθεί εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση και στην κοινοβουλευτική ομάδα, στο «μεταβατικό κόμμα» της «διευρυμένης» μη-ταυτότητας και του αρχηγισμού που γίνεται αποδεκτός ως καταστατική συνθήκη, και από εκεί στο «μηδενικό κόμμα» ιδιοκτησίας Κασσελάκη, η διαδρομή αναδεικνύει κρίσιμα ζητήματα θεωρίας, στρατηγικής, οργάνωσης για τη συγκρότηση του νέου κόμματος με απολύτως πρακτικό χαρακτήρα, όπως την καταπολέμηση του «κυβερνητισμού» και της αντίληψης της «ανάθεσης» στην άσκηση της πολιτικής – στοιχεία που αναιρούν τη διακριτότητα ενός αριστερού κόμματος από το αστικό πολιτικό υπόδειγμα.
Ξέρουμε ότι, για την αριστερά, η πολιτική πρακτική των μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών είναι συνυφασμένη με τη συνεχή επεξεργασία της πολιτικής της ιδεολογίας. Ότι είναι αδύνατο να υπάρξει έξω από τις μεγάλες ιδεολογικές της παραδόσεις. Ξέρουμε, όμως, ότι ο δεσμός θεωρίας-ιδεολογίας-πολιτικής πράξης έχει διαρραγεί. Ότι οι θεωρητικές αναζητήσεις έχουν, εδώ και καιρό, αποσυνδεθεί από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του πραγματικού κινήματος, δεν τροφοδοτούνται από αυτό και δεν το ανατροφοδοτούν.
Εγχώριες και ευρωπαϊκές εμπειρίες χρόνων δείχνουν ότι η παραίτηση της αριστεράς από την θεωρητική και ιδεολογική της αυτονομία, στο όνομα του πολιτικού πραγματισμού και από την άλλη, ο πολιτικός σεχταρισμός στο όνομα ακλόνητων βεβαιοτήτων, συνιστούν δύο συμμετρικά αδιέξοδα. Ο δεσμός δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την αναδίπλωση στην ασφάλεια μιας κλειστής ταυτότητας που συνομιλεί μόνο με τον εαυτό της. Η ιστορία της αριστεράς είναι γεμάτη από ματαιώσεις και ναυάγια στο όνομα των απόλυτων αληθειών. Η έξοδος, από τον εγκλεισμό στην αυτοαναφορικότητα, στο πεδίο των κοινωνικών διεργασιών είναι όρος για να ελέγχουμε διαρκώς τη διανοητική μας αυταρέσκεια.
Το εγχείρημα του νέου κόμματος
Όσοι θέλουμε να αποτελέσουμε μέρος της προσπάθειας για τη συγκρότηση ενός νέου αριστερού κόμματος πρέπει να συνομιλήσουμε, ξεκινώντας από τη διατύπωση ερωτημάτων που επανέρχονται ανακυκλώνοντας την θεωρητική ασάφεια. Για παράδειγμα, η επιστροφή στα διαζευκτικά δίπολα του τύπου: μεταρρύθμιση/ρήξη, ταξικότητα/ηγεμονία, άμεση/αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινωνία/κράτος, κόμμα των λαϊκών αντιστάσεων/κόμμα διακυβέρνησης, συμβάλει στην ιδεολογική ανανέωση του αριστερού ριζοσπαστισμού, ή εκφράζει μια νοσταλγία των τριτοδιεθνιστικών αρχετύπων και μια υπόρρητη αμφισβήτηση της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου; Σηματοδοτεί για τη δική μας αριστερά η συμμετοχή στη διακυβέρνηση την «οδό της απωλείας» του ριζοσπαστισμού της ; Γιατί η ρητορική της ρήξης αδυνατεί να καταγράψει, χρόνια τώρα, μια στοιχειώδη πολιτική δυναμική ;
Το εγχείρημα του νέου κόμματος δρομολογείται σε μια δύσκολη εγχώρια και παγκόσμια συγκυρία. Οι απαιτήσεις είναι μεγάλες. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα στρατηγικής σταθερότητας, ανθεκτικό στις μεταβολές της μακράς ιστορικής διάρκειας, που δεν θα μεταμορφώνεται με κριτήριο την προσαρμογή στην εκλογική ζήτηση. Και ταυτόχρονα, κόμμα που να διαθέτει μια οξυμένη αίσθηση της συγκυρίας και των επίδικών της. Δεν είναι και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Είναι άλλο πράγμα να «εκφωνείς» τον ριζοσπαστισμό ως «υπενθύμιση» του (μακρινού) στρατηγικού σου ορίζοντα και άλλο να προσπαθείς να αποτυπώνεις τη στρατηγική σου στην πολιτική σου εντός της συγκυρίας.
