Οι πρόσφατες «διευρύνσεις» του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και η στροφή του στη λεγόμενη «μεσαία τάξη», πέρα από θυμό, γκρίνια ή/και τον σαρκασμό έχουν προκαλέσει και τον προβληματισμό κάποιων αριστερών που κατά καιρούς εκφράζεται και σε κείμενα συνεργατών της Εποχής. Δύο πρόσφατα παραδείγματα είναι τα άρθρα του Χριστόφορου Παπαδόπουλου «Η γοητεία του κέντρου» και του Κώστα Καλλωνιάτη «Προτεραιότητα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας η εργασίας;», που δημοσιεύτηκαν στο φύλλο της 15ης Μάη 2021. Ο Δημήτρης Γιατζόγλου, στο οξυδερκές και διαυγές θεωρητικό/πολιτικό κείμενό του που φιλοξενούμε σήμερα, αντιμετωπίζει το φαινόμενο της «κεντροποίησης» -το οποίο δεν είναι μόνο ελληνικό- πέρα από την εμφανή μικροπολιτική «εκλογική χρησιμοθηρία» που ενέχει, ως μια συστημική επίθεση εναντίον εκείνης της Αριστεράς που έχει στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Το άρθρο κλείνει με το ερώτημα: και εμείς τι κάνουμε; Όσοι και όσες θεωρούν ότι εντάσσονται σ’ αυτό το «εμείς», καλό θα είναι να αρχίσουν να σκέφτονται την απάντηση.
Χ.Γο.
Μέσα από τις ομίχλες του θεωρητικού εμπειρισμού, του σχετικισμού, της νοηματικής ασάφειας και των αμφισημιών, «προσκυνητές» από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα αναζητούν ένα Eldorado: τον τόπο στον οποίο μπορεί να συγκροτηθεί μια «προοδευτική» πολιτική ατζέντα και μια νέα ηγεμονική ιδεολογία, έξω από το πεδίο της αναχρονιστικής αντίθεσης Αριστερά/Δεξιά, της συγκρουσιακής πόλωσης, της κυριαρχίας του λαϊκισμού. Το όνομα του τόπου είναι το «Κέντρο», ή αλλιώς ο «μεσαίος χώρος», πολιτικός και κοινωνικός ταυτόχρονα, μια διαρθρωμένη πολιτική και κοινωνική ενότητα.
Διανοούμενοι, δημοσιολόγοι, κομματικά στελέχη επιχειρούν να καταστήσουν αυτή την αναζήτηση ένα σχέδιο φιλόδοξου μετασχηματισμού. Να την εγγράψουν στην υλικότητα της ιστορικής συγκυρίας και των κοινωνικών σχέσεων. Να την μεταθέσουν, δηλαδή, από το πεδίο του φαντασιακού και της ουτοπικής βούλησης στο πεδίο της Πράξης. Αλλά αυτό απαιτεί από την μεριά τους μια αυστηρή ανάλυση, μια αξιακή φόρτιση, μια εναλλακτική θέαση του μέλλοντος, μια θεωρητική θεμελίωση. Απαιτεί την έξοδο από την εύκολη ρουτίνα της περιγραφής και των ταυτολογιών. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει γίνει.
Μέχρι σήμερα, το μόνο σαφές χαρακτηριστικό της απόπειρας είναι ο πραγματισμός για το άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα. Δηλαδή για την, μεσοπρόθεσμη τουλάχιστον, εξουδετέρωση του αριστερού ριζοσπαστισμού, ως στοιχείου του πολιτικού ανταγωνισμού και των κοινωνικών ιδεολογιών της χειραφέτησης, το οποίο προφανώς δεν χωράει στη συγκρότηση του Tόπου.
