Η διαστροφική αντιστροφή των εννοιών φαίνεται να είναι το φετίχ των κυβερνήσεων της Δεξιάς. Από την ξενοφοβική και αντιμεταναστευτική επιχείρηση με τον σοκαριστικό τίτλο «Ξένιος Δίας» μέχρι τη δυστοπία των καθημερινών παραβιάσεων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου που βαφτίζεται «κανονικότητα», η εμμονή αυτή θα προκαλούσε θυμηδία αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνη, αν δεν ήταν μέρος ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου καταβύθισης της ελληνικής κοινωνίας σε ένα ανελεύθερο καθεστώς οικονομικής ολιγαρχίας και θεσμικής αλλοτρίωσης.
Το νομοθέτημα που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες με τον οξύμωρο τίτλο «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο» αποτελεί το αποκορύφωμα αυτού του γλωσσικού και πολιτικού παραλογισμού, καθώς συνδέει πρωτίστως την πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό της πανεπιστημιακής παιδείας και έρευνας με τους νόμους της αγοράς μέσω της εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Αποδεσμευμένο από την εποπτεία του κράτους, το ελληνικό πανεπιστήμιο προορίζεται έτσι να εκπληρώσει ένα πάγιο αντιδραστικό προγραμματικό αίτημα μετασχηματισμού του σε αγοραίο προϊόν, με μια υποβαθμισμένη ακαδημαϊκή κοινότητα σε ρόλο μεταπράτη γνώσεων και δεξιοτήτων à la carte. Πόσο φιλελεύθερη είναι άραγε αυτή η αντίληψη; Και κυρίως πόσο σύγχρονη;
Η ψευδο-νομική επισφράγιση μιας προαναγγελθείσας συνταγματικής εκτροπής
Αν ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 επέλεξε να κατοχυρώσει πλήρως τη δημόσια δωρεάν παιδεία και την ακαδημαϊκή ελευθερία, εναλλάσσοντας τη θετική και την αρνητική διατύπωση σε όχι λιγότερα από πέντε εδάφια του άρθρου 16, είναι ακριβώς για να προσδώσει στην αναγνώριση αυτή τη δέουσα σαφήνεια και να αποφύγει μελλοντικές ερμηνευτικές ακροβασίες. Έτσι, το φιλελεύθερο Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης όρισε χωρίς ίχνος αμφισημίας στο άρθρο 16 ότι η ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα – και εν γένει η επιστήμη – είναι ελεύθερες (§ 1), ότι η δημόσια δωρεάν παιδεία είναι δικαίωμα (§§ 2 και 4), ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ΝΠΔΔ με πλήρη αυτοδιοίκηση υπό την εποπτεία του Κράτους, ενώ η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται (§§ 5 και 8), καθώς και ότι οι καθηγητές των ΑΕΙ αναγνωρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί, με τις ιδιαίτερες εγγυήσεις που τους προσδίδει το καθεστώς αυτό (§ 6).
Η κυβερνητική απόφαση να καταστρατηγηθεί το Σύνταγμα μέσα από μια διασταλτική και εξελικτική ερμηνεία του με βάση τις τρέχουσες συνθήκες και την υποτιθέμενη εξέλιξη του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου στο ζήτημα αυτό φαίνεται να έχει βρει τους θιασώτες της σε επιφανείς εκπροσώπους της νομικής επιστήμης που, θεωρώντας ως δεδομένη μια προσεχή αναθεώρηση του άρθρου 16, προτείνουν ως προσωρινή νομιμοποιητική βάση παράκαμψης των συνταγματικών επιταγών την επίκληση της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, όπως αυτή αποτυπώνεται σε πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, αλλά και της υποχρέωσης συμμόρφωσης στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αναρωτηθεί αν η βεβαιότητα αυτή απηχεί μια αντικειμενική κατάσταση ή αντικατοπτρίζει ευσεβείς πόθους, αν η αναφερθείσα νομολογία είναι πράγματι συναφής με την ελληνική περίπτωση και αν, τέλος, το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο περιορίζεται σε μια συμφωνία διεθνούς εμπορίου – στην οποία μάλιστα η Ελλάδα έχει θέση ρητή επιφύλαξη. Ας μας επιτραπεί να έχουμε κι εμείς τις επιφυλάξεις μας.
