Η δικαιοσύνη –αποκαλύπτεται όλο και συχνότερα– είναι υποταγμένη στην πολιτική. Στο όνομα της δικαιοσύνης –και της ασφάλειας– ανεβαίνουν και κατεβαίνουν κυβερνήσεις. Με εργαλείο τη δικαιοσύνη, κυβερνήσεις μπορούν να σταθούν στο πλευρό των υποστηρικτών τους ή να αντιμετωπίσουν όσους αντιπαρατίθενται στα συμφέροντά των κυβερνώντων. Στο όνομα της δικαιοσύνης, μπορεί να χαραχθεί ατζέντα. Και στο τέλος της ημέρας, το περί δικαίου αίσθημα να πέσει σαν πέπλο πάνω από τα γρανάζια της δικαιοσύνης, που λειτουργούν με γοργούς ρυθμούς για την ικανοποίηση των «ημετέρων». Το πέπλο αυτό γλίστρησε αυτές τις μέρες και αποκάλυψε πως η δικαιοσύνη είναι η θεραπαινίδα της πολιτικής ελίτ. Στην εγκληματολογία αυτή η συζήτηση γίνεται για δεκαετίες, τώρα η υποταγή της δικαιοσύνης έγινε αντικείμενο συζήτησης στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα τσατ, στα τηλεοπτικά παράθυρα. Τώρα, παράγινε το κακό.
Περιπτωσιολογία ή μοτίβο;
Σταγόνα ήταν η αποφυλάκιση του καταδικασμένου για βιασμούς ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη και οι δηλώσεις του περί δικαίωσής του. Το περί δικαίου αίσθημα έπεσε με γδούπο μαζί με την ανακοίνωση της απόφασης και ποδοπατήθηκε από τους δικαστές, τους συνηγόρους, τον καταδικασμένο, τα ΜΜΕ. Είχαν προηγηθεί η αποφυλάκιση κατηγορούμενου για βιασμούς και παρενοχλήσεις, ενώ είναι εν εξελίξει η δίκη του, γιατί θεωρήθηκε ότι ο κατηγορούμενος βίαζε κατ’ αποκλειστικότητα στα θέατρα και δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτος σε αυτό το χώρο· η αποφυλάκιση του Ε. Κορκονέα, με το ελαφρυντικό του σύννομου βίου, κατόπιν μιας δίκης, που διήρκησε μιάμιση ώρα, κατά την οποία οι ένορκοι δεν είχαν πρόσβαση στη δικογραφία, δεν επετράπησαν οι ερωτήσεις και οι καταθέσεις, δεν κλητεύθηκαν η μητέρα του Αλ. Γρηγορόπουλου και οι συνήγοροί της· η αποφυλάκιση του καταδικασμένου σε δεκαετή κάθειρξη για τη θανατηφόρα σωματική βλάβη του Ζακ Κωστόπουλου, δύο μήνες μετά την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς αυτή να έχει καθαρογραφεί· η απόρριψη του σύννομου αιτήματος αποφυλάκισης του Γιάννη Μιχαηλίδη (απεργού πείνας για 65 μέρες), ο οποίος έχει εκτίσει 8,5 χρόνια για ένοπλη ληστεία, έχει συμπληρώσει τα 3/5 της ποινής του και αντιμετωπίζεται ως «μη σωφρονισμένος», «ύποπτος για τέλεση νέων αδικημάτων»· η καταδίκη μεν, με αναστολή και πάλι, δύο αστυνομικών για την υπόθεση βασανιστηρίων κατά του Χρήστου Χρονόπουλου το 2007, από τα οποία προκλήθηκε μόνιμη, ολική, κινητική αναπηρία.
