Τι σημαίνει σήμερα η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 για τον (νέο) Έλληνα πολίτη; Περίπου τίποτε, νομίζω. Ακόμη και πολλοί αριστεροί την γνωρίζουν -αν τη γνωρίζουν- ως ένα από τα αναρίθμητα επεισόδια διενέξεων και ρήξεων στη μακρά ιστορία της Αριστεράς. Βέβαια για όσους, όπως ο υπογράφων, ανήκαμε επί δεκαετίες στη φυλή των «κομμουνιστών της Ανανέωσης», η Διάσπαση (με μεγάλο Δ) σημάδεψε την πολιτική μας διαδρομή. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί κομβικό σημείο στην πορεία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, ενός κινήματος που έπαιξε επί μακρόν σημαντικό ή και πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της χώρας. Οπότε αξίζει ίσως να της αφιερωθούν κάποιες σκέψεις με την ευκαιρία των 50χρονων της.
«Είμαστε με τους μέσα»
Προσωπικά, δεν έζησα άμεσα τη Διάσπαση του 1968. Ήμουν 18 χρονών μαθητής και είχα μόλις ενταχθεί στον παράνομο «Ρήγα Φεραίο». Άκουσα γι’ αυτήν από τη «Φωνή της Αλήθειας» (τον Ρ/Σ του ΚΚΕ) και ρώτησα την καθοδήγησή μου «με ποιους είμαστε». «Με κανέναν από τους δυο», μου απάντησε. «Είμαστε με τους μέσα». Και εννοούσε το Γραφείο Εσωτερικού που στην πρώτη φάση εμφανίστηκε -για λόγους τακτικής- ως «τρίτη δύναμη». Αυτή η γεωγραφική τοποθέτηση με ικανοποίησε τότε πλήρως. Αργότερα βέβαια κατάλαβα ότι η γεωγραφία δεν αρκούσε, ούτε βέβαια αποτελούσε την κύρια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ΚΚΕ και σε μας, διαμόρφωνε όμως μια κοινωνιολογική πραγματικότητα της ηγεσίας και των στελεχών του Κόμματος που δεν ήταν χωρίς σημασία εκείνα τα χρόνια.
Όσοι συμμετείχαμε στο εγχείρημα της κομμουνιστικής ανανέωσης το αναπολούμε με ανάμεικτα αισθήματα υπερηφάνειας και πικρίας. Υπερηφάνειας, επειδή στο κομμουνιστικό κίνημα υπήρξαμε πρωτοπόροι στη απόρριψη πρακτικών και ιδεών που ήσαν ολοένα και πιο ξεπερασμένες και προβληματικές και εισαγάγαμε τις έννοιες της δημοκρατίας (στην κοινωνία και το κόμμα), της μη εξάρτησης από ξένα κέντρα, του σεβασμού της αυτονομίας των μαζικών κινημάτων και -λίγο αργότερα- της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ταυτόχρονα όμως αισθανόμαστε πικρία γιατί το εγχείρημα αυτό -αν και μπόλιασε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας- απέτυχε, συνθλιβόμενο ανάμεσα στο ΚΚΕ -με τα μέσα και την ιδεολογική κάλυψη που του παρείχε η Μέκκα του κομμουνισμού- και το λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ που αντιπροσώπευε τη ρεαλιστική προοπτική αλλαγής.
Ακούμε συχνά -από παραδοσιακούς αντικομμουνιστές ή και από όψιμους «ανανήψαντες», που ανάγουν την ιστορία του κομμουνισμού σε ένα σύνολο εγκλημάτων πως η διαμάχη δογματισμού – ανανέωσης στο ελληνικό και διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν «περί όνου σκιάς». Το ΚΚΕ εξαρτιόταν από τη Μόσχα και το ΚΚΕ Εσωτερικού από το Βουκουρέστι, και τα δύο διέγραφαν τους διαφωνούντες, οπότε ποια η διαφορά;
Ο δημοκρατικός δρόμος, η Ευρώπη, τα κινήματα
Πρόκειται, πιστεύω, για μια αντιιστορική προσέγγιση. Υποτιμά τις εσωτερικές διεργασίες ενός επαναστατικού κινήματος που υπήρξε επί δεκαετίες εν πολλοίς πρωτοπόρο στους αγώνες για ελευθερία και πρόοδο. Διαφορές υπήρχαν, και μεγάλες. Η στήριξη του ΚΚΕ Εσωτερικού από Βουκουρέστι (και Βελιγράδι), που γινόταν στη βάση της κοινής αντίθεσης στον σοβιετικό ηγεμονισμό, καμία σχέση δεν είχε με την ολοκληρωτική ιδεολογική, πολιτική και οικονομική πρόσδεση του ΚΚΕ στο σοβιετικό άρμα. Οι όποιες αντιδημοκρατικές πρακτικές στο Εσωτερικό καμία σχέση δεν είχαν με τον σταλινισμό του ΚΚΕ, όπου η διαφωνία απαγορευόταν, ή και με τα λοιπά κόμματα, όπου κυριαρχούσαν ο αρχηγισμός και οι προύχοντες. Και βέβαια η στρατηγική που βαθμιαία διαμόρφωσε το ΚΚΕ Εσωτερικού για τον δημοκρατικό δρόμο, τις συμμαχίες, την Ευρώπη, τα μαζικά κινήματα, το διαφοροποιούσε ριζικά από το ΚΚΕ.
