Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Empty politics – πολιτικοί και πολιτικές του τίποτε

Στις εκλογές για το Δήμο της Αθήνας το 1994, ο υποψήφιος Θ. Πάγκαλος απαξίωσε τον αντίπαλό του Δ. Αβραμόπουλο αποκαλώντας τον “Κύριο τίποτα”. Εκείνος όμως εξελέγη δήμαρχος, υπουργός, διορίστηκε επίτροπος – μόνο πρωθυπουργός που δεν έγινε… Σήμερα πλέον οι κυρίες και κύριοι «Τίποτα» έχουν καταστεί κυρίαρχος ανθρωπότυπος στην πολιτική σκηνή. Είναι οι νικητές. Ο Αβραμόπουλος υπήρξε, τρόπον τινά, πρωτοπόρος.
 
Πολιτική, μαθαίνουμε στους φοιτητές μας, με τα λόγια του Μαξ Βέμπερ, είναι ο αγώνας των ανθρώπων για τη νομή ή την επιρροή στη δημόσια εξουσία. Ο αγώνας αυτός πλέον διεξάγεται –στην Ελλάδα και όχι μόνο– με εκθέσεις ιδεών, ανούσια debates υποψηφίων και συζητήσεις μεταξύ πολιτευτών και δημοσιογράφων που δεν ξέρουν ειδήσεις παρά μόνο σχόλια. Τις περισσότερες φορές, αυτές οι συζητήσεις πραγματοποιούνται με ερωτήσεις που αφορούν όλα και τίποτε, μόνο για τις εντυπώσεις. Οι ευθύνες της δημοσιογραφίας εδώ είναι τεράστιες, αλλά δεν είναι αυτό το παρόν θέμα.
 
Η πολιτική επικοινωνία έχει πάψει να είναι πολιτική, δηλαδή μεταβίβαση προγραμματικών μηνυμάτων, και έχει γίνει σκέτη επικοινωνία: διαχείριση συμβόλων με έμφαση στην ιδιοσυγκρασία και όχι στο πολιτικό περιεχόμενο. Έτσι, περισσεύει η ηθικολογία και η υποταγή στο θέαμα με τρόπο ενοχλητικά υποκριτικό. Η παραίτηση Μηταράκη, η απόσυρση της υποψηφιότητας Πατούλη με το χρίσμα της ΝΔ, ο τραγέλαφος ΣΥΡΙΖΑ για την υποψηφιότητα στο Δήμο Αθηναίων, η συμμετοχή της Σ. Τριανταφύλλου, κατεξοχήν εκπροσώπου της alt right διανόησης, στην ομάδα στήριξης του υποψηφίου Δημάρχου Αθηναίων του ΠΑΣΟΚ …
 
Σημεία των καιρών: κενές πολιτικές.
 
Αν, όμως πας με το ρεύμα, όπως κατεξοχήν οι συντηρητικές παρατάξεις, τότε έχεις την πολυτέλεια να αφήνεις την «επικοινωνία» να καθορίζει αποκλειστικά την οντότητά σου. Για την ακρίβεια, αυτή είναι και η μόνη σου διέξοδος. Να δείξεις ότι είσαι ηθικός, καλός οικογενειάρχης, να είσαι αξύριστος στις φωτιές και ταυτόχρονα ξυρισμένος στις δεξιώσεις, να δείχνεις δυναμισμό, μαγκιά, να κάνεις καρδούλες – καινή κενότητα αυτή – και όλες τις συναφείς συνταγές, τόσο μα τόσο εύκολο να αποκρυπτογραφηθούν. Έτσι γίνεται πλέον.
Agenda setting
 
Αν όμως θέλεις να αλλάξεις τις συνειδήσεις των ανθρώπων, όταν θέλεις, με δυο λόγια, να διεξαχθεί μάχη ιδεών προκειμένου να μετασχηματιστεί ο υποκειμενικός παράγοντας, όπως κάποτε λέγαμε, τότε δεν αρκεί η «επικοινωνία», ούτε το ταλέντο, ούτε τα σηκωμένα μανίκια, ούτε τίποτε από αυτά. Χρειάζεται να φτιαχτεί και να τεθεί ατζέντα. Να μελετήσεις, να τεκμηριώσεις και να προτάξεις τις αιχμές σου –όποιες αποφασίσεις – ώστε να ανοίξεις ρωγμές στον τοίχο του αντιπάλου: συγκεκριμένες, ρεαλιστικές προτάσεις, νομοθετικά δοσμένες, για μια διαφορετική διακυβέρνηση.
 
Να το πω με ένα παράδειγμα: η ΝΔ αντέχει και έναν και δύο Ζαγοράκηδες… Η Αριστερά δεν αντέχει Γεωργούλη. Αυτό το πιστεύω ανεξάρτητα από το σκάνδαλο στο οποίο ο άνθρωπος μπλέχτηκε. Η συντηρητική παράταξη ευκολότερα βολεύεται με την κενότητα της πολιτικής και τους εκφραστές της. Μια χαρά της φαίνονται τα πράγματα ως έχουν. Όταν όμως θέλεις κάτι ν’αλλάξεις, δεν βγαίνει έτσι.
 