Η έως τώρα διαπραγμάτευση του εγχειρήματος εμφανίζει όρια και εγείρει ζητήματα/ερωτήματα που πρέπει τουλάχιστον να συζητηθούν:
Το «πολιτικό Κέντρο»
Πώς ορίζεται πολιτικά το «Κέντρο»; Με μια παραδοσιακή κομματική έκφραση; Με μια ευρύτερη παραταξιακή συσπείρωση που συγκλίνει σε μια κοινή προγραμματική βάση η οποία εξισορροπεί πολιτικές αντιθέσεις; Είναι η επανέκδοση της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας αυτή που θα επανεύρει και θα εκφράσει αυτό το «χαμένο» σήμερα Κέντρο; Το σύνθημα «Κομμουνισμός ή Ελευθερία», που έχει επανέλθει σήμερα στο λόγο των δεξιών και κεντροδεξιών κομμάτων, πέρα από στοιχείο της ταυτότητάς τους, αποτελεί στοιχείο της κεντρώας σύγκλισης ως συστατικό μιας σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας; Είναι ενδεχομένως η σύγχρονη ιταλική εμπειρία ένα υπόδειγμα αναφοράς;
Προς το παρόν, τα ερωτήματα φτιάχνουν μια λίστα αναμονής. Η πολιτική γεωγραφία μπορεί να εξορκίζεται ως ερμηνεία, αλλά τελικά εξακολουθεί να επιστρατεύεται ως περιγραφικό υποκατάστατο της σαφούς εννοιολόγησης. Δηλαδή, το «πολιτικό Κέντρο» ως μέσο μεταξύ των δύο άκρων, με το ενδεχόμενο κάποιων συγκυριακών μετατοπίσεων, με την αξίωση όμως να λειτουργήσει ως εμβρυουλκός ενός νέου ιστορικού κύκλου, κατά τον οποίο το πεδίο της πολιτικής πρέπει να μεταμορφωθεί δραστικά.
Δεν διατυπώνεται εδώ μια αυστηρή ανάλυση. Οι νύξεις όμως είναι απολύτως ενδεικτικές: Το νέο πολιτικό Κέντρο οχυρό απέναντι στις επιθέσεις του λαϊκισμού. Κωδικοποιητής και αναπαραγωγός ενός πλαισίου αξιών και (εθνικών) στόχων, μέσα στο οποίο μπορούν να ακυρώνονται αχρείαστες διαιρετικές τομές, να εξορθολογίζονται ιδεολογικές εμμονές, να αναμορφωθούν κομματικές ταυτότητες που δεν μπορούν να υπηρετήσουν την μετεξέλιξη της δημοκρατίας των συγκρουσιακών ερμηνειών και πολιτικών σχεδίων σε δημοκρατία των συναινέσεων.
Το «κοινωνικό Κέντρο»
Το «πολιτικό Κέντρο» δεν μπορεί βεβαίως να υπερίπταται της κοινωνίας και των αντιθέσεών της. Οι κοινωνικές αναφορές είναι αναγκαίες. Το «κοινωνικό ισοδύναμο» πρέπει να ανακαλυφθεί (ή να κατασκευαστεί) –έστω και με μια μηχανιστική, μαθηματικού τύπου, αντιστοίχηση «ένα προς ένα». Ιδού, λοιπόν, και το «κοινωνικό Κέντρο», στον ρόλο της «βάσης».
Το όνομα έχει δοθεί: η «μεσαία τάξη», σε διάφορες εκδοχές. Η τοπογραφία είναι και εδώ το υποκατάστατο ενός αναλυτικού ορισμού. Η ανάλυση σκοντάφτει στις διαφοροποιήσεις που χαρακτηρίζουν τον χαώδη χώρο –διαφοροποιήσεις παραγωγικές, εισοδηματικές, ιστορικές. Η προσθήκη στον όρο «μεσαία τάξη» του προσδιορισμού «χαμηλότερη εισοδηματικά» δεν προσφέρει τίποτα, όπως και η πίστη ότι η κρίση λειτουργεί «αντικειμενικά» ως παράγοντας ριζοσπαστικοποίησης.
