Συνεντεύξεις

Δημήτρης Χριστόπουλος: «Η Ευρώπη αφήνει στη λήθη το αντιφασιστικό συμβόλαιο που συνομολόγησε πριν από ογδόντα χρόνια»

Ο καθηγητής Πολιτειολογίας του Παντείου πανεπιστημίου, Δημήτρης Χριστόπουλος, αναλύει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και τις συνέπειες αυτού, το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη και την Ελλάδα την επόμενη μέρα και τη φθορά του πολιτικού προσωπικού.
 
Βρισκόμαστε λίγες μόνο βδομάδες μετά τις ευρωεκλογές, όπου κυριάρχησαν τα δεξιά και ακροδεξιά κόμματα, με την ακροδεξιά να αποτελεί πια μια ισχυρή δύναμη και την αριστερά να είναι ισχνή. Σε ποια Ευρώπη ζούμε;
 
Σήμερα δεν αρκεί να αποδώσουμε την άνοδο της άκρας δεξιάς μόνο στην πολιτική αποχή και στην απαξίωση των παραδοσιακών πολιτικών ευρωπαϊκών ελίτ. Πρόκειται πια για ένα πολιτικά αυτοδύναμο, επιθετικό ρεύμα, το οποίο εδραιώνεται επειδή συνολικά η ευρωπαϊκή Δεξιά είναι διατεθειμένη ρητά να συνασπιστεί μαζί της. Αυτό ξεκίνησε στην Ιταλία και συνεχίζεται στη Γαλλία και στην ίδια την ΕΕ. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μιλά με τα καλύτερα λόγια για την ιταλίδα πρωθυπουργό. Η λεγόμενη «υγειονομική ζώνη» που χώριζε την άκρα δεξιά από τα κόμματα του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» έχει διαρρηχθεί. Αυτό είναι το νέο της συγκυρίας μας. Τα υπόλοιπα ήταν ήδη εδώ.
 
 
Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
 
Οι ρίζες αυτής της κατάστασης βρίσκονται στην ιστορία της Ευρώπης. Η ριζοσπαστική δεξιά δεν είναι ένα πολιτικός εξωγήινος, αλλά βαθιά ριζωμένη στην πολιτική μας παράδοση. Η κοινωνική και η ιδεολογική διείσδυση της άκρας δεξιάς την τελευταία δεκαπενταετία είναι πολύ ισχυρή, καθώς τα όμορα κόμματά της υιοθετούν τις θέσεις της, προκειμένου να την αναχαιτίσουν. Αυτές οι δύο αιτίες συνυπάρχουν με έναν καταλύτη, που είναι η εποχή των μεγάλων κρίσεων. Η εποχή όπου η προσδοκία της «κανονικότητας» και μιας «καλύτερης ζωής» έχει τελειώσει. Όλα αυτά δίνουν τη δυνατότητα στην άκρα δεξιά να πάψει να είναι παρίας του πολιτικού συστήματος.
 
 
Η ακροδεξιά για να μπει στο σαλόνι της εξουσίας με τη δεξιά αναθεωρεί θέσεις της. Αυτό πώς θα το δεχτεί η βάση της;
 
