Macro

Δημήτρης Γιατζόγλου: Δεν έχουμε ανάγκη την εύκολη παραμυθία της «λύτρωσης»

Ας κάνουμε μια αφαίρεση. Ας βγάλουμε από το κάδρο τη σύνοδο της Κ.Ε. της 7ης Σεπτεμβρίου ως μη γενόμενη – ας πούμε δηλαδή ότι κοιμηθήκαμε το βράδυ της 6ης και ξυπνήσαμε το πρωί της 9ης. Πόσο διαφοροποιημένο θα μας φαινόταν το τοπίο του οπερετικού εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ, το πανηγύρι της σύγχυσης, των ανενδοίαστων οβιδιακών μεταμορφώσεων των προσώπων, της αναπαλαίωσης πολιτικών κοινοτοπιών που απευθύνονται ως «εναλλακτική πρόταση» στην κοινωνία;
 
Ελάχιστα έως καθόλου. Διότι εδώ και καιρό τα έχουμε δει όλα: τους «προέδρους» ως μονάρχες. Τους οπαδικούς στρατούς οιονεί «μελών». Τη «δημοκρατία της βάσης» ως άλλοθι νομιμοποίησης του αυταρχισμού και εργαλείο απαξίωσης των θεσμών αντιπροσώπευσης. Τη διεύθυνση του κόμματος με ημερήσιες διαταγές του τύπου «μέσα εσύ, έξω εσύ» με τους παραλήπτες απλώς να εναλλάσσονται πριν αλέκτορα φωνήσαι. Διακηρύξεις πολιτικής νομιμοφροσύνης στον πρόεδρο να ανατρέπονται από την ανακάλυψη διαφωνιών αμέσως μετά την εκπαραθύρωση από ένα αξίωμα. Τη μετάβαση από την αυταρέσκεια του «ηθικού πλεονεκτήματος» στην ανοχή μιας εξαχρειωμένης, δημόσιας γλώσσας αντιπαράθεσης. Τη «λαϊκότητα» στην απεύθυνση ως περιφρόνηση της ανάγκης και της δυνατότητας των εργαζόμενων τάξεων να συνδεθούν με τις μεγάλες ιδέες που άρδευσαν τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Τον «αδιαμεσολάβητο» κυνισμό της προσαρμογής του χαμαιλέοντα ως διαχρονικής σταθεράς εσωκομματικής επιβίωσης. Την απολύτως διατασική «κεντροαριστερή ονείρωξη» ως στρατηγική νέων πτήσεων…
 
Ο κατάλογος είναι μακρύς. Ομως η διαρκής γελοιογράφηση έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Οχι μόνο γιατί έχουμε πια υπερβεί το επιτρεπτό όριο κατανάλωσης, αλλά διότι ο εγκλωβισμός σ’ αυτήν σε καθιστά τελικά κομμάτι της γραφικότητας.
 
Η ιστορική διαδρομή της Αριστεράς του κοινωνικού μετασχηματισμού και της ανθρώπινης χειραφέτησης δεν είναι λιμπρέτο οπερέτας. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε ως παράδειγμα της «επιστροφής» της, μετά τη γενικευμένη ήττα του 1989 και ως εναλλακτική στη διπλή χρεοκοπία του «υπαρκτού» και της σοσιαλδημοκρατίας.
 
Ο κόσμος της Αριστεράς που στρατεύθηκε στο εγχείρημα διεκδικούσε την ανάκτηση του ιστορικού βάθους της ταυτότητάς του. Εψαχνε ένα νέο «εμείς». Δεν έψαχνε για «αρχηγούς». Δεν αναζητούσε χώρο πολιτικής καριέρας.
 
Αυτός ο κόσμος μπορεί να βιώνει την απόγνωση, αλλά χρειάζεται μια αναλυτική και στοχαστική αναδρομή της πορείας, χρειάζεται το πέρασμα από τη γελοιογράφηση στη «βαθιά σοβαρότητα» για την ερμηνεία μιας κατάρρευσης που την εισπράττει ως προσωπική, οδυνηρή διάψευση. Χρειάζεται να πενθήσει για να σκεφτεί το μέλλον. Τα γεγονότα είναι πολύ νωπά για να ξεχάσουμε ότι η «εισβολή» Κασσελάκη γίνεται αποδεκτή από το σύνολο του ηγετικού προσωπικού χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Η θεώρηση ότι η εισβολή αποτέλεσε μια «προσωρινή ανωμαλία», δυστυχή συνέπεια της προσήλωσης στη «δημοκρατία» και ότι η αποπομπή θα λειτουργήσει ως «λύτρωση», είναι μια τόσο απλουστευτική παραμυθία, που καταντάει προσβλητική. Δεν την έχουμε ανάγκη.
 
Η Αριστερά γνώρισε διαψεύσεις των ουτοπιών της και ήττες των πολιτικών της σχεδίων. Η εμμονή της στο αφήγημα της ουτοπίας της οικοδόμησε την κουλτούρα της «μεγάλης διάρκειας», την αντοχή του κόσμου της ακόμα κι όταν περνούσε κάτω από καυδιανά δίκρανα. Αλλά αυτό που βιώνουμε είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια αποσύνθεση χωρίς επιστροφή. Χωρίς τους αμυντικούς μηχανισμούς μιας συνεκτικής ταυτότητας, η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη. Ο κυβερνητισμός (και μάλιστα με τη λογική «ας διώξουμε τον Μητσοτάκη και μετά βλέπουμε») αποτελεί ένα θλιβερό ταυτοτικό υποκατάστατο. Η αποσύνθεση αφήνει πίσω της μόνο τη δυσοσμία των προσωπικών φιλοδοξιών.
 
Οφείλουμε να δυσπιστούμε στις μονοθεματικές ερμηνείες της κρίσης. Αλλά η διάλυση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς μια αναλυτική επανανάγνωση της περιόδου 2019-2023 με κεντρικό σημείο την ιδεολογική ήττα των «βαριδίων». Δεν είναι η σκοπιά των νέων πραιτοριανών που μας ενδιαφέρει. Είναι ότι η ήττα δίνεται χωρίς μάχη. Είναι η παραίτηση των «βαριδίων» από την υπεράσπιση μιας ταυτότητας που θεωρείται (ρητά ή υπόρρητα) ότι μπλοκάρει ιδεολογικούς και οργανωτικούς «νεωτερισμούς», η απόσυρσή τους από τον ρόλο του συλλογικού «ηθικοπολιτικού παιδαγωγού», χωρίς τον οποίο κανένα αριστερό πολιτικό υποκείμενο δεν μπορεί να οικοδομηθεί. Η εγκατάσταση της γραφικότητας γίνεται δυνατή και εξαιτίας αυτής της εξέλιξης – ο φιλελευθερισμός όλα τα επιτρέπει και όλα τα αφομοιώνει.
 
Τα παραπάνω αποτελούν μια προσωπική ομολογία διπλής όψης: την κατάθεση της ικανοποίησης για τη συμμετοχή μου στην περιπέτεια της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς από την οποία κέρδισα πολλά. Την αναγνώριση των διαψεύσεών μου σε πολλά ζητήματα, τα οποία ξεπερνούσαν την επάρκειά μου και τα οποία δεν έχει νόημα να αναφέρω.
 
Οσο για την οποιαδήποτε πρόταση, το μόνο που μπορώ να συνεισφέρω είναι την ελπίδα μου στη γενναιοδωρία της ιστορικής ενδεχομενικότητας.
 
Δημήτρης Γιατζόγλου