Στην πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της «κεντροποίησης» επιστρατεύεται ένας αντίστροφος αναγωγισμός: Είναι η πολιτική αυτή που θα συγκροτήσει την κοινωνική βάση. Ο μεσαίος κοινωνικός χώρος εκλύει ιδεολογικά και πολιτισμικά στοιχεία που λειτουργούν συνεκτικά, όπως η μετριοπάθεια, η απόρριψη των ακροτήτων, η εμπιστοσύνη στην κοινή λογική. Και αναγνωρίζεται πολιτικά σε θεμελιώδεις επιλογές, όπως του πολιτικού φιλελευθερισμού, της προόδου δια της αύξησης του πλούτου, του καταναλωτισμού ως αυτοπραγμάτωση. Όλα αυτά αποτελούν την πρώτη ύλη για να φτιαχτεί το «Κέντρο», μια εύπλαστη ενότητα που δεν έχει ανάγκη την ταξικότητα και τα ενοχλητικά προβλήματα που αυτή θέτει. Αυτό που έχει σημασία είναι η σταθερότητα του προσανατολισμού. Αν αυτή απαιτεί την ενσωμάτωση ακόμα και πολιτικού προσωπικού της Ακροδεξιάς, κανένα πρόβλημα. Το παράδειγμα Ντράγκι είναι εύγλωττο.
Το κεντρώο όραμα
Όσο και αν τα ρεαλιστικά όρια του εγχειρήματος καθορίζονται από την κυρίαρχη σήμερα πολιτική «ζήτηση», η ανάγκη εγγραφής του σ’ έναν ορίζοντα μέλλοντος δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Το όριο όμως δεν εμπεριέχει μια ριζική εναλλακτικότητα. Στον καπιταλισμό δεν μπορεί (ίσως και δεν πρέπει) να αντιταχθεί μια στρατηγική «άρνησης», όχι μόνο γιατί είναι ανέφικτη αλλά και γιατί μια τέτοια στρατηγική μπορεί να θέσει τα προτάγματα της ελευθερίας και της δημοκρατίας υπό διακινδύνευση. Το όριο είναι η απαλλαγή από τις ακρότητες. Η κρίση της πανδημίας ωθεί νομοτελειακά σε μια τέτοια κατεύθυνση και αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί με την πολιτική στρατηγική ενός μεταρρυθμισμού χαμηλής πτήσης. Το ερώτημα αν ο καπιταλισμός είναι αιώνιος στερείται νοήματος. Αυτό που έχει σημασία είναι η πολιτική στρατηγική του «όσο γίνεται περισσότερα». Περισσότερο κοινωνικό κράτος, περισσότερα κοινωνικά δικαιώματα, περισσότερη «κοινωνική δικαιοσύνη». Ο νέος ιστορικός συμβιβασμός αγοράς-κράτους είναι ο κεντρικός ρεαλιστικός στόχος της ζητούμενης προοδευτικής ατζέντας. Προϋποθέτει, όμως, τον πολιτικό αφοπλισμό του κόσμου της εργασίας, με την ακύρωση της πολιτικής του εκπροσώπησης στη βάση της τομής Αριστερά/Δεξιά.
Η ιδέα έρχεται από το παρελθόν
Αν αφήσουμε κατά μέρος το κριτήριο της εκλογικής χρησιμοθηρίας (το παιχνίδι παίζεται στο κέντρο διότι εκεί σχηματίζονται εκλογικά οι πολιτικές πλειοψηφίες, έστω και εύθραυστες), αξίζει και πρέπει να θυμηθούμε ότι ο προβληματισμός περί του «νέου Κέντρου» δεν είναι και τόσο νέος.
