Η Άκρα Δεξιά επανέρχεται στην Ευρώπη. Η συστατική συνθήκη του αντιφασισμού ως συνθήκη του μεταπολεμικού συμβολαίου πλέον δείχνει μουσειακής σημασίας στην ήπειρο. Ο φασισμός ζυγώνει. Η Σκανδιναβία είναι στην άλλη άκρη. Η Ιταλία, ωστόσο, δεν είναι μακριά. Ούτε η Γαλλία. Ούτε η Ουγγαρία, ούτε η Πολωνία. Η μόνη που αντέχει ακόμη για προφανείς ιστορικούς λόγους είναι η Γερμανία. Αλλά ούτε κει τα πράγματα πάνε ανέφελα. Τα σύννεφα πυκνώνουν. Δεν γλιτώνουμε την αντιπαράθεση: ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική. Και για τις εκλογές που ζυγώνουν, αλλά κυρίως για μετά.
Χρειάζεται η Αριστερά να θέσει ατζέντα. Αν δεν το κάνει, τότε θα την πάρει το ρέμα και θα τσακιστεί. Θα χάσει εκλογικά –και δεν αναφέρομαι τώρα στις ερχόμενες ελληνικές εκλογές αλλά σε μακρά διάρκεια– θα χάσει όμως και ιδεολογικά. Θα αποστεωθεί και δεν θα έλκει. Το μείζον πλεονέκτημα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς σήμερα είναι ότι μιλάει με πάθος τη γλώσσα του λαού. Ο Τραμπ, ο Μπολσονάρο, ο Ερντογάν κι ο Όρμπαν είναι όλες λύσεις του βαθέως συστήματος που μιλάνε στην καρδιά των ανθρώπων με αντισυστημικό τρόπο. Απέναντι σε αυτό, χρειάζεται ένα σαφές, τεκμηριωμένο και επιθετικό agenda setting. Όχι απολογητικά μισόλογα.
Ο συσχετισμός έχει ελπίδα να αλλάξει, μόνο σαν θέτουμε εμείς ατζέντα κι όχι να σερνόμαστε πίσω από αυτήν του αντιπάλου. Η Δεξιά μας μιλάει για φράχτες, εμείς θα λέμε ότι η χώρα ερημώνει και ο πληθυσμός μειώνεται. Με σύμβολα σαν τον φράχτη, οι φασίστες και οι αμήχανοι φίλοι τους στη Δεξιά καταφέρουν να δημιουργούν ηγεμονία. Έτσι έγινε με το προσφυγικό στην Ευρώπη. Αν ως το 2015, ο Όρμπαν ήταν δακτυλοδειχτούμενος με καταφρόνια, πλέον έχει κάθε λόγους να στρογγυλοκάθεται αυτάρεσκα στην πολυθρόνα της ηγεμονίας του. Έδωσε γραμμή σε όλη την ήπειρο: όπως είπε σε έναν λόγο του «στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου θέλαμε να μοιάσουμε στην Ευρώπη, τώρα αυτή θέλει να μοιάσει σε μας». Δίκιο είχε.
Εφιαλτικό…
Η ελπίζω απερχόμενη ελληνική κυβέρνηση άνοιξε διάπλατα την πόρτα στην ακροδεξιά ατζέντα με την πολιτική της στο μεταναστευτικό. Κι ας κάνει ό,τι μπορεί τώρα να απαγορευτούν τα κόμματα στα δεξιά της. Το κακό έγινε. Ας προβληματίσει τους κεντρώους (τάχα) υποστηρικτές του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι οι πρόσφυγες επί των ημερών του, προτιμούν να καραβοτσακίζονται από τις ακτές της Τουρκίας, νότια των Κυθήρων, ώστε να βγουν στην Καλαβρία, παρά να διασχίζουν το Αιγαίο. Ναι, οι πρόσφυγες προτιμούν την Ιταλία της Μπελόνι από την Ελλάδα του Μητσοτάκη. Εφιαλτικό…
Γι’ αυτό χρειάζεται λόγος. Λόγος τεκμηριωμένος και στέρεος. Λόγος ανάσχεσης στον εκφασισμό της κοινωνίας. Είναι μοίρα της Αριστεράς ότι σε αυτήν θα κάτσει ο κλήρος να τον φτιάξει. Ούτε στο κέντρο, ούτε στην αλλήθωρη Δεξιά. Αυτό όμως σημαίνει πολιτικό στίγμα με συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο.
Μεταρρύθμιση –και τότε και τώρα– είναι να αλλάξουν οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Μεταρρύθμιση ήταν η αλλαγή του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας το 2010 και το ’15. Μεταρρύθμιση θα ήταν ένα σοβαρό σχέδιο ένταξης των μεταναστών στην κοινωνία‧ να νομοθετήσουμε εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών‧ να φτιάξουμε μια πρωτοβάθμια εκπαίδευση που να συγκροτεί κανονικές ανθρώπινες προσωπικότητες κι όχι σχολείο μνημονικής συσσώρευσης‧ να φτιάξουμε μια ελληνική Δικαιοσύνη που να είναι δικαιοσύνη‧ να ανασυντάξουμε την πρωτοβάθμια περίθαλψη και τα δημόσια νοσοκομεία‧ να κάνουμε ένα καλύτερο δημόσιο πανεπιστήμιο (κι όχι απλώς να καταργήσουμε τον νόμο Κεραμέως)‧ να αλλάξουμε την Αστυνομία‧ να φτιάξουμε ένα αξιοπρεπές σωφρονιστικό σύστημα. Και τόσα, μα τόσα άλλα… Δυστυχώς επίκαιρα.
Ο ρεφορμισμός και το έλλειμά του
Το καλύτερο που μας έμεινε είναι ένας υγιής αριστερός «ρεφορμισμός» που θα λέγαμε κάποτε… Τα ριζοσπαστικά επέκεινα των μεταρρυθμίσεων παραμένουν ζωτικές εμπνεύσεις, όχι όμως διαζευκτικά ως προς τις μεταρρυθμίσεις. Ένας λόγος με σαφές προγραμματικό περιεχόμενο που τον διακρίνει από αυτόν της Δεξιάς είναι πάντα αναγκαίος. Τι άλλο να ζητήσουμε σήμερα;
Καθόλου λίγο δεν μας πέφτει! Το δυσάρεστο δεν είναι ο ρεφορμισμός μας, αλλά το έλλειμά του. Θεωρούμε συχνά ότι ο λαός δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει σε συγκεκριμένες πολιτικές δεσμεύσεις επειδή είναι συντηρητικός. Λάθος! Για τους εξής λόγους:
Πρώτον, γιατί δεν είναι. Αν η Δεξιά είναι η συμπαγέστερη παράταξη εξουσίας στην Ελλάδα σε μακρά διάρκεια, η Αριστερά σε όλες της τις παραλλαγές είναι πλειοψηφική. Τα κόμματα αριστερά του Κέντρου ακόμη και στις εκλογές του 2019 ήταν 52%. Δεν υπάρχουν χώρες άλλες στην Ευρώπη με τόσο πλειοψηφική παράδοση Αριστεράς και φυσικά στα περισσότερα κράτη, κόμμα προερχόμενο από την οικογένεια της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ασύλληπτο ως κόμμα εξουσίας.
Δεύτερον, αν ένα κόμμα που εξ αντικειμένου προτάσσεται ως η βιώσιμη εναλλακτική στη Δεξιά δεν θέτει προγραμματική ατζέντα με συγκεκριμένο περιεχόμενο σύστοιχο των αρχών του, τότε ο λαός λόγω αδράνειας γίνεται συντηρητικότερος. Και αν για τη Νέα Δημοκρατία είναι συμφέρον ο κόσμος να στρέφεται στα δεξιά, για την όποια εναλλακτική στρατηγική δεν είναι με κανέναν τρόπο. Κι όχι απλώς δεν είναι, αλλά μπορεί να γίνει και ολέθριο σε μια στιγμή που η Άκρα Δεξιά εμφανίζεται πλέον απροκατάληπτα ως ηγεμονική στην Ευρώπη.
Τρίτον, όταν η Αριστερά δεν μιλάει με τρόπο που παραπέμπει στην ταυτότητά της, ο αριστερός κόσμος ξενερώνει. Δυσφορεί. Και σε αντίθεση με τη Δεξιά, η Αριστερά είναι χώρος έντονων αξιών σε βαθμό συχνά τραυματικό και αυτομαστιγωτικό. Ο αριστερός δεν είναι μόνο ψηφοφόρος.
Τέταρτον, και χρησιμοθηρικά αν το δει κανείς, ούτε ο δεξιός κόσμος πρόκειται ποτέ να πειστεί από το εγχείρημα να φαίνεσαι κάτι που δεν είσαι. Το μείζον πρόβλημα αυτού του στρατηγικού επικοινωνιακού εγχειρήματος είναι ένα διπλό αρνητικό άθροισμα: ούτε οι Δεξιοί πείθονται, ούτε οι Αριστεροί γουστάρουν.
Αρκεί να το κάνουμε
Οι πολιτικές για την ανατροπή της Δεξιάς θέλουν αφήγηση. Ναι, οι μεγάλες αφηγήσεις δεσμεύουν, αυτοπαγιδεύουν και εύκολα παραπλανούν, αλλά χωρίς αφηγήσεις για τα big issues της πολιτικής δεν εμπνέεται κανείς. Θέλει στίγμα η πολιτική. Και κυρίως θέλει, όταν ο αντίπαλος αφήνει τόσο δραστικά το δικό του.
Καταλήγω: Κάποτε η ριζοσπαστική αριστερά είχε ένα σχέδιο ανατροπής που έβλεπε τον ρεφορμισμό ως απόκλιση. Οι καιροί αλλάζουν όμως. Όσο απομακρυνόμαστε από τους εφιάλτες του 20ού αιώνα, η Άκρα Δεξιά αποενοχοποιημένα θέτει ατζέντα είτε ευθέως είτε εμμέσως διά της Δεξιάς και το κέντρου. Η Ευρώπη πάλι στις σκοτεινές της στιγμές… Σε αυτήν τη συγκυρία, ένας υγιής αριστερός μεταρρυθμισμός είναι ό,τι πιο πειστικά και ρεαλιστικά radical μπορούμε προγραμματικά να επινοήσουμε.
Αρκεί να το κάνουμε.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.