Εγγυήσεις ιστορικού αυτοματισμού, ως γνωστόν, δεν υπάρχουν. Το εγχείρημα δεν προκύπτει ως μαζικό κοινωνικό αίτημα – οριοθετείται μέχρι τώρα στο χώρο όσων αποχωρούν από τον ΣΥΡΙΖΑ και των ανένταχτων αριστερών. Τίθεται ως διακύβευμα πολιτικού βολονταρισμού. Ο βολονταρισμός, ως μομφή, απευθύνεται σε όλους όσοι δηλώνουν τη διαθεσιμότητά τους να συμμετάσχουν στο εγχείρημα. Η πρωτοβουλία της Ν.Α. θεωρείται ένα τυπικό παράδειγμα που προσφέρεται για διευκρινήσεις. Έχει χαρακτηριστεί «παράδοξη» και «ανορθόδοξη», μια αντιστροφή της κωδικοποιημένης από τον οικονομισμό «κανονικότητας» στη σχέση κοινωνικού-πολιτικού. Η κριτική αυτή παραγνωρίζει ότι υπάρχουν συγκυρίες στις οποίες η σχέση δεν υπακούει στο άτεγκτο σχήμα “από τη βάση στο εποικοδόμημα” και του «ιστορικού ορθολογισμού» το οποίο υποτίθεται ότι το σχήμα εκφράζει. Συγκυρίες στις οποίες, η πολιτική και οι πρωτοβουλίες της γίνονται ο ισχυρός διαμορφωτικός παράγοντας και των κοινωνικών υποκειμένων.
Ο βολονταρισμός
Ο βολονταρισμός έχει προϋποθέσεις. Από αυτές, θεμελιώδης είναι η επιστροφή στο ταξικό στοιχείο ως αφετηρία της απεύθυνσης, του προγράμματος, των πολιτικών επιλογών. Με τη συνεχή προσπάθεια της μη επιστροφής στην προ-πολιτική αντίληψη του «κόμματος συμφερόντων», δηλαδή στον «πολιτικό συντεχνιασμό». Το πρόβλημα ήταν και παραμένει: πώς η ταξικότητα μετασχηματίζεται σε ηγεμονία.
Ο βολονταρισμός έχει όρια, αν εκληφθεί ως κίνηση προς ένα ιδεατό πρότυπο. Το νέο κόμμα δεν θα είναι το αποτέλεσμα της θέλησης των ανθρώπων που το ξεκινούν, των κανόνων που επεξεργάζονται, της «θέσης» που θέλουν εκ των προτέρων να καταλάβει μέσα στο πλέγμα των ταξικών σχέσεων – κοινωνικών και πολιτικών. Το νέο αριστερό κόμμα μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από ένα κοινωνικό και πολιτικό κίνημα που θα αναμετρηθεί με τα ερωτήματα που θέτει η συγκυρία. Ο βολονταρισμός είναι απλώς η αφετηρία. Το ερώτημα είναι : Μετά τον βολονταρισμό τι ; Δηλαδή, με ποιά πολιτική ατζέντα και με ποια οργανωτικότητα θα ενεργοποιηθεί και θα εκφραστεί μια σημαντική λαϊκή διαθεσιμότητα στο εγχείρημα.
Tα πραγματολογικά στοιχεία διαψεύδουν την αισιοδοξία με την οποία διαβάζουμε τη συγκυρία: Ο θυμός, η αποσπασματική εναντίωση σε πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, τα βραχύβια κοινωνικά ξεσπάσματα εναντίον της δεν έχουν μορφοποιηθεί σε μια συνολική και σταθερή αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας της Ν.Δ. και, πολύ περισσότερο, της ηγεμονίας της Δεξιάς κάθε απόχρωσης. Η εκτίμηση ότι υπάρχει ήδη μια διακριτή κοινωνική «ριζοσπαστικοποίηση» σε ρόλο «κοινωνικής αντιπολίτευσης» και μάλιστα με την ταυτότητα μιας «κοινωνικής αριστεράς», δηλαδή ένα συγκροτημένο κοινωνικό υποκείμενο, το οποίο μας περιμένει να το πάρουμε από το χέρι και να περπατήσουμε μαζί τη βασιλική οδό της ανατροπής, παραείναι ειδυλλιακή. Η αποκατάσταση της διαλεκτικής κοινωνικού/πολιτικού με όρους αλληλοκαθορισμού είναι πολύ πιο σύνθετο έργο. Όσο θα επιταχύνονται οι ρυθμοί της, τόσο καλύτερα θα πηγαίνουν τα πράγματα για την κοινωνία και για την αριστερά. Ποιοι θα συνομιλήσουν γι αυτά και θα επιταχύνουν τις διεργασίες; Κατά προτεραιότητα εκείνοι που, με όλες τις ιδιαιτερότητες και επιμέρους διαφωνίες, αναγνωρίζονται σε μια κοινότητα ιδεολογικών και θεωρητικών αναφορών, στρατηγικού προσανατολισμού και ιστορικότητας. Από την άποψη αυτή ξέρουμε ότι υπάρχουν κριτήρια και όρια. Όπως υπάρχουν και για το με ποιους θα συμπορευτούμε στην πολιτική αναμέτρηση των ευρωεκλογών :
Όσοι συνεχίζουμε να αναγνωριζόμαστε ρητά στη δύσκολη στρατηγική του μέσα (για μια ενωμένη Ευρώπη, δημοκρατική και σοσιαλιστική, μαζί με τους ευρωπαϊκούς λαούς και τον κόσμο της εργασίας) και εναντίον (ενός ευρωπαϊκού μεσαίωνα του πολέμου, της φτώχειας, της ακροδεξιάς ηγεμονίας, του αδυσώπητου καπιταλισμού) ας πάρουμε μέρος στη μάχη μαζί με τη Νέα Αριστερά. Αμφισβητώντας, γκρινιάζοντας, αλλά εξακολουθώντας να πιστεύουμε ότι το μέλλον της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς διαρκεί πολύ και μας προϋποθέτει.
Δημήτρης Γιατζόγλου