Η γενεαλογία του βρίσκεται στην μπλερική στρατηγική του «τρίτου δρόμου», με πυρήνα της χαρακτηριστικές αποφάνσεις του Άντονι Γκίντενς από το 1998: α) η πιθανότητα υπέρβασης του καπιταλισμού έχει εκμηδενιστεί και β) ο πολιτικός ορθολογισμός διαβρώνεται από την παραδοχή δύο αντιθετικών αξιακών προτύπων (που υποστασιοποιούνται στο δίπολο Αριστερά/Δεξιά).
Αυτός ο προβληματισμός γίνεται στοιχείο των πολιτικών συγκρούσεων κατά την περίοδο της κρίσης και της μνημονιακής της διαχείρισης. Εργαλειοποιείται προκειμένου: α) να στηριχθεί η αντίληψη της σωτηριολογίας της λιτότητας και της συμμόρφωσης στον αδιάλλακτο μονεταρισμό, όχι ως παροδικό εξαναγκασμό αλλά ως συστατικό «εκσυγχρονισμού», και επομένως β) να δικαιωθεί ο συνασπισμός των δυνάμεων της «συναίνεσης της ευθύνης» απέναντι στον ανεύθυνο αριστερό λαϊκισμό του «διχασμού του φρονήματος».
Εδώ να θυμηθούμε επίσης ότι ακόμα και ο πιο ήπιος κεϋνσιανισμός απουσιάζει από τον δημόσιο λόγο της «κεντρώας μετριοπάθειας» εκείνης της περιόδου, ότι η αναφορά στον νεοφιλελευθερισμό θεωρείται το εμμονικό στερεότυπο μιας παρωχημένης Αριστεράς, ότι η προσήλωση στον ευρωπαϊσμό εκφράζεται από την «κοινή λογική» του συνθήματος «Γερούν Γερά»!
Η αναπαλαίωση στο σήμερα
Η εκσυγχρονισμένη πολιτική στρατηγική για τη συγκρότηση του «νέου Κέντρου» αποτελεί, λοιπόν, μια αναπαλαίωση του ιδεολογικού πυρήνα που έρχεται από το παρελθόν. Οι προσθήκες αφορούν τα νέα «αντικειμενικά» δεδομένα, που συμπλέκουν τις οικονομικές «δυσλειτουργίες» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η ρητορική εκφράζει μια «πραγματιστική μεταφυσική» που αποφεύγει να αγγίξει κομβικά ζητήματα (και που απέναντί της η αμηχανία της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι έκδηλη) :
Πρώτον, το «ταξικό κόμμα» αποτελεί όντως έναν αναχρονισμό όταν οδηγεί στην προπολιτική αντίληψη του κόμματος συμφερόντων. Η αντίληψη ότι η κατάκτηση της ηγεμονίας μπορεί να παρακάμψει την ταξικότητα αποτελεί επίσης ένα αντικατοπτρικό αναχρονισμό.
Δεύτερον, πολλές φορές, στην ιστορική ενδεχομενικότητα, η διαλεκτική κοινωνικού/πολιτικού επιβάλλει τον κεντρικό ρόλο της πολιτικής. Αλλά η πολιτική, στη μαρξιστική κριτική θεωρία, δεν νοείται με όρους απόλυτης αυτονομίας. Ενσωματώνει τους καθορισμούς της ταξικής σύγκρουσης στον πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων (μέσα από μια ιδεολογική και προγραμματική διαμεσολάβηση). Η παραίτηση από αυτήν την ανάγνωση, οδηγεί στην αντίληψη ότι ένα ηγεμονικό πολιτικό μπλοκ επιτελεί απλώς τον ρόλο μιας διευθυντικής γραφειοκρατίας, βεμπεριανού τύπου, με όρους ενός ουδέτερου αξιακά λειτουργισμού.