Η ακροδεξιά έχει μάθει και από τις ήττες της αριστεράς και από τις δικές της. Έχει σταματήσει να είναι ριζοσπαστική, όπως εξάλλου σταμάτησε και η αριστερά. Στις προηγούμενες ιταλικές εκλογές έγινε μια άτυπη συμφωνία μεταξύ Ντράγκι και Μελόνι, με την δεύτερη να εγκαταλείπει την ιδέα επαναφοράς του εθνικού νομίσματος και να δέχεται να γίνει μέρος της ευρωπαϊκής συμμαχίας εναντίον της Ρωσίας στο ουκρανικό. Η άκρα δεξιά, από την πλευρά της, κέρδισε να υιοθετεί η Ευρώπη τις θέσεις της στο μεταναστευτικό και να μένει ουδέτερη στους πολέμους ταυτοτήτων και μνήμης που μαίνονται στην ήπειρο. Η Ευρώπη αφήνει στη λήθη το αντιφασιστικό συμβόλαιο που συνομολόγησε πριν από ογδόντα χρόνια. Για να αντέξει στις δυσκολίες των καιρών, θα συμμαχήσει με τους μεταφασίστες. Για λόγους πολιτικής συγγένειας με την ακροδεξιά, η ευρωπαϊκή δεξιά δεν είναι όσο αυστηρή υπήρξε με την αριστερά, κατεξοχήν στην Ελλάδα. Αν η Ευρώπη αποδειχτεί τόσο γενναιόδωρη και ευρύχωρη με τους μεταφασίστες όσο υπαινίσσομαι, η βάση της άκρας δεξιάς δεν βλέπω γιατί να φέρει μεγάλες αντιρρήσεις σε αυτούς τους συμβιβασμούς. Μια χαρά μπορούν να ζήσουν και με δημοσιονομικό σύμφωνο και με ευρώ και εναντίον της Ρωσίας! Δεν είναι αυτά τα πιο ζωτικά τους θέματα.
 
 
 
Ο Κ. Μητσοτάκης επιχειρεί να παίξει το ρόλο ρυθμιστή στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Το προηγούμενο διάστημα απειλούσε με βέτο χώρες των Βαλκανίων και στην Ευρώπη εμφανίζεται τώρα ως ο διαπραγματευτής της επόμενης ηγεσίας της Ένωσης. Έχει αυτή τη δυναμική ο Κ. Μητσοτάκης ή είναι μια επικίνδυνη πολιτική μικρομεγαλισμού;
 
Πράγματι, ο Κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να αναδείξει ένα κεφάλαιο πολιτικής υπερδύναμης για την Ελλάδα. Ωστόσο, με τις πολιτικές που έχει ακολουθήσει, δεν το αξίζει. Από τη μία, δυναμιτίζει την κατάσταση με την Αλβανία, με την υποψηφιότητα Μπελέρη, και από την άλλη αρνείται να κυρώσει τα πρωτοκόλλα των Πρεσπών. Έχει σημασία για την Ελλάδα σε μια στιγμή συστημικής αποσταθεροποίησης των Βαλκανίων να μην είναι μέρος του προβλήματος, όπως ήταν πριν 30 χρόνια και να αντιπαρατίθεται σαν το κριάρι με τους γείτονες. Η Αλβανία του Ράμα ακολουθεί μια απαράδεκτα υπερφίαλη πολιτική, η Σερβία του Βούτσιτς απομονώνεται εκ νέου, η Βοσνία δεν λέει να ενοποιηθεί και η Βόρεια Μακεδονία κλονίζεται. Η Βουλγαρία έχει βγάλει τα ιστορικά όπλα της εναντίον του μακεδονικού έθνους και η νέα ηγεσία της χώρας, το VMRΟ, ακολουθεί μια ισχυρή αντιαλβανική ατζέντα. Η συγκυρία μοιάζει κάπως με την κατάσταση που είχαμε στις αρχές του 1990 με την Ελλάδα βουτηγμένη σε εξωτερική πολιτική εσωτερικής «πατριωτικής» κατανάλωσης. Κι ας θα ήθελε ο Έλληνας πρωθυπουργός αλλιώς…
 
 
Για την Ελλάδα τι μέρες ξημερώνουν μετά τις εκλογές;
 
Έχει επισημανθεί ήδη ότι αυτές ήταν εκλογές αρνητικού πολιτικού αθροίσματος για τους περισσότερους, και φυσικά για την κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία δεν κινδυνεύει, ωστόσο, από πολιτικούς της αντιπάλους αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτόν της ασύμμετρης έπαρσης, της παραδοσιακής φαυλότητας, της ταξικής μεροληψίας και του κλασσικού δεξιού πελατειασμού. Το νέο εδώ είναι ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα βρίσκεται υψηλότερα από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών στην αποχή χωρίς αντιπολίτευση, με εξαίρεση την άκρα δεξιά, που να καρπώνεται τον εκφυλισμό της κυβέρνησης. Αυτό όμως είναι μια μεταβατική κατάσταση.
 
