Macro

Δεξιά Προπαγάνδα και μια Αριστερή Απάντηση

Είναι, περίπου, κοινός τόπος πως για να καταλάβει κανείς την εξουσία, και όχι μοναχά τη διακυβέρνηση, εκείνο που απαιτείται είναι, καταρχάς, να φέρει σε κατάσταση ιδεολογικής υποτέλειας τον πολιτικό –και ταξικό- του αντίπαλο. Να εξουδετερώσει, δηλαδή, τον αφηγηματικό λόγο του άλλου και να καταστήσει το δικό του ηγεμονικό. Να επιδοθεί σ’ έναν αγώνα εξωτερικό, με συνεχείς συγκρούσεις, αλλά και εσωτερικό, με διαρκείς αναστοχασμούς, επίπονο και δίχως τέλος.

Είναι, επίσης, περίπου, κοινός τόπος πως το πάνω χέρι σ’ αυτή τη διαπάλη είναι εκείνου που, κατά τη συγκρότηση του αστικού κράτους, διάλεξε τη μεριά της εκμεταλλεύτριας τάξης και των συμφερόντων της. Αντιλαμβάνεται, άρα, το κράτος όχι ως το πεδίο διαλεκτικών, ταξικών αντιπαραθέσεων αλλά ωσάν το τσιφλίκι του, μηχανή, τρόπον τινά, καταπίεσης και καταστολής.

Θέτει δε στη υπηρεσία των στόχων του –διατήρηση της πολιτικής και άλλης εξουσίας- κάθε ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους που συγκροτεί. Έτσι, η προπαγάνδα, στη δυτικού τύπου αστική δημοκρατία, μοιάζει να δίνει το προβάδισμα της διάχυσης στην κοινωνία, κατά τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, στον νεοφιλελεύθερο, ακραίο συχνότατα, λόγο. Το ιστορικό υποκείμενο, το υποκείμενο που γράφει την Ιστορία, εξάλλου, δεν είναι ούτε πάντα ούτε κατ’ ανάγκη ριζοσπαστικό – επαναστατικό.

Τα αντιδραστικά ιδεολογήματα της δεξιάς, διαβρώνοντας τις συνειδήσεις, βάθυναν την καπιταλιστική ολοκλήρωση και ευνόησαν την εθνικιστική παλινόρθωση, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, ιδιωτικοί φορείς – εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην πλειονότητά τους, εκκλησία, ΜΜΕ, πολιτιστικά ιδρύματα «επιφανών», όλοι ανεξαιρέτως, προβάλλουν και εξαίρουν το αυτό μοντέλο ζωής: του κεκλεισμένου στη μικροαστική του καθημερινότητα πολίτη, που θα δουλεύει για τον οίκο του και θα περιφρουρεί τα του οίκου του, που θα βλέπει στον προλετάριο της διπλανής πόρτας τον άρπαγα και όχι τον σύντροφο, που θα κωφεύει στο βουητό του πολέμου και θα ορκίζεται όχι στη γροθιά αλλά στο «βιογραφικό» του.

Από το «εμείς» στο «εγώ»: η πολιτικοποίηση των μαζών, με τα κινήματα του παρελθόντος (αντιπολεμικά συλλαλητήρια, Μάης ’68 κ.ο.κ), άλλαξε πρόσημο, καθώς ο ιδιωτικός βίος, πρόταγμα της αντεπίθεσης των συντηρητικών δυνάμεων, κέρδιζε διαρκώς πόντους έναντι της συμμετοχικής δημόσιας ζωής. Η λογική της ανάθεσης στους «άξιους» κυριάρχησε ενώ ως αξιοσύνη λογαριάζονται τα τυπικά, λεγόμενα, προσόντα. Μια νέα γενιά γαλαζοαίαματων παίρνει την εξουσία στα χέρια της, όχι, φυσικά, από τα οδοφράγματα των κοινωνικών αγώνων αλλά από τα κολέγια των δυνάμεων του αστισμού –από τα οποία κολέγια, μάλιστα, έχει αφαιρεθεί κάθε ίχνος σχεδόν μαρξιστικών σπουδών. Οι «άξιοι» αναπαράγουν την εξουσία τους σφυρηλατώντας στους από κάτω τη συνείδηση του ιδιώτη, που, ευεπίφορος, επιπλέον, σε κάθε λογής κοινωνικό αυτοματισμό, μπορεί να στραφεί εναντίον του, επίσης προλετάριου, γείτονά του.

