Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Από τη φιλανθρωπία στη χειραφέτηση: σκέψεις για τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών

Ο παράδεισος του Φουκώ…

Τον Ιούνιο βρέθηκα στη Λέρο για μια ημερίδα του Συλλόγου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών. Το hot spot της Λέρου, όπου κρατούνται κάτι λιγότερο από χίλιοι μετανάστες και πρόσφυγες, βρίσκεται στην αυλή του κεντρικού κτιρίου του πάλαι ποτέ ψυχιατρείου της Λέρου. Εκεί που η Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο, έστειλε τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων για «αναμόρφωση» (1949) και αργότερα, το 1958, τους ψυχοπαθείς, στήνοντας την αποκρουστική αποικία των τρελών της επικράτειας. Δέκα χρόνια αργότερα, η χούντα έστειλε εκεί ακριβώς, μεσοτοιχία στο ψυχιατρείο, τους δικούς της αντιφρονούντες. Στον ίδιο τόπο, πενήντα χρόνια αργότερα, στις ίδιες εγκαταστάσεις, το 2016 η Ελλάδα στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας έφτιαξε έναν νέο τόπο εγκλεισμού: το hot spot για μετανάστες και πρόσφυγες. Στον χώρο του προαυλισμού των πάλαι ποτέ τροφίμων του ψυχιατρείου. Δίπλα ακριβώς στο Ψυχιατρείο, σήμερα. Η ιστορία «συνωμοτεί» κάπως και εμείς το ζούμε.

 

Δεν προέρχομαι από τον χώρο της μελέτης των ανθρώπων που νοσούν ψυχικά. Νομίζω πως η όποια ειδημοσύνη, που πιθανώς εν μέρει να δικαιολογεί την επιλογή να κάνω την εισαγωγική προσφώνηση αυτής της εκδήλωσης, έχει να κάνει με το ότι το συγγραφικό μου έργο και οι δημόσιες παρεμβάσεις μου σχετίζονται με το γενικό ερώτημα των δικαιωμάτων και το ειδικότερο των δικαιωμάτων μειονοτικών ομάδων και δι’ αυτών των σχέσεων εξουσίας στις κοινότητές μας. Υπό την έννοια αυτή, υπάρχει ένα στοιχείο ευαλωτότητας που διατρέχει οριζοντίως την προβληματική και την αντίληψη που προσπαθώ να εκφράσω στον χώρο αυτό, με την οποία μπορούμε να χτίσουμε γέφυρες διεπιστημονικής επικοινωνίας και συνολικής κατανόησης της προβληματικής των σχέσεων εξουσίας που αφορούν τα δικαιώματα αδύναμων ανθρώπων.

 

Ένα νέο «εμείς»: μετατοπίζοντας το κατώφλι του αποκλεισμού στην ιδιότητα του πολίτη

Αυτό θα μας επιτρέψει να κάνουμε τη μετάβαση από μια φιλανθρωπική σε μια δικαιωματική προσέγγιση των ανθρώπων που νοσούν ψυχικά, όχι απλώς στο όνομα καλοπροαίρετων φιλελεύθερων δοξασιών και ευχολογίων με τα οποία όλοι θα συμφωνήσουμε –και που συμφωνούμε όμως, δεν έγινε και τίποτε– αλλά στο όνομα μιας αντίληψης που συγκροτεί μια πρακτική χειραφέτησης της ιδιότητας του ανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα: αυτή είναι η πλήρης ιδιότητα του πολίτη.

Όλα αλλάζουν στην ιδιότητα του πολίτη: άλλος ο πολίτης του Αριστοτέλη, άλλος της Ελλάδας σήμερα, άλλος στην Ελλάδα του 1940. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που μένει. Το μόνο που δεν αναθεωρείται είναι η συστατική της ικανότητα να χωρίζει και να ενώνει, να αποκλείει και να συμπεριλαμβάνει. Η ιστορικότητα της έννοιας γύρω από το δίπολο «συμπερίληψη-αποκλεισμός» είναι και ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αλλά και να λάβουμε θέση απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις που αφορούν την πρόσβαση στην ιδιότητα του πολίτη, ανθρώπων που ψυχικά νοσούν ή έχουν νοσήσει.