Ποινική επιλεκτικότητα
Η κυβέρνηση στο όνομα της «ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» επιλέγει –κατά περίπτωση- να μην σχολιάζει τις αποφάσεις. Όμως, αυτό το κατά περίπτωση είναι αποκαλυπτικό της ποινικής επιλεκτικότητας, της άνισης δηλαδή αντιμετώπισης των πολιτών κατά την ποινική νομοθέτηση, αλλά και σε όλα τα στάδια εγκληματοποίησης: ποινικοποιούνται πράξεις υψηλής θεατότητας και οι δράστες είναι μέλη περιθωριοποιημένων ομάδων, ενώ δεν ποινικοποιούνται ή ποινικοποιούνται συμβολικά οι πράξεις των ισχυρών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται μεροληπτικά από την αστυνομία, τους εισαγγελείς, τα δικαστήρια, τα δικαστικά συμβούλια, τις φυλακές.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για «χυδαία εκμετάλλευση της δικαστικής απόφασης», όσον αφορά την αποφυλάκιση Λιγνάδη. Δήλωσε δε πως «το να γίνεται μία δικαστική απόφαση για μία υπόθεση βιασμού θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να θεωρείται κανονικό σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Είναι μία επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο ένα τέτοιο κόμμα θα μπορούσε είτε να κοιτάξει να καπηλευτεί, είτε να αναγάγει σε θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης μία δικαστική απόφαση, και μάλιστα για ένα θέμα που δεν έχει πολιτική διάσταση αλλά ποινική διάσταση.» Μόνο που ο Δ. Λιγνάδης ήταν και πολιτικό πρόσωπο, που μάλιστα είχε διοριστεί ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου με απευθείας ανάθεση ως προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού και της υπουργού. Ο χειρισμός της υπόθεσης Λιγνάδη, λοιπόν, είναι ο ορισμός της ποινικής επιλεκτικότητας, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από το πώς αντιμετωπίστηκε όταν κατατέθηκαν οι κατηγορίες, από τη στάση των πολιτικών προϊσταμένων του και τις επιχειρήσεις συγκάλυψης, από την αντιμετώπιση των αστυνομικών και διωκτικών αρχών στο ότι στη φυλακή είχε αναλάβει θεατρική ομάδα, δίνοντάς του έτσι απλόχερα την εξουσία του θεατράρχη με την οποία βίαζε ανήλικους, στο ότι επετράπη από την έδρα του δικαστηρίου η κακοποίηση των θυμάτων, αποφυλακίστηκε παρότι καταδικάστηκε.
Κυβερνητική ευθύνη
Και πίσω από αυτή την υπόθεση κρύβεται η εξουσία της πολιτικής ελίτ. Όσο και να επιχειρεί να αποποιηθεί των ευθυνών της, λέγοντας ανερυθρίαστα, για μία ακόμα φορά, πως φταίει ο «νόμος Παρασκευόπουλου» (ορθά ο Ν. Παρασκευόπουλος προσέφυγε στη δικαιοσύνη για αυτή τη συνεχή διαστρέβλωση και στοχοποίηση), η κυβέρνηση έχει ευθύνες για την κατάσταση που έχει φτάσει η δικαιοσύνη. Είναι το σήμα που έχει στείλει, όταν χρησιμοποιεί τους θεσμούς της δικαιοσύνης ως εργαλείο προστασίας της εξουσίας της και των υποστηρικτών της. Το είδαμε να συμβαίνει με τα σκάνδαλα, αυτό της Novartis αλλά και τώρα της Uber. Στη Novartis από τη ΝΔ για χρόνια έχτιζαν την υπόθεση ως «σκευωρία», ο πρωθυπουργός έφτασε να αποκαλέσει από το βήμα της βουλής τους δημοσιογράφους που αποκάλυψαν την υπόθεση ως «συμμορία» και όταν με βούλευμα απαλλάχθηκαν οι δημοσιογράφοι, η Τουλουπάκη και ο Παπαγγελόπουλος, εξαπολύθηκε ένα κρεσέντο παραποίησης, που υποστηρίχθηκε και από κυβερνητικά στελέχη, ώστε να φανεί ότι παραπέμπονται σε δίκη. Το ίδιο έργο βλέπουμε και τώρα με την Uber, ένα διεθνές σκάνδαλο και πάλι, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να σπεύσει να προκαταβάλλει την υπόθεση «Δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει πολιτικά πρόσωπα στη χώρα με την Uber». Και μάλιστα την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η τρίτη ετήσια έκθεση για το κράτος δικαίου στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία συστήνεται, μεταξύ άλλων, «να εντείνει τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ισχυρού ιστορικού διώξεων και τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις διαφθοράς». Έως και η ΕΕ συστήνει στην Ελλάδα να παύσει η συγκάλυψη και η ποινική επιλεκτικότητα.