 
Με τη Νέα Δημοκρατία να μην ορίζει πια το πολιτικό παιχνίδι, ούτε όμως να έχει αντίπαλο, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε ένα κενό, σε μια κρίση αντιπροσώπευσης;
 
Ναι. Βρισκόμαστε, όπως είπα, σε μια επώδυνη κυοφορία. Η αποχή, αυτή τη φορά είναι μοιρασμένη αριστερά και δεξιά, ενώ οι νέοι απλώς θεωρούν τα κόμματα irrelevant, δηλαδή άσχετα με τη ζωή τους. Αυτό δημιουργεί μια καθολική κρίση αντιπροσώπευσης όχι μόνο από τη μία πλευρά του πολιτικού φάσματος. Αυτό ήταν το μήνυμα των ευρωεκλογών και κάπως έτσι θα τις θυμόμαστε.
 
 
Υπάρχουν οι συνθήκες να φτιαχτεί ένας πόλος που θα απειλήσει την κυριαρχία της ΝΔ;
 
Αν αναφέρεστε σε πρωτοβουλίες κορυφής που προσπαθούν να νεκραναστήσουν τους πεθαμένους, η απάντηση είναι όχι. Η Δεξιά δεν κινδυνεύει από μια αναβίωση της «κεντροαριστεράς» με πολιτικά ζόμπι φθαρμένων πολιτικών. Είναι σαν να παλεύουν ο Μαύρος με τον Ζίγδη να αναβιώσουν την Ένωση Κέντρου το 1980. Είναι σαν να πάει ο Ολάντ που μας επισκέφθηκε κιόλας πριν λίγες μέρες, να αναβιώσει το σοσιαλιστικό κόμμα της Γαλλίας!
 
 
Σε έρευνα της Metron Analysis καταγράφηκε πως το 83% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ και το 75% του ΚΚΕ επιθυμούν μια σύγκλιση των κομμάτων σε ένα ενιαίο σχήμα.
 
Ναι, ο κόσμος θέλει σύγκλιση κυρίως διότι βρίσκεται σε αντιμητσοτακική απόγνωση. Αυτό όμως σαν προϋπόθεση δεν φτάνει ώστε να δημιουργηθεί τέτοια πολιτική μαγιά. Η περίοδος των μνημονίων και των μεγάλων κρίσεων στις οποίες διήλθε η χώρα είχε ως αποτέλεσμα μια ανυπολόγιστη φθορά του πολιτικού της κεφαλαίου και των ελίτ της. Η φθορά αυτή είναι μεγαλύτερη στην αριστερά παρά στην δεξιά. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης και έξι χρόνια μετά το τυπικό της τέλος, η δεξιά καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της ακόμα και με πρόσωπα που κυβέρνησαν τη χώρα κατά τη διάρκεια των μνημονίων, πλην όμως όλες οι παρατάξεις από το κέντρο έως τα αριστερά αδυνατούν. Η φθορά του πολιτικού προσωπικού είναι αντίστοιχη των προσδοκιών που καλλιέργησε και ματαίωσε. Η Δεξιά ως η παράταξη της χαμηλής προσδοκίας αντέχει περισσότερο.
 
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ τι πορεία χαράσσει; Η νέα του ηγεσία φαίνεται να παραπατάει ανάμεσα σε διάφορες θέσεις και να δημιουργεί θόρυβο, διεκδικώντας όμως να είναι ο έτερος πόλος ενός ισχνού δικομματισμού.
 
Οι πολλαπλές εκλογές του 2023-24 είναι ένας ενιαίος εκλογικός κύκλος, ο γενικός τίτλος του οποίου είναι η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο ως εκλογικού σχηματισμού, αλλά ως πολιτικού προγράμματος, προσωπικού, στυλ, σχεδίου. Σε αυτό περιλαμβάνω και την ήττα της Νέας Αριστεράς αλλά και του ΜΕΡΑ στις ευρωεκλογές, κόμματα τα οποία δεν μπόρεσαν να αποποιηθούν την πρώην ταυτότητά τους. Το κόμμα Κασσελάκη θα παγιωθεί σε κάποια ποσοστά μειοψηφικά ποσοστά αντίστοιχα του ΠΑΣΟΚ, και πιθανώς μεγαλύτερα, τα οποία δεν θα εκφράζουν αριστερά, αλλά κάτι το οποίο μοιάζει περισσότερο με κεντρώους ΑΝΕΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κεντρικός πολιτικός παίκτης τελείωσε όμως.
 
