Συνεντεύξεις

Διαφαίνονται σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας – Συνέντευξη με τη Βάλια Αρανίτου

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Μπορούμε να πούμε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας έχει ήδη αρχίσει; Δηλαδή και τα ποιοτικά στοιχεία της πείθουν ότι δεν θα είναι ασταθής ή περιορισμένη;
Παρά το γεγονός ότι από τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2016 προκύπτει οριακή υποχώρηση του ΑΕΠ, της τάξεως του -0,2%, οι ενδείξεις για το 2017 είναι θετικές. Επομένως, θα μπορούσαμε πράγματι να μιλήσουμε για μια τάση ανάκαμψης, όπως μας δείχνουν οι διαθέσιμοι μέχρι στιγμής οικονομικοί δείκτες. Για παράδειγμα, η ιδιωτική κατανάλωση το πρώτο εξάμηνο του 2017 σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2016 έχει αύξηση 2,3%. Οι δείκτες από την παραγωγή της βιομηχανίας είναι θετικοί, όπως και των εξαγωγών. Ταυτόχρονα, ο τζίρος στο λιανικό εμπόριο στο πρώτο εξάμηνο του 2017 ήταν αυξημένος κατά 1,7%, ενώ τον Αύγουστο καταγράφεται ανακοπή της ανοδικής πορείας, κυρίως λόγω των μεγάλων εκπτώσεων, με τον όγκο όμως των πωλήσεων να κινείται αυξητικά σε ετήσια βάση (1,0%). Αν συγκρίνουμε τα παραπάνω στοιχεία με τη μεταβολή του ΑΕΠ των περασμένων ετών, όπου σημειώθηκαν μειώσεις από το 2009 έως το 2013, της τάξεως του 4,3%, 5,5%, 9,1%, 7,3% και 3,2% αντίστοιχα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική, διαφαίνονται πράγματι σημάδια ανάκαμψης. Αλλά και τα ποιοτικά στοιχεία της παρατηρούμενης ανάκαμψης ενισχύουν την παραπάνω εκτίμηση. Από την καταγραφή που κάναμε στο Ινστιτούτο, αναφορικά με τις επιχειρήσεις που ανοίγουν και κλείνουν, προκύπτει σταθεροποίηση, με πιθανή τάση ανάκαμψης των ανοιγμάτων. Σε μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα του κέντρου της Αθήνας, τα τελευταία δυο χρόνια υπάρχει σταθεροποίηση του αριθμού των κλειστών επιχειρήσεων. Βλέπουμε ότι παλιοί χώροι που ήταν κλειστοί, ανοίγουν. Βεβαίως, αυτό δεν συμβαίνει σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, καθώς από τη μία πλευρά υπάρχουν αυτοί που σημειώνουν μεγαλύτερη ανάκαμψη, διότι χρειάζονται λιγότερα κεφάλαια και, από την άλλη, υπάρχουν εκείνοι των οποίων οι ανάγκες ρευστότητας είναι μεγαλύτερες. Παρατηρείται, επομένως, μία ροπή μείωσης των λουκέτων. Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και του τζίρου του εμπορίου, κάτι δείχνει. Μη ξεχνάμε, ταυτόχρονα, ότι δεν πρέπει να υιοθετηθεί ξανά το παλιό μοντέλο ανάπτυξης, που στηρίχθηκε στη ζήτηση και στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που οδήγησε στη διόγκωση των εισαγωγών.

Υποστηρίζεται όμως, συχνά, ότι είναι θετικό γεγονός η άνοδος του ΑΕΠ το 2017, ή το 2018, ή και το 2019, αλλά μετά τι γίνεται; Θα έχει βάθος αυτό που βλέπουμε; Τι πρέπει να γίνει για να έχει;
Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό, κεντρικό θα έλεγα. Άλλωστε φαίνεται από τη σημαντική συμμετοχή σε δράσεις/πρωτοβουλίες, όπως τα αναπτυξιακά συνέδρια σε όλη την Ελλάδα. Πράγματι, επιχειρείται σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία να παγιωθεί μια θετική παραγωγική διάρθρωση. Διότι γνωρίζουμε ότι η άνοδος του ΑΕΠ πρέπει να εξετάζεται και από τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, από πού προέρχεται. Να προκύπτει, δηλαδή, από τομείς που τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα και μπορούν παράλληλα να συνεισφέρουν στην αύξηση της απασχόλησης. Το στοίχημα εδώ είναι τριπλό. Πρώτον, να διατηρηθεί αυτή η ανάπτυξη και να συντελεί σε βάθος χρόνου στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Δεύτερον, η παραγωγή να υπολογίζει στο ανθρώπινο δυναμικό και να συνδέεται με το υπάρχον επιστημονικό δυναμικό και τις δεξιότητες που το διακρίνουν. Τρίτον, να αντιμετωπίζει την οικονομική ασφυξία, που υπάρχει για διάφορους λόγους, της αγοράς. Να μπορούν οι επιχειρήσεις να επωφελούνται από τη χρήση του ηλεκτρονικού χρήματος και να αξιοποιούν όλες τις τεχνολογικές δυνατότητες που αφορούν ολόκληρο το φάσμα της δραστηριότητάς τους, όπως οι προσλήψεις, η υποβολή των απαραίτητων παραστατικών κ.ά. Εξοικονομεί, έτσι, πάρα πολύ χρόνο. Όμως οι παραπάνω παράμετροι ακόμη και να ικανοποιούνται, για να βοηθήσουν ουσιαστικά την επιχείρηση, θα πρέπει να συνοδεύονται από την απαραίτητη ρευστότητα.

Το ζήτημα της ρευστότητας

Η οποία εξακολουθεί να είναι πάντα πολύ ακριβή και περιορισμένη;
Ναι. Εφόσον θέλουμε, όμως, να εκσυγχρονίσουμε τεχνολογικά μια σειρά από υπηρεσίες, προκειμένου ο επιχειρηματίας να διευθετεί ηλεκτρονικά τις γραφειοκρατικές διαδικασίες γρήγορα και αποτελεσματικά, απαιτούνται κεφάλαια ώστε να προβεί στις απαραίτητες τεχνολογικές αναβαθμίσεις. Πρέπει, λοιπόν, χωρίς καθυστερήσεις, γρήγορα, να ενεργοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία. Όπως ξέρετε υπάρχει πρόβλημα με τη ρευστότητα των τραπεζών, αλλά και με τις παρατηρούμενες καθυστερήσεις τόσο στη σύσταση της Αναπτυξιακής Τράπεζας όσο και των προγραμμάτων στήριξης των επιχειρήσεων. Όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία, από τη στιγμή που καταγράφεται αύξηση του τζίρου, πρέπει να «τρέξουν» με πιο γρήγορο ρυθμό για να ενισχύσουν ουσιαστικά την πραγματική οικονομία. Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί πως οι πωλήσεις αυξάνονται και λόγω του τουρισμού κάθε είδους, από τις κρουαζιέρες έως το airbnb. Το airbnb ως νέο μοντέλο τουρισμού αυξάνει περισσότερο την κατανάλωση, σε σχέση με το «βραχιολάκι», από τη στιγμή που η απήχησή του σε μια τοπική αγορά, μια τοπική οικονομία, είναι σαφώς μεγαλύτερη. Ο τουρισμός πλέον έχει αρχίσει να συνδέεται στενότερα με το εμπόριο, την παραγωγή, τις υπηρεσίες, εξέλιξη που επιβεβαιώνεται και από τους δείκτες. Η τουριστική περίοδος, εν τω μεταξύ, έχει διευρυνθεί σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που αποτυπώνεται από το συνεχές άνοιγμα πολλών νέων ξενοδοχείων, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας.

Υπαινίχτηκες προηγουμένως το πολύ κρίσιμο ζήτημα της ενεργού ζήτησης. Μπορεί, όμως, να αυξηθεί ουσιαστικά χωρίς άνοδο των μισθών, ιδίως του κατώτατου;
Τα θετικά μηνύματα από την οικονομία, ως γενικό πλαίσιο, υπάρχουν ήδη, καθώς το βασικό προαπαιτούμενο, η αύξηση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων συνιστά πραγματικό γεγονός. Όμως, είναι αλήθεια ότι συγχρόνως αυξήθηκε η φορολογία, μείζον πρόβλημα για τις επιχειρήσεις και παράλληλα δεν αυξήθηκαν οι μισθοί. Έχουμε, δηλαδή απώλεια διαθέσιμου εισοδήματος. Το ερώτημα είναι σε ποιες εισοδηματικές ομάδες έχουμε αυτή την απώλεια; Το συγκεκριμένο ερώτημα πρέπει να απαντηθεί, διότι υπάρχουν κατηγορίες, όπως οι εισοδηματικά χαμηλότερες, όπου η όποια αύξηση του εισοδήματός τους διοχετεύεται αμέσως στην κατανάλωση, ενώ στα υψηλά εισοδήματα καταγράφεται διαφορετική πορεία/τάση. Τώρα, η αύξηση της κατανάλωσης με δεδομένη τη μη αύξηση των μισθών και την ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας, μπορεί να σημαίνει πρώτον ότι ο κόσμος έχει λάβει το μήνυμα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, άρα είναι πιο δεκτικός στο να ξοδεύει παρά να αποταμιεύει το εισόδημά του. Δεύτερον, η παραπάνω παρατήρηση σε συνδυασμό με τα capital controls, ωθεί κάποιους να χρησιμοποιούν χρήμα από τα ντουλάπια, αδρανή ρευστά. Τρίτον, έχουμε μια πολύ σημαντική μείωση της ανεργίας, που επαναδραστηριοποιεί τους καταναλωτές, διότι όλο, σχεδόν, το διαθέσιμο εισόδημά τους μετουσιώνεται σε καταναλωτική δαπάνη. Όσο για την αύξηση των μισθών, θα πρέπει γρήγορα να επανέλθουν σε ισχύ οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, εξέλιξη η οποία θα οδηγήσει στη σταδιακή αύξηση των μισθών.