Η στρατηγική των «–ισμών»
Η κυβέρνηση αντί να πάρει μέτρα, διαστρεβλώνει την έκθεση παρουσιάζοντάς τη ως «θετική», και επιχειρώντας να στρέψει αλλού τη συζήτηση, με τον κ. Οικονόμου να αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου ας αξία απαραβίαστη, από τη στιγμή που «ο κατά συρροή δολοφόνος Κουφοντίνας έχει δημόσιο βήμα, αρθρογραφεί σε ημερήσιες εφημερίδες, προβάλλοντας απόψεις που παρεμπιπτόντως ταυτίζονται και με απόψεις πολιτικού κόμματος». Δύο τα ατοπήματα σε αυτή τη δήλωση, από τη μία ο Δ. Κουφοντίνας δεν στερείται του συνταγματικού δικαιώματός του να ομιλεί και να αρθρογραφεί και δεύτερο ότι επιχειρείται ο ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί για μία ακόμα φορά ως κόμμα που υποστηρίζει την τρομοκρατία. Το έκανε και ο πρωθυπουργός στη βουλή, με αφορμή τον εμπρησμό στον Real: «μπήκαν βόμβες στα γραφεία ενός σταθμού που κατέκρινε χθες με μεγάλη αυστηρότητα τις δηλώσεις Βερναρδάκη. Χυδαιότητα χωρίς σύνορα». Δεν έχει υπάρξει πιο χυδαία σύνδεση, ύστερα από το τρομοκαλοκαίρι του 2002, της αριστεράς με την τρομοκρατία.
Και την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση νομοθετεί δίχως τέλος, υπέρ των ελίτ, παραβιάζοντας και οικουμενικά δικαιώματα: καταθέτει νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι προστατευόμενες περιοχές γίνονται βορά σε κάθε είδους επιχειρηματικά συμφέροντα, όταν μάλιστα η χώρα μας καταδικάστηκε τον Δεκέμβριο του 2020 από το Δικαστήριο της ΕΕ για ανεπαρκή προστασία της βιοποικιλότητας, περνά διάταξη ειδικής εξαίρεσης των εφοπλιστών να καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές το 2024-2025 αντί φέτος, την ίδια στιγμή που το σύνολο των επαγγελματιών της χώρας καλείται να καταβάλει την επιστρεπτέα προκαταβολή.
Και ρίχνει από πάνω το πέπλο των –ισμών. Ο Κ. Μητσοτάκης κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για «εκτσογλανισμό της δημόσιας ζωής», «βερναρδακισμό», «πολακισμό», «ΣΥΡΙΖΑϊκό φαρισαϊσμό». Ο Γ. Οικονόμου τον κατηγορεί για «τραμπισμό α λα γκρέκα». Και με όλους αυτούς τους «ισμούς» χρεώνουν στον ΣΥΡΙΖΑ «τοξικότητα». Τούτων δοθέντων μάλλον η ΝΔ θα πρέπει να κατηγορηθεί για τοξική πολιτική και ταξική δικαιοσύνη. Τόσο τοξική και τόσο ταξική, που η πολιτική και η δικαιοσύνη έχουν χάσει το νόημά τους.
Ιωάννα Δρόσου