Ένα εγχείρημα που συντελούνταν στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνισμού, στη φάση που ο τελευταίος βρισκόταν σε αμετάκλητη πορεία παρακμής, δεν μπορούσε παρά να είναι κι αυτό καταδικασμένο. Τα πολυάριθμα εσωτερικά προβλήματα και «λάθη» δεν ήταν σε τελευταία ανάλυση παρά απόρροια του ότι επιβαίναμε σε ένα πλοίο που βούλιαζε. Από ένα σημείο και πέρα, κριτήριο της δικαίωσής μας ήταν το κατά πόσο θα κατορθώναμε να «τραβήξουμε» το κίνημά μας στην υπέρβαση του κομμουνισμού. Πιστεύω πως στο ΚΚΕ Εσωτερικού πολλοί αντιληφθήκαμε το πρόβλημα έγκαιρα, πριν από την κατάρρευση του 1989 (και πριν από τους -κατά τα άλλα πιο πρωτοπόρους- Ιταλούς συντρόφους μας). Όμως η υπέρβαση υπήρξε σχεδόν όσο τραυματική και η Διάσπαση.
Η αυταπάτη
Για την ανανεωτική Αριστερά, η λέξη «διάσπαση» δεν σηματοδοτούσε μόνο το σημείο εκκίνησης του κόμματός μας το 1968. Παρέμενε ζωντανή επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες, μέσα από τη συνεχή -και συχνά εξαιρετικά στείρα- αντιπαλότητα με το ΚΚΕ, αλλά και από την προσδοκία -φανερή ή κρυφή- πως η διασπασμένη οικογένειά μας κάποτε θα ξαναενωθεί. Σε συνθήκες κατάρρευσης του διεθνούς κομμουνισμού, η προσδοκία αυτή φάνηκε προς στιγμήν πως θα πραγματοποιηθεί και μάλιστα προς την κατεύθυνση της ανανέωσης, ώσπου μια άλλη διάσπαση, το 1991, διέλυσε οριστικά την αυταπάτη.
Η μεγάλη εικόνα για την αποτυχία του ΚΚΕ Εσωτερικού είναι, κατά τη γνώμη μου, όπως ήδη ανέφερα, η γενικότερη καθοδική πορεία του κομμουνισμού, η τεράστια στήριξη του ΚΚΕ από τη Μόσχα και ο ψυχρός πόλεμος που καθιστούσε το ΠΑΣΟΚ μόνη ρεαλιστική δύναμη αλλαγής στην Ελλάδα. Όμως υπήρχαν ασφαλώς και εσωτερικοί προς τον χώρο μας παράγοντες, εν πολλοίς προϊόντα βέβαια της μεγάλης εικόνας. Ένας τέτοιος παράγοντας, κι όχι από τους μικρότερους, επίκαιρος πάλι υπό άλλες συνθήκες σήμερα, ήταν η συχνά δύσκολη σχέση του ΚΚΕ Εσωτερικού με τη λαϊκότητα. Συχνά τη συγχέαμε με τον λαϊκισμό και την υποτιμούσαμε γι’ αυτό. Και η ρητορεία ενός Κύρκου δεν έφθανε για να ανατρέψει αυτή την τάση.
Η διάσπαση του 1968 και η πορεία της ανανεωτικής Αριστεράς στην Ελλάδα εντάσσεται στο ευρύτερο κίνημα που ονομάστηκε ευρωκομμουνισμός και το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την υπέρβαση του ιστορικού σχίσματος ανάμεσα σε σοσιαλδημοκρατία και κομμουνισμό. Με δεδομένους τους συσχετισμούς, τη χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και το σχετικά επιτυχές εγχείρημα της σοσιαλδημοκρατίας στην οικοδόμηση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, η επανένωση δεν μπορούσε παρά να γίνει προς την κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, κατά την τελευταία εικοσαετία η σοσιαλδημοκρατία και το μοντέλο της βρίσκονται και αυτά σε μείζονα κρίση, κάτι που δεν πρέπει να λησμονούν όσοι στα καθ’ ημάς τα προβάλλουν ως το μαγικό κλειδί για τη λύση των προβλημάτων μας. Πολλώ μάλλον που η ελληνική πρόσφατη εμπειρία από τη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι από τις καλύτερες.
Ο Μίμης Δεσποτίδης
Δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφερθώ στον Μίμη Δεσποτίδη, στον οποίο είναι αφιερωμένη και η σημερινή εκδήλωση.