Η σύγκρουση για τα εργασιακά

Έχει ήδη τεθεί το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων για μετά την έξοδο από το μνημόνιο, που αναδεικνύει μάλιστα και διαφορές εντός της εργοδοσίας, μεταξύ μεγάλων και μικρομεσαίων, με τους δεύτερους να ενδιαφέρονται για την αύξηση της ενεργού ζήτησης και τους πρώτους να ζητούν περαιτέρω απορρύθμιση, δηλαδή μεγαλύτερα περιθώρια εκμετάλλευσης.
Το θέμα, όντως, αναδείχθηκε στην ημερίδα που διοργάνωσε ο ΣΕΒ με θέμα «Το μέλλον της εργασίας» και κατά τη γνώμη μου χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. Το κείμενο της μελέτης αξιοποιεί ως δούρειο ίππο ένα θέμα που θεωρείται κεφαλαιώδες και ιδιαίτερα σημαντικό, σαν να είναι πέρα από το σύστημα και πέρα απ’ αυτό που ζούμε. Η «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» ουσιαστικά θέτει θέμα ελαστικότητας της εργασίας, των μισθών και του ρόλου της εργασίας στο νέο υπό διαμόρφωση εργασιακό περιβάλλον. «Πρωτοπόρος» ο ΣΕΒ οριοθετεί τη νέα ατζέντα: μίας εργασίας «ζελέ», διαθέσιμης συνεχώς, όπως τη ζητήσει ο εργοδότης, καθώς ακόμη και ο χώρος εργασίας έχει τεθεί σε αμφισβήτηση, με την έννοια πως δεν είναι βέβαιο σε ποια περιοχή θα εργάζεσαι, σε ποια πόλη. Έχουμε, δηλαδή, πλήρη ευελιξία της εργασίας, η οποία μάλιστα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τεχνολογική εξέλιξη. Γιατί, όμως, η τεχνολογική εξέλιξη να μην είναι θετική για τον εργαζόμενο; Πώς θα υπάρξει κοινωνική συνοχή; Αυτό είναι πάρα πολύ κομβικό, για μια κοινωνία που θέλει να αναπτύσσεται/εξελίσσεται. Αλλά, για να θυμηθούμε αυτό που μας δίδαξε ο Σουμπέτερ, άλλο ανάπτυξη και άλλο μεγέθυνση. Εμείς δεν θέλουμε μόνο μεγέθυνση, το ΑΕΠ να αυξάνεται από 3% σε 5%. Και στην Κίνα, πχ, βελτιωνόταν για πολλά χρόνια το ΑΕΠ, αλλά οι ανισότητες είναι χαοτικές. Επιδίωξη είναι η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, η οποία θα συμβαδίζει προφανώς με την προάσπιση και προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη ατζέντα του ΣΕΒ έρχεται σε μια στιγμή όπου παρατηρούνται σημάδια ανάπτυξης, με την παράλληλη συρρίκνωση της ανεργίας να είναι αδιαμφισβήτητη. Ενόψει της εξόδου από το μνημόνιο έπρεπε, αντιθέτως, να τεθεί σε πρώτο πλάνο το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η κοινωνική σύγκρουση, όπως φαίνεται, μετά την έξοδο προβλέπεται να είναι σφοδρή και η κυβέρνηση πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη της.

Μέτρα στήριξης

Τι μέτρα θα μπορούσαν αυτή τη στιγμή να βοηθήσουν τον κόσμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων; Κυοφορούνται κάποια απ’ αυτά;
Ένα θετικό μέτρο είναι ο εξωδικαστικός μηχανισμός. Ήταν ένα πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, με τις μεγαλύτερες όμως επιχειρήσεις να είναι σαφώς περισσότερο ευνοημένες από τις αντίστοιχες μικρομεσαίες, γιατί οι τελευταίες έχουν πολλά χρέη, τα οποία είναι διασυνδεδεμένα με το πρόσωπο του επιχειρηματία. Επίσης, αυτό που θα βοηθήσει πολύ είναι η αναμενόμενη ρύθμιση των 120 δόσεων, διότι με την κρίση πάρα πολλοί έντιμοι και καλοπληρωτές επιχειρηματίες βρέθηκαν σε αδιέξοδο και έτσι εκτοξεύθηκαν οι φορολογικές/ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Το τρίτο θέμα που πρέπει οπωσδήποτε να διευθετηθεί, και εδώ χρειάζεται η προώθηση σημαντικών ρυθμίσεων από τις τράπεζες, αφορά εκείνους που χρωστούν και ταυτόχρονα έχουν ανάγκη άμεσης ενίσχυσης της ρευστότητάς τους. Ρευστότητα είτε από τα πιστωτικά ιδρύματα είτε, πολύ περισσότερο, από την υλοποίηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως η Αναπτυξιακή Τράπεζα που πρέπει να λειτουργήσει άμεσα, οι εγγυημένες ενισχύσεις, οι μικρό-πιστώσεις κ.ά. Η στιγμή, όπου λαμβάνει χώρα η ανάκαμψη, είναι η πλέον κατάλληλη για να εφαρμοστούν όλα τα παραπάνω και να σημειωθεί διάχυση των ευεργετικών αποτελεσμάτων. Επιπλέον, χρειάζεται να επανεξεταστεί ο πολύ υψηλός ΦΠΑ 24%, διότι είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη και τσακίζει πραγματικά τις επιχειρήσεις, με δυσμενέστατες επιπτώσεις στην κατανάλωση.

Ο ακατάσχετος λογαριασμός, τελικά, δεν πέρασε, ξανά, από τους δανειστές. Πώς το δικαιολογούν;
Ναι, δυστυχώς δεν έλαβε την έγκριση των θεσμών. Οι δανειστές θεωρούν ότι αυτό θα στρέβλωνε τον ανταγωνισμό. Σε συνθήκες, όμως, προσαρμογής στο καθεστώς των ηλεκτρονικών πληρωμών και ευρείας χρήσης του πλαστικού χρήματος, οι επιχειρήσεις στεγνώνουν, καθώς συν τοις άλλοις έχουν να αντιμετωπίσουν και έντονα προβλήματα ανεπαρκούς ή ελλιπούς ρευστότητας. Η πρόταση των μικρομεσαίων, λαμβάνοντας υπόψη και τις απόψεις των δανειστών, ήταν να θεσπιστεί το ακατάσχετο για ορισμένους μόνο κωδικούς εμπορικών/λειτουργικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, όπως εκείνοι που αφορούν στις ασφαλιστικές εισφορές, στη μισθοδοσία του προσωπικού, στις πληρωμές επιταγών. Οι εκπρόσωποι των θεσμών δεν δέχθηκαν ούτε αυτό.

Το άνοιγμα τις Κυριακές εξυπηρετεί μόνο τα πολύ μεγάλα καταστήματα

Σήμερα υπάρχει ξανά απεργία των ιδιωτικών υπαλλήλων για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές. Τελικά, πώς εξελίσσεται αυτό το ζήτημα;
Από τις έρευνες που διεξάγουμε, προκύπτει ότι πολύ λίγες επιχειρήσεις, απ’ αυτές που έχουν το δικαίωμα, ανοίγουν τις Κυριακές. Στις 16 Ιουλίου, πχ, λειτούργησε μόνο το 15%. Εδώ δημιουργείται θέμα, γιατί για να ανοίξει την Κυριακή ένα κατάστημα, θα πρέπει να πληρώνει υπερωρίες και να καλύψει μία σειρά επιπρόσθετων παρελκόμενων εξόδων, τα οποία διογκώνουν το λειτουργικό του κόστος. Εν τω μεταξύ, ειδικά το καλοκαίρι, οι τουριστικές περιοχές λειτουργούν ούτως ή άλλως με ανοικτά τα καταστήματα, άρα το μέτρο αφορά περισσότερο την Αθήνα. Δηλαδή στην πραγματικότητα όλη η συζήτηση γίνεται για συγκεκριμένα, ολιγάριθμα, πολύ μεγάλα καταστήματα, ιδίως στην περίμετρο και όχι στο κέντρο της πόλης. Υπάρχουν, μάλιστα, μεγάλες αλυσίδες στην Αθήνα που σέβονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και δεν ανοίγουν, πχ, ο Σκλαβενίτης.

Πηγή: Η Εποχή