Υπάρχουν τρόποι και τρόποι να προσεγγίσεις μια ομάδα που είναι ευάλωτη. Το παιδί θα το προστατέψεις διότι, ως ένα βαθμό, επειδή είναι παιδί, έχει όρια στην αυτονομία του. Έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, όπως λέει ο Αστικός Κώδικας. Είναι όμως αυτή η γενική συνταγή; Μήπως, παρά τις πιθανώς καλές προθέσεις της, η γενίκευση αυτής της συνταγής οδηγεί σε αναπαραγωγή της αδυναμίας, στην φυσικοποίησή της; Υπάρχει και η προστασία του εγκλεισμού, της περιχαράκωσης, του αποκλεισμού, της ιδρυματοποίησης. Και κάπου στο βάθος εδώ υπάρχει η εκμηδένιση, ο κοινωνικός θάνατος και τέλος ο φυσικός. Λίγα είναι τα παραδείγματα; Πέντε στρώματα εγκλεισμών στη Λέρο, ο ένας πάνω στον άλλον κάθε δέκα χρόνια: ανεπιθύμητοι Iταλοί φαντάροι, παιδιά του Εμφυλίου, ψυχασθενείς, πολιτικοί κρατούμενοι και τώρα –50 χρόνια μετά, να μην ξεχνιόμαστε– hot spots για μετανάστες και πρόσφυγες. Ο παράδεισος του Φουκώ…

Για τον λόγο αυτό, κάνω μια παρέκβαση, η Μόρια ως κέντρο εγκλεισμού μας αφορά όλους. Η Μόρια είναι και δική μας ντροπή, όπως ήταν η Σπιναλόγκα, η Λέρος και πάει λέγοντας. Υπ’ αυτή την έννοια, η όλη προβληματική που μπορεί να αναδείξει η ιδιότητα του πολίτη φωτίζει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ιστορίες, ιδεολογίες, πρακτικές και κανόνες που άπτονται του σκληρού πυρήνα των σχέσεων εξουσίας, οι οποίες υφαίνονται σε κάθε πολιτική κοινότητα. Ίσως είναι κάπως απλοϊκό, αλλά ισχύει και βοηθά: η ιδιότητα του πολίτη έχει πολλές ιστορίες, μόνο μία όμως τις διατρέχει όλες: η ιστορία της διαίρεσης των ανθρώπων σε πολίτες και μη. Με μια κουβέντα: Πολίτης δεν είναι ο (κάθε) άνθρωπος. Πολίτης δεν είναι ο ανεπιθύμητος, ο κομμουνιστής στον Εμφύλιο, ο ψυχασθενής αργότερα, ο εξόριστος, ο πρόσφυγας.

Η ιδιότητα του πολίτη είναι μια διαφοροποιητική κατασκευή που χωρίζει αυτούς που την κατέχουν από τους υπόλοιπους. Εκείνο που διαρκώς μετατοπίζεται είναι το κατώφλι της διαίρεσης, το πού τοποθετείται δηλαδή ο αποκλεισμός από αυτήν. Αυτό το κατώφλι παλεύουμε να μετατοπίζουμε. Τότε μόνο ο αγώνας υπέρ των αδύναμων είναι αγώνας χειραφέτησής τους. Γράφει κάπου ο Μπαλιμπάρ, πως «στην καρδιά της θέσμισης της ιδιότητας του πολίτη γεννιέται και ξαναγεννιέται αδιάκοπα η αντίφαση της σχέσης με τη δημοκρατία».

Η πορεία από μια κατεξοχήν αποκλειστική προς μια περισσότερο περιεκτική ιδιότητα του πολίτη –μια ιδιότητα που δεν περιλαμβάνει μόνο τους λευκούς πλούσιους άντρες, όπως ήταν κάποτε– και, κατ’ επέκταση, προς μια πιο περιεκτική δημοκρατία, είναι λοιπόν το ζητούμενο στο οποίο επιθυμεί να απαντήσει η δυνατότητα συμπερίληψης των ψυχικά νοσούντων ανθρώπων στο πολιτικό σώμα με πλήρη πρόσβαση στα δικαιώματά τους: ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Κοινωνικά δικαιώματα χωρίς ατομικά είναι αφόρητος πατερναλισμός, ενώ ατομικά χωρίς κοινωνικά ανέξοδη ρητορεία.

Αυτό όμως είναι το εν γένει ζητούμενο της ιστορίας της ανθρώπινης χειραφέτησης. Το να γίνουν πραγματικοί πολίτες νέα υποκείμενα μετατοπίζει το κατώφλι του αποκλεισμού: και αυτή η μετατόπιση δεν είναι απλώς ένα ζήτημα ποσοτικής συμπερίληψης –άρα αλλαγής συσχετισμών– αλλά ποιοτικού μετασχηματισμού της ταυτότητας του πολίτη: ένα νέο «εμείς». Ένα «εμείς» που όταν γεννήθηκαν τα κράτη ήταν μόνο οι λευκοί αρσενικοί πλούσιοι. Δόθηκαν αγώνες ώστε στο «εμείς» να μπουν οι φτωχοί. Δόθηκαν αγώνες για να μπουν οι γυναίκες, οι μαύροι, οι κάθε λογής μειονότητες, οι μετανάστες και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό το «εμείς», παλεύουμε. Κι αυτή είναι μια πολιτική μάχη που πρέπει να δώσουμε.


Οι ψυχικά ασθενείς ως μειονότητα

Στον κόσμο της νεωτερικότητας, ύστερης ή μη, κόσμο όπου οι αρχές του ορθολογισμού και του ατομικισμού είναι πυλώνες όχι μόνο της ανθρώπινης δράσης αλλά και της αυτοκατανόησης των υποκειμένων, οι ψυχικά πάσχοντες διαφέρουν. Δεν διαφέρουν όμως επειδή δεν μοιάζουν με τους «κανονικούς». Διαφέρουν επειδή υπολείπονται της νόρμας της κανονικότητας.

Επιθυμώ να καταστήσω απολύτως σαφές ποια ανθρώπινη εκδήλωση συμπεριφοράς οριοθετείται ως ετερότητα. Γενικά, η διαφορά μπορεί να είναι αδιάφορη. Ζούμε σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από το φαινόμενο της διαφοράς: κατά κυριολεξία, είμαστε σε θέση να ταυτοποιούμε, να ορίζουμε και να ξεχωρίζουμε τα πράγματα, τους ανθρώπους και τα φαινόμενα επειδή αυτά διαφέρουν. Τίποτε δεν είναι όμοιο, και ακόμη και εάν έτσι φαίνεται, συχνά μια δεύτερη ανάγνωση μας πείθει για το αντίθετο. Η ομοιότητα είναι, κατά κανόνα, προϊόν της ανθρώπινης τεχνικής και όχι της φύσης ή/και της κοινωνίας.

Δεν συγκρίνουμε ό,τι να ’ναι, αλλά κάποια δεδομένα τα οποία θεωρήσαμε για συγκεκριμένους λόγους συγκρίσιμα. Άρα, όταν μιλάμε για ιδιαιτερότητα ή ετερότητα σίγουρα δεν είναι δυνατό να κάνουμε αναφορά στις εγγενώς απεριόριστες μη μετρήσιμες διαφορές που διακρίνουν φαινόμενα, κοινωνίες, κοινότητες, άτομα. Ακόμη και ασυναίσθητα, έχουμε αποφασίσει ότι κάνουμε λόγο για κάτι άλλο, ειδικότερο και άξιο της προσοχής μας.

Σε μια ιστορική συνθήκη όπου οι ανισότητες μεγαλώνουν και εδραιώνονται, σε μια συνθήκη όπου αυτό που θεωρήθηκε στην αρχή κρίση έγινε νόρμα, έγινε καθεστώς, σε μια συνθήκη όπου ακόμη και άνθρωποι που πληρούν τα πρότυπα της «κανονικότητας» δεν έχουν πρόσβαση σε θεμελιώδη αγαθά, τόσο περισσότερο ξεχνάμε πως η υγεία, με την έννοια της κατεστημένης νόρμας, δεν είναι ο απόλυτος κανόνας που στέκεται διχοτομικά απέναντι στην αρρώστια. Το τι είναι υγεία και τι είναι αρρώστια προκύπτει από αξίες που αποδίδουμε στον άνθρωπο συνολικά.

Οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με ό,τι διαφέρει. Οδηγούνται στην κατανόηση και ταυτοποίηση φαινομένων ετερότητας όταν και μόνο όταν τα φαινόμενα αυτά αναπαράγουν ή υποκρύπτουν εξουσιαστικούς συσχετισμούς ανάμεσα σε ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα και σχέσεις ηγεμονίας ανάμεσα σε κοινωνικά φαινόμενα. Είναι αποκλειστικά στην περίπτωση αυτή που ένα φαινόμενο «διαφοράς» έλκει το ενδιαφέρον –θαυμαστικά ή απαξιωτικά– των ανθρώπων. Εάν εκλείπει αυτό το διακύβευμα εξουσίας, κύρους ή αξίας, τότε είναι φύσει αδύνατο να εστιάσουμε την προσοχή μας στις ατελείωτες διαφορετικότητες του περιβάλλοντος κόσμου. Η ψυχική αρρώστια είναι κατεξοχήν τέτοια διαφορά, προκαλώντας τον ιδεατό τύπο του ανθρώπου που δαμάζει τους άλλους και τη φύση με τον ορθό λόγο και τη λατρεία της ατομικότητάς του.

Η διάκριση ανάμεσα στα φαινόμενα ετερότητας που έλκουν το ενδιαφέρον μας και εκείνα που περνούν απαρατήρητα δεν σχετίζεται όμως με την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ουσία που εκπέμπουν τα φαινόμενα αυτά, αλλά με τη δεξίωσή τους στις συνειδήσεις του έμψυχου περιβάλλοντος. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι προσλαμβάνουν την ψυχική νόσο είναι το μείζον που, εν πολλοίς, συγκροτεί και τη νόσο. Συγκεκριμένα πρότυπα συμβίωσης, εάν δεν επιβάλλουν, τουλάχιστον υποβάλλουν ότι κάποιες εκδηλώσεις ανθρώπινης συμπεριφοράς χαίρουν εκτίμησης ενώ άλλες απαξίωσης. Άλλες κολάζονται και άλλες επιβραβεύονται: πάντως, ό,τι αντιμετώπιση και να συναντούν, αυτή σχετίζεται με τις ιδέες που οι άνθρωποι φέρουν για το φαινόμενο, παρά με το φαινόμενο της ιδιομορφίας καθεαυτό. Φυσικά δεν είναι όλα κατασκευές και προσλήψεις. Η ύπαρξη των ευάλωτων κοινοτήτων μέσω των ψυχικών νόσων μπορεί να είναι μια πραγματικότητα, η οποία όμως έχει και ιδεολογικές καταβολές στον τρόπο πρόσληψης των ανθρώπων αυτών από τον ηγεμονικό τύπο ανθρώπου. Άνθρωποι με ψυχοκοινωνικές αναπηρίες δεν υπάρχουν γενικά και αφηρημένα. Υπάρχουν μέσα από τον τρόπο που οι συνειδήσεις της περιβάλλουσας κοινότητας τους αντιλαμβάνεται. Κι αυτός ο τρόπος εντείνει ή συμμαζεύει το πρόβλημα. Επομένως, φαινόμενα που κάπου εκλαμβάνονται ως εκδηλώσεις παθογένειας είναι απλώς αλλού αδιάφορα ή κατά κανόνα απαρατήρητα.

Ο όρος ο «μειονότητα» λοιπόν, παραπέμπει και κατεξοχήν αποδίδει μια ποιοτική σχέση και όχι ποσοτικούς συσχετισμούς. Οι λατινικές γλώσσες χρησιμοποιούν τη λέξη «minority» με δύο περιεχόμενα: της μειοψηφίας και της ανηλικότητας. Αντιθέτως, η ελληνική γλώσσα, διαθέτει τους δύο διαφορετικούς όρους, ο καθείς των οποίων αποδίδει διαφορετικά νοήματα: η «μειοψηφία» νοηματοδοτείται ως το αποτέλεσμα ποσοτικής διαφοράς από την πλειοψηφία και φυσικά υποτάσσεται στο πλαίσιο της πλειοψηφικής αρχής, ενώ η «ανηλικότητα» ως η περιορισμένη ικανότητα δικαιοπραξίας. Η ανηλικότητα υποτάσσεται ούτως ή άλλως. Δεν χρειάζεται δηλαδή να είναι μειοψηφία για να κάνει αυτό που της λένε. Το κάνει ακριβώς επειδή έχει, όπως είπαμε πριν, περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα. Ενώ λοιπόν ο όρος «μειονότητα» φαίνεται πως αντιστοιχεί στη μειοψηφία, σε τελευταία ανάλυση, ενσωματώνει τις ιδιότητες του ανήλικα, του minor, δηλαδή: ανωριμότητα, επιβολή εξουσίας από τους κηδεμόνες, αλλά και εποπτεία υπό την προϋπόθεση βέβαια της αφοσίωσής του στους κηδεμόνες προστάτες. Η μειονότητα λοιπόν, περισσότερο από μειοψηφία, είναι ανηλικότητα. Για τον λόγο αυτό νομίζω ότι ο όρος είναι δόκιμος στη συζήτησή περί ψυχικής υγείας.

Ωστόσο, η ετερότητα αποδίδει μια σχέση εξουσίας επειδή, σε τελευταία ανάλυση, το ίδιο το πολιτικό είναι αδιανόητο χωρίς το στοιχείο του ανταγωνισμού. Όλα είναι αγώνας. Όποιος δεν λέει να το καταλάβει, έχει πάει σπίτι του. Η έννοια της δημοκρατίας και της πολιτικής διεκδίκησης δεν συνίσταται –παρά τις περί του αντιθέτου εικασίες των παραλλαγών του τέλους της ιστορίας– στην απάλειψη ή υπέρβαση του ανταγωνισμού, αλλά στην ανάδειξη και αναγνώρισή του. Με αυτή την έννοια, το στοιχείο του ανταγωνισμού είναι μη απωθήσιμο σε μια δημοκρατία. Το ζητούμενο είναι να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό να το εξορθολογίζουμε ώστε οι κοινωνίες να μην ολισθαίνουν διαρκώς στη βία ως μοναδική μορφή διεκδίκησης που δικαιώνεται.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να προσποιηθούμε ότι απωθήσαμε το στοιχείο του ανταγωνισμού και της επιβολής στις ανθρώπινες σχέσεις, που είναι κατεξοχήν σχέσης εξουσίας. Το ζητούμενο είναι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, ώστε οι διεκδικήσεις των αδυνάμων να είναι όσο πιο ορθολογικά συγκροτημένες ως λόγος στη δημόσια σφαίρα. Να μη είναι αυτοκαταστροφικές, καταστροφικές και βίαιες. Αυτό όμως θέλει δικαιώματα και αναγνώριση της αυτονομίας της ανθρώπινης προσωπικότητας. Θέλει υπομονή και στράτευση.

Οι προϋποθέσεις ισότητας και ελευθερίας είναι διέξοδος όχι διότι υπόσχονται ορθολογική ή γενικώς δίκαια επίλυση, ούτε επειδή «προσέχουν» τους ανθρώπους, αλλά διότι συμβάλλουν στην αναδιανομή κύρους στις ιεραρχικές κλίμακες των πολιτικών κοινοτήτων, προτάσσοντας συγκεκριμένες αποφάσεις και σταθμίσεις. Οι αποφάσεις και σταθμίσεις αυτές ούτε πανάκεια είναι ούτε μπορούν να υποσχεθούν λύσεις στο διηνεκές. Καθημερινά αναμετριόμαστε με τις «αλήθειες» μας. Και οι πρώτοι που το γνωρίζουν αυτό είναι οι άνθρωποι του «πεδίου»: αυτοί που διαρκώς δοκιμάζουν και δοκιμάζονται: αναστοχάζονται.

