Macro

Δημήτρης Γιατζόγλου: Αναζητώντας ένα χαμένο κέντρο

Έχει λεχθεί ότι η ιστορία της Αριστεράς είναι η ιστορία των διασπάσεών της. Της μεγάλης ιστορικής κλίμακας –όταν οι αντιπαραθέσεις και οι ρήξεις αφορούσαν μεγάλα ζητήματα της θεωρίας και της ιδεολογίας, της ταυτότητας και της πολιτικής στρατηγικής, τις κρίσιμες επιλογές σε μια συγκυρία που σφράγισαν την πορεία της. Τις ματαιώσεις και τις αναγεννήσεις. Το δείχνει το παγκόσμιο πανόραμα. Αλλά και η καθ’ ημάς εμπειρία: Η διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος το 1968, με τις ιστορικές συνεπαγωγές της. Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, με αιτία την πιο κρίσιμη επιλογή της συγκυρίας –το 3ο μνημόνιο. «Στιγμές» στις οποίες οι διαφορές αναδείχτηκαν με σαφήνεια και ο κόσμος της Αριστεράς κλήθηκε να αποφασίσει με οδύνη, αλλά και με επίγνωση των συνεπειών. Ποια είναι σήμερα τα επίδικα της μονομαχίας στην αρένα του καθημαγμένου ΣΥΡΙΖΑ;
 
Η τελική πράξη της αποσύνθεσης του ΣΥΡΙΖΑ συντελείται με τη βίαιη σύγκρουση μηχανισμών για τη νομή μιας κομματικής εξουσίας του πολιτικού τίποτα. Τα πολιτικά και ιδεολογικά επίδικα της σύγκρουσης δεν βρίσκονται μόνο εκτός ορατότητας της κοινωνίας, αλλά και του απροσδιόριστου εκλεκτορικού σώματος που, υπό την μετωνυμία «κομματική βάση», διατελεί σε καθεστώς οπαδικής τύφλωσης. Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια θλιβερή «προσομοίωση» πολιτικής αντιπαράθεσης. Διότι σημασία τώρα έχει η εκλογή του νέου προέδρου. Τα ψιμύθια των ιδεών θα επινοηθούν και θα προστεθούν αργότερα, με κριτήριο τον πολιτικό πραγματισμό.
 
Όσο για την ενότητα, οι εκκλήσεις αποσιωπούν την πραγματικότητα: οι αριστεροί και οι αριστερές που έχουν εγκαταλείψει μαζικά το κόμμα (κατά κανόνα εν σιωπή), βιώνοντας τη μεγάλη διάψευση, σηματοδοτούν μια παθητική διάσπαση χωρίς επιστροφή. Για να επιβεβαιωθεί και πάλι ότι η ενότητα ενός πολιτικού υποκειμένου της ριζοσπαστικής Αριστεράς της μακράς ιστορικής διάρκειας, θεμελιώνεται σε μια ισχυρή και ανθεκτική ταυτότητα, στην επίμονη προσπάθεια να ενοποιεί την ιστορικότητα με την πολιτική στη συγκυρία και με τον στρατηγικό του στόχο. Εμπνεύσεις του «αρχηγού» για διάφορα «σοκ βίαιης ωρίμανσης», ως υποκατάστατο αυτής της προσπάθειας, θέτουν την ενότητα υπό τη διαρκή αίρεση ευκαιριακών μεταμορφώσεων. Η πορεία από το 2019 μέχρι σήμερα το επιβεβαιώνει.
 
 
Πορεία κατάρρευσης
 
 
Αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας δρομολόγησε την εγκατάλειψη του «ταυτοτικού παραδείγματος ΣΥΡΙΖΑ». Στο υπόβαθρο της απόφασης η εκτίμηση, έστω και υπόρρητη: Το εκλογικό αποτέλεσμα συνιστούσε μια στρατηγική ήττα που έκλεινε έναν ιστορικό κύκλο. Το κόμμα έπρεπε να απαλλαγεί από την «παιδική ασθένεια» του αριστερού ριζοσπαστισμού. Η δυναμική του είχε εξαντληθεί. Η «ζήτηση της πολιτικής αγοράς» απαιτούσε την πολυσυλλεκτική διεύρυνση της απεύθυνσης, χωρίς ιδεοληπτικές ακαμψίες, χωρίς τον «φράχτη» της ταξικής μεροληψίας υπέρ των υποτελών. Η «κυβερνησιμότητα» αποτελεί στην εποχή μας υπαρξιακή προτεραιότητα.
 