Η σύγχρονη προπαγάνδα αφήνει «όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν»: χαϊδολογεί και ξεπλένει νεοναζιστικά, εθνικιστικά μορφώματα, προωθεί fake news, φυσικοποιεί την κοινωνία, καθαγιάζει τις ανισότητες.

Στην Ελλάδα, και παρά τις δύο εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα δεν διαφέρουν και πολύ από τις λοιπές δυτικές κοινωνίες. Η μάχη με τις εκμεταλλεύτριες τάξεις παραμένει σκληρή: οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του βαθέος κράτους διαμορφώνουν αλλοτριωμένες συνειδήσεις, ο δε λόγος του αστισμού παραμένει κυρίαρχος. Είναι ηγεμονική, επί παραδείγματι, εντός της κοινωνίας, η θετική άποψη περί «αξιολόγησης», «αξίων» και «αρίστων», ηγεμονική η πεποίθηση πως τα δημόσια αγαθά –σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.- υπολείπονται κατά πολύ της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», όπως ηγεμονική παραμένει και η κατάταξη των προσόντων σύμφωνα με τις μονάδες μέτρησης της τάξης της κυριαρχίας.

Έτσι, κάθε απολογητική –ή και καταφατική- προσέγγιση του κυρίαρχου λόγου από την μεριά της αριστεράς συσκοτίζει ένα, έτσι κι αλλιώς, θολό τοπίο, εκείνο που διαμορφώθηκε από τις παλινωδίες της Ιστορίας κατά τα τρία τελευταία χρόνια.

Απεναντίας, αν η ιδεολογία που παράγουν οι μηχανισμοί είναι η φαντασιακή σχέση του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής του, μια χαλκευμένη δηλαδή υπόθεση, ένα παραμυθητικό ψεύδος, ότι τάχα ο καθένας μοναχός, εφόσον το αξίζει, θα ευτυχήσει, η Αριστερά οφείλει διαρκώς, σε έναν αδιάκοπο αγώνα, να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Να καταδείχνει, με παρρησία, πως η ιδεολογία καθεαυτή, υπόθεση κατεξοχήν αντιεξουσιαστική, πέρα από κάθε μηχανιστική αναπαραγωγή των κατεστημένων, είναι εκείνη που αντανακλά το συμφέρον των υποτελών τάξεων, διαμορφώνεται δε στις πραγματικές συνθήκες ζωής των υποκειμένων με υψηλό αγωνιστικό φρόνημα. Και, ακόμη και στις πλέον άνυδρες εποχές, τις εποχές της ήττας, της αναγκαστικής οπισθοχώρησης, η αριστερά οφείλει επίσης, συνεπής στη μεγάλη παράδοσή της, να κινητοποιεί τις μάζες, να εμπνέει και εμπνέεται, σε διαλεχτική, ανοιχτή κι έντιμη σχέση με το λαό. Να διαμορφώνει τον τύπο του ανθρώπου που δεν θα κάθεται ποτέ ήσυχος, θα συμμετέχει στα κινήματα και, αν τούτα δεν υπάρχουν, θα τα δημιουργεί.

Το αντιπαράδειγμα, εξάλλου, του αριστερού λόγου φέρει στο επίκεντρο τον άνθρωπο ως ύπαρξη, στη μη αλλοτριωμένη από τις σχέσεις παραγωγής μορφή του. Τον πολίτη της πάλης για το τέλος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, τον πολίτη των συλλογικών αγώνων για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τον πολίτη της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Κόντρα στο μοντέλο του ιδιώτη της φοβικότητας, των καταναγκασμών και της αναλγησίας που προβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός, να αντιπροβάλει τη συντροφικότητα με ταξικό πρόσημο, εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να υπερβαίνει εαυτόν προκειμένου να αλλάξει τον κόσμο, να μετασχηματίσει την κοινωνία.

Και ίσως αποδειχτεί πως τελικά δεν είναι δύσκολο να ηττηθεί η προπαγάνδα της κυριαρχίας. Επιμονή χρειάζεται και, λίγη,υπομονή.

Η Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος

Πηγή: Ρωγμές