 

Από τη φιλανθρωπία στη χειραφέτηση

Ο λόγος περί ετερότητας και δικαιωμάτων των μειονοτήτων δεν είναι εξ ορισμού λόγος χειραφέτησης. Ενέχει τέτοια στοιχεία μόνο στο βαθμό που συμβάλει στην αναδιανομή ισχύος και κύρους μέσα στην πολιτική κοινότητα, στον βαθμό που αποκαλύπτει τους εξουσιαστικούς δεσμούς που υποκρύπτει ή προϋποθέτει η διαπραγμάτευση των σχέσεων ταυτότητας/ετερότητας υπό το πρίσμα της κυριαρχίας. Ο λόγος περί ετερότητας είναι απελευθερωτικός μόνο όταν λαμβάνει υπόψη τους πολλαπλούς καταναγκασμούς στους οποίους υπάγεται ο αδύναμος άνθρωπος, επιχειρεί να τους φανερώσει και ταυτόχρονα να τους απονομιμοποιήσει τόσο στις συνειδήσεις των μελών της ομάδας όσο και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς της κρατικής επιβολής. Ειδάλλως, είναι φιλανθρωπία που αναπαράγει την ανισότητα ή, ακόμη χειρότερα, λόγος λατρείας και φετιχοποίησης των ταυτοτήτων, λόγος εσωστρέφειας και περιχαράκωσης.

Η συστηματική ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, με στόχο να εξαλειφθεί το στίγμα για την ψυχική ασθένεια και να μετακινηθεί η νοοτροπία από την φιλανθρωπία στην ισότιμη συμμετοχή του ατόμου ως φορέα δικαιωμάτων, είναι επιτελικός στόχος για την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η ψυχική υγεία αποτελούσε πάντοτε πεδίο δοκιμασίας της ελευθερίας. Για τον λόγο αυτό μας αφορά όλους, διότι αν η αξία της ελευθερίας αφορά μόνο αυτόν που τη στερείται, τότε η κοινότητά μας από βάρβαρη, εγωιστική και αδιάφορη απλώς θα εκλείψει: θα πάψει να είναι κοινότητα. Γι’ αυτό μας νοιάζει η Λέρος, γι’ αυτό μας νοιάζει η Μόρια. Και πάει λέγοντας.

Η πίστη στην ικανότητα της άσκησης δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών, από όποιον (φαινομενικά μόνο) είναι κύριος της συνείδησής του και ελέγχει τη βούλησή του, υπήρξε μια κατεξοχήν αιρετική πίστη, για πολλούς αιώνες. Από το εμβληματικό διάβημα της Γαλλικής Επανάστασης να ανοίξει τις πύλες των ασύλων, απελευθερώνοντας τους εγκαταλειμμένους εγκλείστους, μέχρι τους σύγχρονους αγώνες για την αποασυλοποίηση, ισορροπούμε διαρκώς μεταξύ ενός παρελθόντος που εξακολουθεί να στοιχειώνει τις κοινωνίες μας και ενός αδιάγνωστου μέλλοντος. Ενός ανοιχτού μέλλοντος, το οποίο δράσεις σαν της ΕΠΑΨΥ και άλλων σωματείων, φυσικά μπορούν να το κάνουν καλύτερο για την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης.

 

Και μόνο η σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι με βαριά ιστορικά ψυχικών νόσων παίζουν σήμερα μουσική μπροστά μας και εμείς το ευχαριστιόμαστε, ενώ λίγα χρόνια πίσω θα τους είχαν έγκλειστους σε ένα άσυλο, μας δίνει ελπίδα ότι μερικές μικρές νίκες είναι μεγαλειώδεις θρίαμβοι.

O Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Πηγή: Χρόνος