Η ίδια η υπόθεση όμως – ως υπόθεση εργασίας – ενέχει μια εγγενή αντίφαση, μια contradictio in adjecto. Και αυτό γιατί το ζήτημα στην ουσία του δεν είναι νομικό αλλά πολιτικό. Πρόκειται για την αναγωγή μιας αμιγώς πολιτικής επιδίωξης σε νομικοφανές ερώτημα με σκοπό η επιδιωκόμενη συνταγματική εκτροπή να περιβληθεί την έξωθεν «καλή μαρτυρία» των επιστημόνων. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα συντάγματα είναι κείμενα δυναμικά, όπως άλλωστε δυναμικές είναι και οι θέσεις και η ερμηνεία των δικαστηρίων όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τις αποφάσεις τους. Μια κρατούσα νομολογία μπορεί να ανατραπεί στο μέλλον όπως και μια συνταγματική επιλογή να αναθεωρηθεί. Αυτές οι αλλαγές όμως δεν εκβιάζονται μέσα από contra legem ερμηνείες του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου.
Ευρωπαϊκό δίκαιο à la carte
Πώς αντιμετωπίζει όμως πράγματι το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο το ζήτημα της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης; Η συζήτηση αφορά στην πραγματικότητα σε τρία ξεχωριστά αν και όμορα ζητήματα: τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων εγχώριας προέλευσης, την εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων ιδρυμάτων με τη διαδικασία του franchising και την επιβολή διδάκτρων.
Ένα πρώτο βασικό στοιχείο που αποσιωπάται τεχνηέντως στην κυβερνητική ρητορεία είναι ότι ο τομέας της εκπαίδευσης δεν ανήκει στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι η Ένωση δεν παρεμβαίνει στην επιλογή του εκπαιδευτικού συστήματος των κρατών-μελών και αφήνει στη διακριτική τους ευχέρεια την οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, παρέχοντας μόνο γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οικονομική ενίσχυση ή ενθαρρύνοντας πρωτοβουλίες. Αυτό εξηγεί και τον πλουραλισμό των εκπαιδευτικών μοντέλων που συναντάται σήμερα στα κράτη-μέλη, στα οποία σημειωτέον τα ιδιωτικά πανεπιστήμια κατέχουν περιθωριακή θέση. Με αυτό το σκεπτικό, το άρθρο 14 § 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ αναφέρει ότι η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων γίνεται σεβαστή «σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή [της]». Η ΕΕ αποδέχεται επομένως διαφοροποιήσεις στα κράτη για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς ή λόγους που συνδέονται με τη συνταγματική παράδοση του κάθε λαού και το κοινωνικό συμβόλαιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κατοχύρωση της δημόσιας δωρεάν παιδείας με ταυτόχρονη διασφάλιση του αμιγώς δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων αποτύπωσε στο συνταγματικό κείμενο τους καρπούς του φοιτητικού κινήματος του 1-1-4 και του 15% για την παιδεία, της θυσίας του Σωτήρη Πέτρουλα και των εξεγέρσεων της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Το επιχείρημα με βάση το οποίο η διεθνής δικαιοταξία και οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες είναι σήμερα διαφορετικές και άρα επιβάλλουν μια διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 16 ελέγχεται ως αβάσιμο.
Αν η ελευθερία της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι γενική δεσμευτική υποχρέωση των κρατών-μελών, δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν οι ιδιαιτερότητες στον τομέα της παιδείας, με πρώτιστο μέλημα για την ΕΕ την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Άλλωστε η πρώτη αρχή του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 2017, στον οποίο βασίζεται και ο Ευρωπαϊκός Χώρος Εκπαίδευσης που επικαλείται η κυβέρνηση, αναφέρει επί λέξει ότι «κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σε ποιοτική και χωρίς αποκλεισμούς εκπαίδευση». Αντί όμως να επιδιώξει να στηρίξει και να αναβαθμίσει το δημόσιο πανεπιστήμιο μέσα από τις δυνατότητες που παρέχει η ΕΕ, π.χ. το νέο θεσμό των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, η κυβέρνηση επιλέγει την επιστροφή σε μια κατάσταση τριτοκοσμικού προτεκτοράτου, παρουσιάζοντας ως μελλοντικό success story την εισδοχή φοιτητών από αναπτυσσόμενες χώρες ή από την ανατολική Ευρώπη, πρόθυμων να αγοράζουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, χωρίς τυπικές και ουσιαστικές δυνατότητες παραγωγής επιστημονικής έρευνας. Μια τέτοια προοπτική προβάλλεται ως στόχος στο Σχέδιο Πισσαρίδη του 2020 (σελ. 85).