 
Η ΝεΑρ περιθωριοποιήθηκε ή πρόκειται για ένα κομμάτι ψηφοφόρων που βρίσκεται σε αναμονή να στηρίξει υπό προϋποθέσεις με βασικότερη το να πάψει να θυμίζει ΣΥΡΙΖΑ;
 
Μιλάμε για το χώρο μας τώρα και αυτό μας πονά. Η Νέα Αριστερά υπέστη μεγαλύτερη αναλογικά φθορά από τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές διότι στα μάτια της κοινωνίας είναι περισσότερο «ΣΥΡΙΖΑ» από το κόμμα Κασσελάκη. Αυτό πληρώθηκε, ό,τι και να έλεγαν τα στελέχη της. Δεν πληρώθηκαν δηλαδή τα «λάθη» της, αλλά η ίδια η κατασκευή της, το σασί της. Κάπως έτσι, παρά τον ειλικρινή αγώνα και φιλότιμη προσπάθεια, έφτασε στο όριό της. Από την αρχή ο σχηματισμός αυτός λειτούργησε αποκλειστικά ως πρώην ΣΥΡΙΖΑ, μην καταφέρνοντας να εμπνεύσει άλλους ανθρώπους, και χωρίς μάλιστα να μπορέσει να αντιπροσωπεύσει ούτε καν το σύνολο των διαγραφέντων. Προσοχή όμως: και όλα σωστά να τα έκανε η ΝεΑρ, το δεδομένο είναι ότι τα όρια του χώρου είναι ούτως ή άλλως στενά κυρίως μετά από μια διάσπαση. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Κάπως «καλομάθαμε» μετά το 2012 ξεχνώντας τα ποσοστά για τα οποία παλεύαμε πριν. Πάντως, αν μετά από αυτό το ποσοστό, η Νέα Αριστερά συνεχίσει «ηρωικά», όπως αρέσκεται να λέει, τον αγώνα της με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια πρόσωπα, χτυπώντας το κεφάλι στον τοίχο με μεγαλύτερη ταχύτητα από την πρώτη φορά, τότε είναι μάλλον μοιραίο ότι η προσπάθεια είναι καταδικασμένη.
 
 
Υπάρχει μια ανάγκη να ξαναρχίσουν από το μηδέν οι συζητήσεις για την αριστερά; Ένας νέος χώρος διαλόγου και κοινής δράσης, όπου όλοι είναι ίσοι μεταξύ ίσων;
 
Ναι. Εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ ως «χώρος διαλόγου» δεν ξεκίνησε; Όχι όμως ατέρμονου διαλόγου… Να μην κάνουμε ένα ψευδό Control+Alt+Delete, που ισοδυναμεί με τακτικισμούς και άλλοθι στη διαχείριση της ήττας, αλλά να παλέψουμε για ένα φορμάτ του σκληρού μας δίσκου με σκληρές αποφάσεις. Έτσι μόνο θα ενδιαφερθεί νέος κόσμος. Όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά νέος αλλά κόσμος μη φθαρμένος από την πολιτική έκθεση. Η ιστορία δεν προγραμματίζεται. Είναι γεμάτη αναπάντεχα για το καλό ή το κακό. Με αυτό δεδομένο, φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να διαβούμε αρκετό καιρό προκειμένου η αριστερά να αναζωογονηθεί ως ο πολιτικός αντίπαλος, που προνομιακά αντιπαρατίθεται στο φασισμό. Διότι, μην έχετε καμιά αμφιβολία ότι μπροστά μας ήδη διακρίνεται ο υπαρξιακός αντίπαλος. Κοινώς, έχουμε ακόμη δρόμο στο σκοτάδι. Θα τον διαβούμε όμως. Τι άλλο να κάνουμε;
 
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός