Αντώνης Γιανακός «Η φύλακας του αρχείου», εκδόσεις Κέδρος, 2021
Τι δουλειά έχει ένας ιστορικός να γράφει για ένα λογοτεχνικό βιβλίο; Δεν μεταβλήθηκα αίφνης σε πεζογράφο ή σε λογοτεχνικό κριτικό. Γράφω, όμως, για ένα μυθιστόρημα που συνομιλεί με την ιστορία αυτού του τόπου σε όλο τον 20ό αιώνα. Γράφω, όμως, και με μια άλλη ιδιότητα, εκείνη του ανθρώπου που εδώ και 25 χρόνια έχει συνδέσει άρρηκτα τη ζωή του με ένα αρχείο και τον φορέα που το φιλοξενεί, το αρχείο του ΚΚΕ της περιόδου 1940-1968 και τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Θα έλεγα παίζοντας με τον τίτλο ότι είμαι ένας από τους πολλούς και πολλές «φύλακες» των αρχείων των τελευταίων χρόνων, σε τελείως βέβαια διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο των ηρώων του βιβλίου.
Το βιβλίο του Αντώνη Γιανακού μιλάει για ένα τραύμα. Για το τραύμα του εμφυλίου, της ήττας και των όσων ακολουθήσαν για την Αριστερά. Ένα διαγενεακό τραύμα, όπως μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, στις τρεις γενιές των ηρώων του βιβλίου. Η πρώτη γενιά, ο Αντώνης, η Μαρία, είναι εκείνοι που βιώσαν τα γεγονότα και υπέστησαν τις συνέπειές τους. Γεγονότα που προκάλεσαν ένα βαθύτατο τραύμα, που όπως συνειδητοποιήσαμε αργότερα δεν αφορούσε μόνο τον αντίπαλο αλλά και τον σύντροφο, ιστορίες που για χρόνια οι άνθρωποι κράτησαν κρυφές θέλοντας να μην βλάψουν το κόμμα ή να μην αμαυρώσουν τον δικό τους αγώνα. Το τραύμα αυτό αμεταβόλιστο σχεδόν, χωρίς τη δύναμη να μπορέσουν να το επεξεργαστούν, το μετέφεραν στην επόμενη γενιά, στην περίπτωση του βιβλίου στον γιό της Μαρίας Αντώνη, ο οποίος δεν μπόρεσε να το αντιμετωπίσει, χώθηκε σε αυτό το ανεπίλυτο πένθος και χάθηκε. Για να ακολουθήσει η τελευταία γενιά, η Μαρί που θα προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει μέσα από την αναψηλάφισή του, με τον μόνο τρόπο που μπορεί, τη γνώση και την κατανόηση, έχοντας επιλέξει πλέον μια επαγγελματική σχέση με το παρελθόν, εκείνη της ιστορικού. Αυτή η διαδοχή των τριών γενεών επιτρέπει στον συγγραφέα να καλύψει ιστορικά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, στην πραγματικότητα όλο τον 20ό αιώνα, καθώς η ιστορία ξεκινάει από τα χρόνια της Μικρασίας και του Μεσοπολέμου για να φτάσει στο σήμερα, σε μια πλοκή που μπλέκονται γνωστές και άγνωστες ιστορίες, πρόσωπα υπαρκτά και μη από τον κόσμο της Αριστεράς. Πρόκειται για μια ανθρωπογεωγραφία που περιλαμβάνει ανθρώπους και τόπους, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία.
Σε όλο αυτό τον αστερισμό των προσώπων και των ιστοριών, πρωταγωνιστεί επίσης ένα αρχείο. Το αρχείο του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, όπως επανασυγκροτήθηκε στην υπερορία μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η Μαρία, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, είναι μια φύλακας του αρχείου, σε μια από τις πιο ευρηματικές στιγμές του συγγραφέα. Σημειώνω ότι όλους όσους γνωρίζουμε ότι ενεπλάκησαν με το αρχείο ήταν άντρες, η παρουσία μιας γυναίκας δεν μνημονεύεται πουθενά. Με συγκίνησε αυτό το εύρημα του συγγραφέα, γιατί με έκανε να ξανασκεφτώ πόσο αποκλεισμένες από τον κόσμο της Αριστεράς υπήρξαν οι γυναίκες, δεν εννοώ στη δράση αλλά στην ίδια την ανέλιξή τους μέσα λ.χ. στον κομματικό μηχανισμό. Μπορώ να φανταστώ τον αντίλογο, οι πραγματικές συνθήκες, οι αντιλήψεις της εποχής κ.λπ. Πόσες όμως γυναίκες έφτασαν στα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚΕ έως τουλάχιστον τη Μεταπολίτευση, πόσο η δική μας Αριστερά ξεπέρασε φαλλοκρατικά πρότυπα και ιεραρχίες με βάση το φύλο; Δύσκολη ερώτηση και απάντηση, αλλά σε κάθε περίπτωση η φύλακας του αρχείου είναι μια απόδοση τιμής στο μυαλό μου σε όλες εκείνες τις ανώνυμες αγωνίστριες όπως εκείνη που δακτυλογραφεί στην υπέροχη φωτογραφία του εξωφύλλου, αλλά και σε όλες τις άλλες, από τις μανάδες και τις αδελφές των φυλακισμένων και εξορίστων έως τις γυναίκες του παράνομου μηχανισμού που ενίσχυσαν με πολλαπλούς τρόπους τον αγώνα της Αριστεράς. Η Μαρία δέθηκε με το αρχείο του κομουνιστικού κόμματος κατά τη διάρκεια της παραμονής του πρώτα στη Ρουμανία και έπειτα στα Σκόπια. Ο συγγραφέας την συνδέει με ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Θεόδωρο Παπαπαναγίωτου ή Αλέκο, το πρόσωπο κλειδί για την ταξινόμηση του αρχείου, αλλά και τη μετακίνησή του στα Σκόπια και στη συνέχεια στην Αθήνα. Δεν αναφέρομαι στις διαδρομές του αρχείου, είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστές, ενώ διάφορα στοιχεία περιέχονται και στο βιβλίο. Άλλο είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Τι αντιπροσωπεύει αυτό το αρχείο στο μυθιστόρημα που παρουσιάζουμε αλλά και στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς;
Ο Ζακ Ντεριντά γράφοντας για την έννοια του αρχείου αναφέρεται σε δύο βασικά χαρακτηριστικά του: στον νόμο και στον τόπο. Στην εξουσία δηλαδή που διαθέτει όποιος κατέχει το αρχείο, αλλά και στον χώρο που καταλαμβάνει το αρχείο. Έχω σκεφτεί πολλές φορές το αρχείο του ΚΚΕ κάτω από αυτό το πρίσμα. Εννοώ το αρχείο ενός κομματικού μηχανισμού νέου τύπου, ενός κόμματος όπου το αρχείο αποτελεί συστατικό στοιχείο της δομής του, αλλά και της οργάνωσης και της εσωκομματικής εξουσίας. Το αρχείο νομιμοποιεί πολιτικές και παράλληλα μπορεί, όπως και έγινε, να λειτουργήσει ως φαρέτρα για την αναζήτηση όπλων εναντίον του εσωκομματικού αντιπάλου. Οποιος έχει πρόσβαση στο αρχείο διαθέτει γνώση και δύναμη.
Από την άλλη πλευρά, ο χώρος που βρέθηκε, οι περιπέτειες που υπέστη, καθόρισαν τη συγκρότηση και το περιεχόμενό του. Είναι ένα αρχείο που έζησε και αυτό ανάμεσα στη νομιμότητα και στην παρανομία, όπως και ο φορέας που το δημιούργησε. Συγκροτήθηκε σταδιακά στα χρόνια του Μεσοπολέμου, λεηλατήθηκε από τη μεταξική δικτατορία, το οποίο το χρησιμοποίησε εναντίον των ίδιων των δημιουργών του. Έπειτα, μετά τα Δεκεμβριανά, σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφεί, βομβαρδίστηκε από τα βρετανικά πολεμικά αεροπλάνα κατά τη διάρκεια της φυγής του. Ό,τι πήραν μαζί τους οι πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου αποτέλεσε τη βάση για την επανασύστασή του στην υπερορία. Η διάσπαση του Φεβρουαρίου του ’68 οδήγησε και στη διχοτόμησή του αρχείου και στην παραμονή και των δύο πλέον τμημάτων του στο εξωτερικό. Τέλος, η επιστροφή τους στην Ελλάδα και η διαφορετική μοίρα τους. Το άνοιγμα του ενός μέσω ενός αρχειακού θεσμού, το κλείσιμο και η παραμονή του άλλου εντός του κομματικού πλαισίου.