Έχει ενδιαφέρον ότι οι ίδιοι που πολέμησαν λυσσαλέα καινοτόμες πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του δημόσιου πανεπιστημίου, όπως η ίδρυση Νομικής Σχολής στην Πάτρα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με το επιχείρημα του πληθωρισμού σχολών και αποφοίτων νομικής, είναι οι ίδιοι που δε βρίσκουν κανένα πρόβλημα στη λειτουργία ιδιωτικών νομικών σχολών. Οι ίδιοι που ομνύουν στην αριστεία της ΕΒΕ είναι έτοιμοι να νομιμοποιήσουν τη φοίτηση επί πληρωμή χωρίς κριτήρια εισαγωγής σ’ ένα ιδιωτικό ίδρυμα.
Η πανεπιστημιακή παιδεία ως κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα
Το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν είναι επομένως ένα απλό ζήτημα σύγκρουσης δικαιωμάτων, αλλά έχει έντονη αξιακή χροιά. Αυτήν ακριβώς την παράμετρο έρχεται να φωτίσει το διεθνές δίκαιο. Το σύγχρονο διεθνές δίκαιο αντιλαμβάνεται την παιδεία ως κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα. Συγκεκριμένα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ του 1966, το οποίο δεσμεύει την Ελλάδα, αναφέρει στο άρθρο 13 § 2(γ) ότι «η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται σε όλους ισότιμα ανάλογα με τις ικανότητες καθενός, με όλα τα κατάλληλα μέσα και μάλιστα με την προοδευτική θέσπιση της δωρεάν παιδείας». Συμπληρωματικά, η Επιτροπή του Συμφώνου, σε ένα πρόσφατο Γενικό Σχόλιο αρ. 25 (2020), που αναφέρεται στην επιστήμη, σημειώνει ότι «η ιδιωτικοποίηση σε μεγάλη κλίμακα της επιστημονικής έρευνας (…) κινδυνεύει ενίοτε να υπονομεύσει την άσκηση του δικαιώματος στην έρευνα» και ότι «η επιστημονική έρευνα που διεξάγεται ή χρηματοδοτείται από ιδιωτικούς φορείς μπορεί να δημιουργήσει σύγκρουση συμφερόντων».
Το άνοιγμα της αγοράς στη λεγόμενη «διακρατική εκπαίδευση», συνήθως μέσω συμβάσεων δικαιόχρησης με ιδιωτικούς φορείς, προβλημάτισε τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, όπως η UNESCO και το Συμβούλιο της Ευρώπης, ιδίως ως προς την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η οποία συχνά δεν έχει καμία σχέση με τη διδασκαλία που παρέχει το μητρικό πανεπιστήμιο. Με αφετηρία την επισήμανση αυτή, οι δύο οργανισμοί εξέδωσαν το 2007 έναν επικαιροποιημένο Κώδικα καλών πρακτικών για τη διακρατική εκπαίδευση που υποδεικνύει στα κράτη τη θέσπιση ειδικών ακαδημαϊκών κριτηρίων ποιότητας για τα προγράμματα σπουδών και τη στελέχωση του διδακτικού προσωπικού.
Πληρούν άραγε τα ιδιωτικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα αυτές τις προϋποθέσεις ποιότητας και διασφάλισης της ακαδημαϊκής ελευθερίας; Μια απλή βόλτα στα ήδη υπάρχοντα «ιδρύματα» (κολλέγια) θα πείσει ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους για την προφανή ανεπάρκεια των εμπορικών αυτών καταστημάτων να υποδυθούν τα πανεπιστήμια: έλλειψη βασικών κτιριακών υποδομών – δυο όροφοι σε ένα ανακαινισμένο νεοκλασικό ή σε ένα mall δεν αρκούν για να στεγάσουν ένα υποτυπώδες πανεπιστημιακό ίδρυμα –, ιστότοποι μόνο στα ελληνικά για παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, εξευτελιστικοί μισθοί με το πρόσχημα της έλλειψης προυπηρεσίας, διδακτικό προσωπικό στη συντριπτική του πλειονότητα χωρίς διδακτορικό, πρόχειρη και πλημμελής διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων που διαφημίζονται χωρίς καμία ποιοτική αξιολόγηση, υπέρογκα δίδακτρα, βάναυση προσβολή της ακαδημαϊκής ελευθερίας μέσω της επιβολής αντικειμένων και τρόπων διδασκαλίας με αποκλειστικό γνώμονα τη σύνδεση με την αγορά.
Το… δίκαιο Πισσαρίδη
Συνεπώς η ratio του νομοθετήματος της κυβέρνησης θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί όχι στο ενωσιακό ή στο διεθνές δίκαιο αλλά στο Σχέδιο Πισσαρίδη. Ένα σχέδιο που προοιωνίζεται μέτρα όπως τον σταδιακό περιορισμό ειδικοτήτων με υπερβάλλουσα προσφορά αποφοίτων (σελ. 83), τις συγχωνεύσεις πανεπιστημίων (σελ. 84), τη θέσπιση διδάκτρων και φοιτητικών δανείων, την αλλαγή προσανατολισμού της εκπαίδευσης από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις (σελ. 86), καθώς και τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων από επιχειρήσεις. Είχε προηγηθεί σε παλαιότερο άρθρο του ίδιου στην Καθημερινή, το 2010, η πρόταση να απομακρυνθεί το πλεονάζον προσωπικό των ΑΕΙ, με στόχο να μειωθεί κατά 1/3 το προσωπικό των δημόσιων ΑΕΙ.
Πρόκειται για ένα σχέδιο από το οποίο απουσιάζουν παντελώς οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές και κυρίως απουσιάζει το πανεπιστήμιο ως θεσμός που κυριολεκτικά περικλείει και θεραπεύει όλες τις επιστήμες, διαμορφώνοντας πολίτες και όχι απλά τεχνίτες, επιστήμονες και όχι απλά δεξιοτέχνες, που παρέχει βαθιά γνώση – ο ορισμός της επιστήμης –, αναλυτική σκέψη και κρίση και όχι απλά κατάρτιση και δεξιότητες.
Επαναφέροντας το ταξικό πανεπιστήμιο του περασμένου αιώνα, η Ελλάδα θα αλλάξει υπόδειγμα μένοντας πίσω στην εξελικτική της πορεία, αποκλεισμένη de facto από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια που βασίζονται στην αριστεία, περιορισμένη σε ένα τριτοκοσμικό μοντέλο ανάπτυξης που θα επεκτείνει αντί να αναστρέψει τη φυγή επιστημόνων και θα υποθηκεύσει τις προοπτικές προόδου και ευημερίας για τις μελλοντικές γενιές σε βάθος χρόνου – αν θέλουμε να μιλήσουμε και με όρους βιώσιμης ανάπτυξης, που τόσο πολύ αρέσουν στους εκσυγχρονιστές. Θέλουμε την Ελλάδα πάρκινγκ για χαμηλών προσδοκιών πελάτες εκπαιδευτικών υπηρεσιών; Αυτό είναι το όραμά μας για την κοινωνία του 21ου αιώνα;
Η ευθύνη της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι ιστορική. Είναι ευθύνη ηθική αλλά και συνταγματική. Εκπορεύεται κατευθείαν από το άρθρο 16, από την αποστολή που αυτό όρισε στους πανεπιστημιακούς δασκάλους. Ας φανούμε αντάξιοι της αποστολής αυτής υπερασπιζόμενοι ενεργά το δημόσιο πανεπιστήμιο και τη συνταγματική νομιμότητα, μαζί με τους φοιτητές μας, στα συλλογικά όργανα, στα κατειλημμένα αμφιθέατρα, στο δρόμο, στο δημόσιο λόγο. Είναι ζήτημα επιβίωσης.
Η Δέσποινα Σίνου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου, Αναπληρώτρια Κοσμήτορας Σχολής Νομικών, Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Sorbonne Paris Nord