Σημάνσεις – κλειδιά στη «νέα» πολιτική γλώσσα, όπως «μεσαία τάξη», «προοδευτικός χώρος», «Κεντροαριστερά», επιστρατεύθηκαν για να υποδηλώσουν το νέο εγχείρημα. Η περιγραφική τους αοριστία θεωρείται χρήσιμη. Η πολιτική ιδεολογία, αρθρωμένη με τα προτάγματα του σοσιαλισμού δεν μπορεί να αποτελεί πια την καταστατική συνθήκη για τη συγκρότηση της κριτικής συνείδησης της Αριστεράς, ούτε το αναγκαίο και προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης με τον αστισμό. Μόνο που, στο όνομα της «αποϊδεολογικοποίησης», αναδύθηκε ένας άλλος, επιλεκτικός απολογητικός και συντηρητικός ιδεολογικός λόγος –η στροφή δεν θα μπορούσε να είναι και δεν υπήρξε ιδεολογικά «αθώα».
 
Στις εκλογές του 2023, η προεδρική επιλογή διαψεύστηκε με πάταγο. Η εκκωφαντική πτώση του εκλογικού ποσοστού σηματοδότησε το πρελούδιο του περάσματος του ΣΥΡΙΖΑ στη φάση κρίσης της πολιτικής εκπροσώπησης των θεμελιακών κοινωνικών του αναφορών και του δεσμού εμπιστοσύνης με αυτές. Ως διέξοδος προκρίθηκε μια «νέα φυγή προς τα εμπρός» –η αναζήτηση του επόμενου «χαρισματικού αρχηγού» ή του μεθεπόμενου. Και η ολοκλήρωση της ρευστοποίησης της ταυτότητας.
 
 
Η ολοκλήρωση της καταστροφής
 
 
Η πόρτα του κυνικού ρεαλισμού ανοίγει διάπλατα, νομιμοποιώντας τα ερωτήματα: Γιατί όχι ένας κάποιος κ. Κασσελάκης; Γιατί όχι στην αποενοχοποίηση του κεφαλαίου; Γιατί όχι στην ερμηνεία της ισότητας ως «ισότητας ευκαιριών για το επιχειρείν»; Γιατί όχι στον «εμπλουτισμό της πολιτικής γλώσσας» μ’ ένα χαρμάνι ακροδεξιού λαϊκισμού και αγοραίας λαϊκότητας αν η «επικοινωνία» το απαιτεί; Η καταστροφή της ταυτότητας ολοκληρώνεται. Χωρίς αμφισβητήσεις από το σύνολο του ηγετικού πολιτικού προσωπικού, με ελάχιστες προσωπικές εξαιρέσεις.
 
Σ’ αυτήν την πορεία, οι σημερινοί αδιάλλακτοι αντίπαλοι βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή της φανατικής υπεράσπισης της «στροφής». Μοιράζονται εξ αδιαιρέτου, με ασήμαντες διαφοροποιήσεις διατυπώσεων, τη «νέα» μεγάλη στρατηγική ιδέα της συμμαχίας των προοδευτικών δυνάμεων» και την αυτονόητη συνέπεια της ολοκλήρωσής της στο νέο, μεγάλο κόμμα της Κεντροαριστεράς. Προσυπογράφουν μαζί, ως «δημοκρατικό νεωτερισμό», ένα τυπικό λαϊκιστικό υπόδειγμα κόμματος, με βάση το δίπολο «πρόεδρος – πλήθος». Όλοι υπήρξαν μέλη της φρουράς του κ. Κασσελάκη και συνοδοιπόροι στη διάλυση.
 
Τίποτα δεν περιμένουμε από την οποιαδήποτε έκβαση των συγκρούσεων στον ύστερο ΣΥΡΙΖΑ. Τίποτα δεν θα παραγάγει η όποια κεντροαριστερή του αναπαλαίωση. Αλλά ο κριτικός αναστοχασμός της ιστορικής του διαδρομής, μας αφορά και είναι απαραίτητος. Όχι η αποσπασματική «λαθολογία», που είναι η ασφαλής μέθοδος για να αποσιωπήσεις και να κρυφτείς, για να μην ερμηνεύσεις και να μη δεσμευτείς. Οι δυνάμεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν ανάγκη από μια συνεκτική και καθολική ερμηνεία.
 