Αναφέρομαι σε φύλακες του αρχείου. Δεν πρόλαβα τον Αλέκο Παπαπαναγιώτου, πρόλαβα όμως τον Νίκο Κέντρο, τον τελευταίο κομματικό φύλακα του αρχείου, ένα στέλεχος που διέτρεξε μια αντίστοιχη πορεία με εκείνη της Μαρίας. Από μια μικροαστική οικογένεια της Φλώρινας, με τρία αδέλφια που από νωρίς μπλέχτηκαν στο αριστερό κίνημα, έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ, από το 1941. Σε ηλικία 17 χρονών βγήκε στην παρανομία και στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας κατέφυγε στο «βουνό». Έλαβε μέρος ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο, ως πολιτικός επίτροπος του Δημοκρατικού Στρατού, όπου και τραυματίστηκε. Το 1949 πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς: Τασκένδη και μετά Ρουμανία. Κομματικές σχολές και καθήκοντα στον κομματικό μηχανισμό. Όταν τον γνώρισα κουβάλαγε πίσω του χρόνια κομματικής δουλειάς, χρόνια καχυποψίας και στεγανών, που πάλευε να τα ξεπεράσει. Συνταιριάζοντας λέξεις ενός μακρινού αγωνιστικού παρελθόντος με τα σύγχρονα ερωτήματα, υπερβαίνοντας πολύχρονες νοοτροπίες για τα απόρρητα αρχεία, ο Ν. Κέντρος έθεσε ως πρωταρχικό του καθήκον την παραχώρηση των αρχείων στην έρευνα και τη διευκόλυνση των ερευνητών. Και εργάστηκε για αυτό το καθήκον με τον ίδιο ενθουσιασμό και σοβαρότητα, όπως εργάστηκε χρόνια στα άλλα, τα κομματικά καθήκοντα. Για μένα ήταν συγκλονιστική η μετάβαση αυτού του ανθρώπου από τη λογική ενός περίκλειστου σε ενός ανοιχτού και προσβάσιμου αρχείου. Ενός αρχείου που είχε στόχο όχι πλέον τη διαιώνιση μιας εξουσίας αλλά τη γνώση και τον αναστοχασμό.
Σκέφτομαι την ιστορία που διηγείται ο Αντώνης Γιανακός, τα ίχνη που θα μπορούσε να αφήσει. Τι θα είχε μείνει στα ΑΣΚΙ από την ιστορία τους; Τι μπορεί να σημαίνει εν τέλει αυτό το αρχείο για τους ανθρώπους της ιστορίας που συζητάμε σήμερα; Είναι το εφιαλτικό άδειο κιβώτιο που περιφέρει ο ήρωας του Αρη Αλεξάνδρου σε ένα εν τέλει άσκοπο ταξίδι; Η μήπως είναι κάτι άλλο; Από την εποχή που ξεκίνησα να εργάζομαι στα ΑΣΚΙ και έως και σήμερα είδα εκατοντάδες ανθρώπους να αναζητούν τεκμήρια των δικών τους στα κομματικά χαρτιά. Είδα κάποιες φορές και τους ίδιους τους συγγραφείς των κειμένων να βρίσκουν ξαφνιασμένοι ή με συγκίνηση κείμενα και τεκμήρια που θα ήθελαν ίσως να μην υπάρχουν. Οπως είδα και πολλούς νέους ανθρώπους να αναζητούν στοιχεία και πληροφορίες προσπαθώντας να ξαναγράψουν την ιστορία αυτού του παρελθόντος. Οι ιστορίες των αρχείων είναι οι ιστορίες των ανθρώπων, τα όσα έγραψαν και είπαν αλλά και τα όσα ίσως δεν θέλησαν να πουν. Και τα τεκμηρία τους, στιγμές συνάντησης και γνωριμίας, όπως στο τέλος του βιβλίου πάνω στη φωτογραφία του νεκρού γιού συναντήθηκαν σπαρακτικά η γιαγιά με την εγγονή. Τα τεκμήρια, υλικές κληρονομιές ενός τραύματος που διαιωνίστηκε και πολλές φορές συνεχίζει να διαιωνίζεται.
Με τον συγγραφέα του βιβλίου ανήκουμε στην ίδια γενιά. Διαβάζοντας το βιβλίο του βρήκα πολλούς γνωστούς τόπους που στοίχειωσαν τη νιότη μου και την πολιτική μου συνείδηση: την υπόθεση Γεωργιάδη αλλά και άλλες αντίστοιχες όπως του Καραγιώργη ή του Πλουμπίδη, το Μακεδονικό ζήτημα και το θέμα των σλαβόφωνων, την τρομοκρατία και τη φωτογραφία του νεκρού Χρήστου Τσουτσουβή, τη διερώτηση για το τι σημαίνει να είναι κανείς αριστερός. Βρήκα όμως και μια κοινή βεβαιότητα: ότι μόνο αν μπορέσουμε να αφουγκραστούμε τους άλλους, αν μπορέσουμε να δώσουμε την πολυφωνικότητα αλλά και την ένταση που είχε αυτό το παρελθόν, τότε μόνο μπορούμε ίσως να αξιοποιήσουμε αυτό το αρχείο των τεκμηρίων και μνημών, τότε μόνο μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί στο παρελθόν δεμένο με την επιθυμία των ανθρώπων για την αλλαγή του κόσμου και να πενθήσουμε όσο του αναλογεί. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.