Τρίτον, είναι δυνατόν μια «κεντρώα» επανέκδοση του πολιτικού πατερναλισμού να απαντήσει στην κρίση του κομματικού φαινομένου; Μπορεί η δημοκρατική ανανέωση της πολιτικής να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά μέσα από την τυπική θεσμική πολιτική αντιπροσώπευση; Δεν είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ αναγκαία η πολιτική εμπλοκή των κοινωνικών δυνάμεων με όρους αυτονομίας;
Μετασχηματισμοί για την ανανέωση της συντηρητικής ηγεμονίας
Εδώ και στην Ευρώπη, η διπλή κρίση εκλαμβάνεται ως «ευκαιρία» για τη σταθεροποίηση και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Δηλαδή, του νεοφιλελεύθερου οικονομικού και εξουσιαστικού παραδείγματος, του μη αντιστρεπτού τρόπου ύπαρξης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η ευκαιρία πρέπει να ενσωματωθεί στο φαντασιακό των ανθρώπων ως δυνατότητα που ενεργοποιείται από νέες ιστορικές τάσεις. Να λειτουργήσει ως ιδεολογική νομιμοποίηση της νέας οικονομικής απογείωσης, αλλά και του μεταδημοκρατικού φιλελεύθερου παραδείγματος ως «φυσικής» εκδοχής του προτάγματος της προόδου σήμερα. Να απονομιμοποιήσει κάθε πρόθεση ριζοσπαστικής αμφισβήτησής του.
Διάφοροι γκουρού της ιδέας του «νέου Κέντρου» προστρέχουν για να συμβάλουν στην πειστικότητα του αφηγήματος, υπερθεματίζοντας. Υποστηρίζουν, για παράδειγμα, ότι οι μεγάλες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας σηματοδοτούν την «επιστροφή του κράτους» και το πέρασμα στην εποχή του μεγάλου συμβιβασμού κράτους και αγοράς, ως άξονα ενός «προοδευτικού μετασχηματισμού» σε παγκόσμια κλίμακα. «Ξεχνούν» ότι το κράτος ήταν πάντα παρόν, ως αναγκαίος, ισχυρός πόλος, στην εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού. Μιλούν για μια «πιο δίκαιη κοινωνία», αλλά αποφεύγουν την διερώτηση αν η δικαιοσύνη εξαντλείται στη σφαίρα της διανομής του πλούτου, αφήνοντας ανέγγιχτες τις μορφές παραγωγής του. Υπερασπίζονται την μετριοπάθεια και την ηπιότητα στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά αποσιωπούν τις βίαιες παρεμβάσεις που αποσκοπούν στον συστηματικό κατακερματισμό του χώρου της εργασίας, μέσα από τη διάλυση των συλλογικών μορφών της συγκρότησής του.
Ένα μέλλον χωρίς την Αριστερά;
Το βασικό μοτίβο της συντηρητικής ηγεμονίας είναι ότι η διαιρετική τομή Αριστεράς/Δεξιάς δεν ερμηνεύει σήμερα τους πολιτικούς ανταγωνισμούς και δεν λειτουργεί για την διάκριση των διαφορετικών στόχων και προοπτικών των κοινωνικών δυνάμεων. Οι ζηλωτές του «νέου Κέντρου» το υιοθετούν πλήρως. Η κατάργηση αυτής της τομής αποτελεί όρο για την επίτευξη των αναγκαίων συναινέσεων. Ο αναχρονισμός της αντιστοιχεί στον αναχρονισμό της σημασίας των ταξικών διαιρετικών αντιθέσεων μιας κοινωνίας. Μαζί με το αξίωμα του τέλους των ιδεολογιών επιστρατεύεται για να θεμελιώσει την εξάντληση των μεγάλων αφηγήσεων της χειραφέτησης.