 
Μαθήματα απ’ το παρελθόν
 
 
Πολλοί, που δεν αποδεχτήκαμε ότι η μεγάλη ήττα του 1989 έβαζε ως όριο των προσδοκιών του κόσμου της εργασίας έναν «εξανθρωπισμένο καπιταλισμό», που πιστέψαμε ότι η Αριστερά έπρεπε και μπορούσε να επιστρέψει, για να θέσει και πάλι το αίτημα του σοσιαλισμού ως διακύβευμα μιας πορείας αγώνων που τον καθιστούν ορατό ως ιστορική δυνατότητα, είδαμε στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ τη δύσκολη προσπάθεια να ανακτηθεί ένα χαμένο κέντρο, ένα συλλογικό, πολιτικό υποκείμενο αυτής της πορείας, ξέροντας ότι η συγκρότηση ενός τέτοιου κόμματος δεν ταυτίζεται με την αναζήτηση μιας οργανωτικής φόρμας, ότι για τη ριζοσπαστική Αριστερά, το κόμμα συνοψίζει τη συνάρθρωση ιδεολογίας, πολιτικής πρακτικής, οργάνωσης, πολιτικής εκπροσώπησης.
 
• Παρακολουθήσαμε το βραχυκύκλωμα αυτής της προσπάθειας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης. Με τη συνεχή διολίσθηση της πολιτικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ στην ιδεολογία του αστικού πολιτικού υποδείγματος διακυβέρνησης, με την απαξίωση δηλαδή του αναντικατάστατου ρόλου της κοινωνικής κινητοποίησης, που χωρίς αυτήν, η λογική της «ανάθεσης» γίνεται ο μόνος τρόπος για μια κατ’ επίφαση «συμμετοχή» των μαζών στον πολιτικό αγώνα.
 
• Από τότε και μέχρι σήμερα, το κομβικό πρόβλημα της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου, δηλαδή η συγκρότηση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, που θα αντιπαρατεθεί εφ’ όλης της ύλης με το μπλοκ της καπιταλιστικής κυριαρχίας και θα συσπειρώσει μια ανθεκτική κοινωνική βάση που θα υπερασπιστεί το εγχείρημα, δεν βρίσκεται μέσα στην πολιτική οπτική του κόμματος. Η αντιπαράθεση οριοθετείται μέσα στην πολιτική ατζέντα του αντιπάλου, και στις διαχειριστικές της όψεις, χωρίς μια εναλλακτική κεντρική ιδέα.
 
• Το χειρότερο. Στρατηγικές περιπλανήσεις με «ιδέες» του τύπου «επιστροφή σε μια σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση της “χρυσής εποχής”», όχι μόνο είναι ιστορικά ανέφικτη, αλλά και αδύνατη να ηγεμονεύσει έναντι του ακροδεξιού νεοφασισμού. Επιδίωξη μιας στρατηγικής συμμαχίας με ένα κόμμα (το ΠΑΣΟΚ) του οποίου μια μεγάλη μερίδα στελεχών και μελών του θεωρεί τη διαιρετική τομή Αριστερά – Δεξιά παρωχημένη.
 
Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική, επιλεκτική, αλλά χρήσιμη. Ένα ατελές πρόπλασμα ερωτημάτων μάλλον, για τη συζήτηση που ο κόσμος της Αριστεράς έχει ανάγκη. Για να κατανοήσουμε τη ματαίωση συνομιλώντας. Και για να τη μετασχηματίσουμε, ίσως, σε μια νέα απόπειρα να αναζητήσουμε «το χαμένο κέντρο». Δηλαδή να το συγκροτήσουμε. Μέσα από τη δύσκολη διαλεκτική ταξικότητας και ηγεμονίας. Όχι σαν «ένα κόμμα όπως τα άλλα», ένα υβρίδιο καιροσκοπικών προσαρμογών, αλλά ως πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού της καθολικής χειραφέτησης. Αν το αποφασίσουμε, ας έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά στα όποια μηνύματα μας στέλνουν οι κοινωνικά υποτελείς μέσα από τον θυμό και την απογοήτευσή τους. Και κλειστά στα όσα μας απευθύνουν παλαιοί και νέοι επίδοξοι «χαρισματικοί» που υποτίθεται ότι «ξέρουν» –αλλιώς κινδυνεύουμε να χαθούμε και πάλι.
 
Δημήτρης Γιατζόγλου