Η Αριστερά αυτοακρωτηριάζεται αν επιχειρεί να ανατρέψει τον αρνητικό συσχετισμό με εκθέσεις ιδεών, μελό είτε οργισμένα εφηβικά αναγνώσματα. Έτσι, δεν δημιουργούνται συνθήκες ανάσχεσης του κυρίαρχου λόγου. Θα σε πάρει το ρεύμα και θα σε τσακίσει. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 το μαρτύρησε.
 
Προσοχή: η υποταγή στην κενή πολιτική δεν είναι απλώς συμβιβασμός. Συμβιβασμοί στην πολιτική πρέπει να γίνονται, αλλιώς οι πρωταγωνιστές θα ματαιοπονούσαν όπως ο συμπαθής ήρωας του Θερβάντες. Ο συμβιβασμός όμως προϋποθέτει ότι από κάπου ξεκινάς και κάπου καταλήγεις. Και αυτό το «κάπου» της αφετηρίας σου σημαίνει ότι κάτι είσαι, ξεκινάς ως κάτι.
 
Είσαι με την κοινωνική αλληλεγγύη, εναντίον της ιδέας ότι οι άνθρωποι είναι φυσιολογικά άνισοι. Είσαι με το διεθνισμό (αλήθεια τι απέγινε αυτός;) εναντίον του εθνικισμού. Είσαι με την ισότητα των ανθρώπων, εναντίον του ρατσισμού. Είσαι με τα θύματα του σεξισμού, καταδικάζοντας την πατριαρχία και την ομοφοβία. Προστατεύεις τη φύση και όχι την «ανάπτυξη» που έχει διαλύσει τον πλανήτη και μας κάνει αβίωτη τη ζωή. Και πάει λέγοντας… Κάτι είσαι δηλαδή.
 
Αυτό το κάτι όμως ενίοτε δεν είναι δημοφιλές, καθώς η πλειονότητα ενστερνίζεται το αντίθετο. Το να καβαλάς ό,τι θέλει ο κόσμος, και μονίμως να αναζητάς εναγωνίως τι είναι αυτό, έχει κοντά ποδάρια.. Ούτε να παίρνεις πάντα το μέρος των πολλών είναι πάντα επιθυμητό. Το δίκαιο δεν είναι το δίκιο των περισσοτέρων. Δεν θα στηρίξουμε τη θέση ότι η Ελλάδα σε όλα έχει δίκιο επειδή είναι η πατρίδα μας, κι ας το πιστεύει η πλειοψηφία των συμπολιτών μας. Θα αγωνιστούμε να το μετασχηματίσουμε. Δεν θα το παραβλέψουμε, αλλά θα το παλέψουμε να αλλάξει. Αυτό δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά δεν θα γίνει ποτέ, αν δεν το κάνουμε.
 
Ούτε όμως το να υποστηρίζεις πάντα τον αδύναμο σε ό,τι ζητά είναι ορθό: αυτός δεν έχει δίκιο a priori επειδή είναι αδύναμος. Εξάλλου, έχει σημασία να οριοθετήσουμε σε ποιο πλαίσιο μιλάμε: εθνικό; Περιφερειακό; Οικουμενικό; Μήπως το να στηρίξουμε τον Έλληνα αδύναμο σε βάρος του αδύναμου μετανάστη, αυτή δεν είναι η «λύση» της ακροδεξιάς;
 
Το να θέλει κανείς λοιπόν να είναι δημοφιλής με ξένα κόλλυβα – με θέσεις που δεν είναι δικιές του – έχει ένα ζωτικά αρνητικό αποτέλεσμα: και εαυτόν αλλοτριώνει, και τους πολλούς αφήνει αδιάφορους. Η Δεξιά μιμούμενη την Άκρα Δεξιά την εξαγνίζει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και όταν η Αριστερά μιμείται τη Δεξιά: την τροφοδοτεί και, στο τέλος της μέρας, ηττάται.
 
Λέγοντας αυτά, θέλω να είναι σαφές ότι δεν συνηγορώ υπέρ μιας πολιτικής «καθαρότητας». Αυτό μου φαίνεται αφελές και αδόκιμο. Μια πολιτική ευκρίνειας είναι ο θεμιτός στόχος. Ασφαλώς λοιπόν και πρέπει να δουλεύεται το μήνυμα ώστε να γίνει πειστικότερο και κατανοητότερο στους ανθρώπους. Ασφαλώς και είναι λάθος να αψηφά κανείς εμπεδωμένες αντιλήψεις και τάσεις. Αν όμως στο όνομα των παραπάνω, σβήσει το περιεχόμενο του μηνύματος, τότε αυτό ναι, είναι κενή πολιτική. Και ως κενή είναι απελπιστικά άδεια και άγευστη. Σχεδόν αποκρουστική.
 
Θα κλείσω λοιπόν, ενάντια στα παραπάνω, με μια ελπιδοφόρα κατεξοχήν πολιτική κίνηση, κατακαλόκαιρο 2023: το κίνημα για την ανάκτηση των κοινών αγαθών της παραλίας από τα μαγαζιά και τις ξαπλώστρες. Αυτό το κίνημα ξεπήδησε από τα κάτω χωρίς τη συμμετοχή των κομμάτων. Να λοιπόν, έναντι απτού συμπεράσματος, ένα φωτεινό παράδειγμα πραγματικής, μη κενής, πολιτικής, που έχει και παιδαγωγική αξία.

Δημήτρης Χριστόπουλος