Ο Δεσποτίδης υπήρξε για μένα τη δεκαετία του ’70 κάτι σαν πνευματικός πατέρας. Κατά το πραξικόπημα του 1967 είχε βρεθεί εκτός Ελλάδας και έτσι έμεινε στο Παρίσι, όπου και τον γνώρισα. Συναντιόμασταν συχνά σε καφενεία της πόλης ή και περπατούσαμε στους δρόμους και είχαμε μακρύτατες συζητήσεις. Όπως τόσοι άλλοι που τον γνώρισαν, διαπίστωσα ότι επρόκειτο για έναν εξαιρετικά χαρισματικό άνθρωπο, ακαταμάχητο ιδεολογικό καθοδηγητή, με οξύ κριτικό πνεύμα και ανανεωτικές ιδέες, πολέμιο κάθε δογματισμού, περιλαμβανομένου -ή ίσως και ιδίως- του «εντός των τειχών». Είχε επιπλέον ένα φοβερό χιούμορ που κυριολεκτικά έσπαγε κόκκαλα.
Η επιρροή του πάνω μου υπήρξε κρίσιμη για την πολιτική μου ωρίμανση, καθώς μαζί του δοκίμαζα, επιβεβαίωνα ή διόρθωνα τις κάπως πρωτόγονες νεανικές δικές μου ιδεολογικές και πολιτικές αναζητήσεις. Αποτέλεσε για μένα και έναν μπούσουλα στους δύσκολους εσωκομματικούς δαιδάλους. Γι’ αυτό και η θλίψη μου ήταν μεγάλη όταν, μετά τη μεταπολίτευση, παρακολούθησα από κοντά το αργό τέλος του. Την τραγική τελική πορεία του Μίμη ερμηνεύω και σήμερα ως συμβολική της πορείας της ελληνικής ανανεωτικής Αριστεράς, αν όχι και του κομμουνιστικού κινήματος στο σύνολό του.
Η σημερινή κρίση και η έλλειψη οράματος
Η περίοδος που περνάμε σήμερα, μισόν αιώνα μετά τη δικτατορία, τον γαλλικό Μάη και τη διάσπαση του ΚΚΕ, δεν είναι ασφαλώς για την Αριστερά μια περίοδος αισιοδοξίας, όπου θα μπορούσαμε να πούμε πως οι αγώνες και οι προσδοκίες μας δικαιώθηκαν. Στην Ελλάδα, πάνω στα ερείπια που προκάλεσε η κρίση και η δήθεν θεραπεία της, η Αριστερά αγωνίζεται να αρθρώσει ένα λόγο που να πηγαίνει πέρα από το ότι διαχειρίζεται την αναγκαστική κατάσταση λιγότερο κακά από άλλους. Στην Ευρώπη και τον κόσμο, η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές φαίνεται να φθίνει σχεδόν παντού και κοιτάζει αμήχανα το φούντωμα της Ακροδεξιάς και την επιβολή ενός ακραίου καπιταλισμού της ζούγκλας. Και εδώ και έξω λείπει παντελώς το οραματικό στοιχείο που αποτελούσε τη βάση της στράτευσής μας στην Αριστερά σε προηγούμενες δεκαετίες.
Για μερικούς, η απάντηση σ’ αυτή τη γενικότερη κρίση της Αριστεράς είναι η πλήρης εγκατάλειψη των πολιτικών και των αξιών της, η ενσωμάτωση στις πολιτικές και τις ιδεολογίες της Δεξιάς. Η προσέγγιση αυτή παραβλέπει πως η σημερινή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και τα αδιέξοδα των δυτικών κοινωνιών μας έρχονται ακριβώς μετά από μια πολυετή περίοδο ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, ακόμη και μέσα στη σοσιαλδημοκρατία. Θα ήταν συνεπώς πιο γόνιμο να αναζητήσουμε λύσεις στον μετασχηματισμό και την υπέρβαση των καπιταλιστικών κοινωνιών προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους.
Τέτοιες λύσεις δεν μπορούν φυσικά να κοιτούν προς τα πίσω. Δεν μπορούν και να αναζητηθούν σε στενά εθνικά πλαίσια. Όμως ορισμένα βασικά, όπως η πεποίθηση πως τα συμφέροντα των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων δεν συμπίπτουν αρμονικά, η βαθιά πίστη στην ανάγκη της πάλης για έναν δικαιότερο και ειρηνικό κόσμο και η ανάγκη η Αριστερά να είναι με το μέρος των «από κάτω», παραμένουν και σήμερα επίκαιρα όσο ποτέ, απαράβατος όρος για μια Αριστερά που θα ξεπεράσει την κρίση της. Οι φοβερές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, εδώ και διεθνώς, δυνάμωσαν, δεν αδυνάτισαν το συμπέρασμα αυτό. Και στην κοινή κληρονομιά της Αριστεράς θα πρέπει να κρατήσουμε και στοιχεία της αριστερής κριτικής προς τη σοσιαλδημοκρατία, κριτικής που υπάρχει στις αποσκευές της ανανεωτικής Αριστεράς.
Παρέμβαση σε εκδήλωση που οργάνωσαν οι εκδόσεις «Θεμέλιο» με θέμα «50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ και η γέννηση του ΚΚΕ Εσωτερικού» στις 4 Μαΐου 2018 στη 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη.
Σωτήρης Βαλντέν
Πηγή: Η Αυγή