Η φιλοδοξία να καταργήσεις διαιρέσεις τέτοιου ιστορικού βάθους συναγωνίζεται βέβαια σε γραφικότητα την παλαιότερα διατυπωμένη φιλοδοξία για την «κατάργηση της πάλης των τάξεων», αλλά ας μην επικεντρωθούμε σ’ αυτό. Το πραγματιστικό διακύβευμα είναι να αποδυναμωθεί στην κοινωνική συνείδηση και να καταστεί πολιτικά ανενεργό το συνεκτικό σύνολο των όρων πάνω στο οποίο συγκροτείται το πολιτικό παράδειγμα του μαρξισμού. Ο στόχος είναι η Αριστερά και οι εμμονές της. Ο στόχος είναι να αδειάσει το μέλλον από το πρόταγμα του σοσιαλισμού. Η κατάργηση της τομής Αριστερά/Δεξιά περνάει μέσα από την κατάργηση της στρατηγικής αυτονομίας της Αριστεράς. Και μας καλεί να αποδεχθούμε ότι ο καπιταλισμός, με όλες του τις αντινομίες, εκφράζει τον θρίαμβο του «ορθολογισμού της ιστορίας».
Η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά, απέναντι σ’ αυτό το αφήγημα, δοκιμάζει σήμερα τα υπαρξιακά της όρια. Η επιλογή της «κεντροποίησης» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως τακτικός ελιγμός. Συνιστά ριζική αλλαγή πολιτικού παραδείγματος. Επί της ουσίας, με όλα τα θεωρητικά και ιδεολογικά της συμφραζόμενα, αποτελεί την απόρριψη της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό. Εκφράζει την παραίτηση από την προσπάθεια να γίνουν οι ιδέες της Αριστεράς όχι η ταυτότητα μιας θεωρητικής σέχτας, αλλά υπόθεση μιας «μαζικής διανοητικότητας» και ενός πολιτικού προγράμματος, που πείθει τις υποτελείς τάξεις να κινητοποιηθούν για την πραγμάτωσή του.
Η επιλογή της κεντροποίησης θα ρευστοποιήσει και πάλι το πολιτικό τοπίο. Δεν μπορούμε βέβαια να προβλέψουμε όλες τις κοινωνικές αναδιαρθρώσεις και όλες τις αλλαγές που θα χαρακτηρίσουν τον νέο πολιτικό κύκλο. Μερικές τάσεις όμως είναι εμφανείς: η «δυναμική και εξωστρεφής επιχειρηματικότητα» θα βρεθεί στο πρώτο πλάνο της αναπτυξιακής απογείωσης, ο κόσμος της εργασίας όχι. Τα φτωχοποιημένα λαϊκά στρώματα θα αντιμετωπίσουν ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης που θα καλυφθεί ενδεχομένως από την ιδεολογική σύνθεση ακροδεξιού και εθνικιστικού πρωτογονισμού, στεγασμένου στην Ν.Δ. ή πολιτικά αυτονομημένου. Ο νεοφιλελεύθερος «μεταρρυθμισμός» θα επιβάλει την πολιτική του ατζέντα. Το συντηρητικό πολιτισμικό και ιδεολογικό σχέδιο θα εμπεδώσει την ηγεμονία του απέναντι σε μια κοινωνική Αριστερά που θα δίνει τις όποιες μάχες στους δρόμους και σε μια πολιτική Αριστερά στριμωγμένη σε ινστιτούτα και στο διαδίκτυο, βυθισμένη σ’ ένα νέο κύκλο εσωστρέφειας.
Αν όλα αυτά σημαίνουν ένα μέλλον χωρίς την Αριστερά, αν όλα αυτά σημαίνουν ότι το μέλλον δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω από τη διαρκή επέκταση του παρόντος «μιας ζωής που δεν μας αξίζει να τη ζούμε», αν ο κυβερνητισμός και «η πολιτική ως επάγγελμα» είναι ο τρόπος ύπαρξης και του δικού μας πολιτικού προσωπικού, αν τα αξιακά στερεότυπα του αστισμού δομούν και την δική μας συλλογική ταυτότητα ως αριστερών, γιατί θα πρέπει να τα υπομένουμε παθητικά και να σιωπούμε αμήχανα;