Macro

Γιατί έχει νόημα να μιλάμε για τον δωσιλογισμό του ’40 σήμερα;

Σκέψεις με αφετηρία τη μελέτη Οι δωσίλογοι του Μεν. Χαραλαμπίδη.
ΔΩΣΙΛΟΓΙΣΜΟΣ: Η ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΗ ΑΜΑΡΤΙΑ
 
«Ανομολόγητο» είναι, κατά τα λεξικά, αυτό που «δεν είναι δυνατό να ανακοινώσει κάποιος», «αυτό που δεν παραδέχεται κάποιος», το «αφανέρωτο», το «κρυφό», αυτό «που δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί», «που δεν είναι δυνατό να αναφερθεί λόγω ακαταλληλότητας του περιεχομένου του». «Χρησιμοποιείται για πάθη, αμαρτίες, σχέσεις». Το ανομολόγητο λειτουργεί όταν παραμένει στη σκιά. Όταν όμως προβάλλει στη δημόσια σφαίρα, τότε χάνει τον ιδιότυπο χαρακτήρα του, αυτό το κρυφό και γνωστό μαζί, ώστε συχνά η αποκάλυψή του γίνεται εκρηκτική. Επειδή ακριβώς προηγουμένως «δεν μπορούσε να αναφερθεί»…
 
Προσοχή: το «ανομολόγητο» δεν είναι άγνωστο. Σπανίως όμως εκφέρεται, διότι πονάει, ενοχλεί, τραυματίζει. Τραυματίζει τους πρωταγωνιστές του διότι ξανάρχονται μνήμες από τις οδύνες ή τα εγκλήματα (ανάλογα με τη θέση τους ως θύτες ή θύματα) αλλά και τους επιγόνους τους διότι η αναμόχλευση του ανομολόγητου φέρνει στην επιφάνεια τις μνήμες του κακού, είτε ως γόνος θύτη, είτε ως γόνος θύματος.
 
Ο δωσιλογισμός λοιπόν είναι μια κατεξοχήν ανομολόγητη κεντρική επιλογή του κράτους των εθνικοφρόνων σε συνδυασμό με την ατιμωρησία και τη ενσωμάτωση των δωσιλόγων στον εθνικό κορμό. Τα Δεκεκεμβριανά είναι το κρίσιμο σημείο καμπής. Έκτοτε, η δίωξη των αντιστασιακών και η επιβράβευση των δωσίλογων είναι μια τερατώδης αντιστροφή που κατέστη εφικτή πάνω στην επιβολή της λήθης της συνεργασίας με συντεταγμένη κρατική πρωτοβουλία, ενταγμένη στην ευρύτερη στρατηγική του αντικομουνισμού.
 
Εύλογα μπορεί ωστόσο κανείς να αναρωτηθεί ως και καλόπιστα σήμερα: «Τι νόημα έχει η έρευνα αυτών των κηλίδων, και μάλιστα τόσα χρόνια μετά; Τι τα θέλετε και τα σκαλίζετε τα απωθημένα μας;». Γιατί όμως να μη αποδεχθούμε τη λήθη, δηλαδή την επιλεκτική μνήμη που, όπως είναι γνωστό, αποτελεί δομικό στοιχείο της εκάστοτε εθνικής οικοδόμησης και αφήγησης; Εξάλλου, αυτό έκανε συστηματικά το ελληνικό κράτος και η δικαιοσύνη, κάθε άλλο παρά τυχαία: «Ω γέγονε, γένονε»… Οι καιροί αλλάξανε. «Αφήνουμε πίσω τη διχόνοια». Το είπε και ο πρωθυπουργός μας.
 
Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που δεν λέγεται, ενώ γνωρίζουμε ότι υπάρχει, έχει μια αναντίρρητη κοινωνική λειτουργία. Απωθούμε αυτά που ύστερα από σώφρονα σκέψη αφήνουμε στο παρασκήνιο της ιστορίας. Τακτοποιώντας έτσι το παρελθόν μια κοινότητα, κρύβοντας τις ασχήμιες του, νοικοκυρεύει το μέλλον της, σύμφωνα πάντα με τις επιλογές της ηγεσίας της.
 
Εξάλλου, η αποκάλυψη του ανομολόγητου είναι μια πολλαπλώς επώδυνη διαδικασία και για το λόγο αυτόν πολύ συχνά οι πολίτες αφήνονται στον ανελέητο κυνισμό της επιβεβλημένης αποσιώπησης ή άγνοιας: «σημασία δεν έχει τι έγινε, αλλά τι νομίζουμε ότι έγινε ή – ακόμη χειρότερα – τι προσποιούμαστε ότι έγινε». Ο κυνισμός αυτός ωστόσο αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως ανόητους: κάλλιο να παραμένουν ανώριμοι και αδαείς παρά ανασφαλείς υπό το διαρκή φόβο της αποκάλυψης εκείνων που πρέπει να μείνουν κρυφά. Η τυχόν εξοικείωσή τους με κείνα, υπονομεύει τους δεσμούς της κοινωνικής συνοχής και αναμοχλεύει τα πάθη.
 
Τα επιχείρημα αυτό, μέσα στον αφόρητο πατερναλισμό του, και παρά το ότι τάχα «κοιτάει μπροστά» είναι βαθιά αντιδραστικό. Συντελεί με τον τρόπο του στην αναπαραγωγή και διαιώνιση μιας κοινωνικής τάξης βασισμένης στην άγνοια, την απόκρυψη και τη μεροληψία. Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία «την αλήθεια την μαθαίνουμε μόνο εάν ένα δε μας πονάει» είναι εξόχως προβληματική για την ατομική ή συλλογική μας αυτογνωσία και γενικότερο εμπόδιο στην ανθρώπινη σκέψη.
 
Το έργο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη –και σε αυτό περιλαμβάνω όλη την τριλογία της δεκαετίας του ΄40 από την Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, τα Δεκεμβριανά μέχρι το τελευταίο του βιβλίο, Οι δωσίλογοι– συνιστά έναν καθολικό ιστορικό λόγο, δουλειάς μυρμηγκιού και αφοσίωσης στην αρχειακή έρευνα που είναι κάτι περισσότερο από αντίλογος στα παραπάνω. Είναι μια εργασία που επιτρέπει να θέσουμε αυτοτελώς την ατζέντα για τη δεκαετία του ΄40 και ειδικά για το δωσιλογισμό. Κάτι δηλαδή πολύ περισσότερο από το να αντικρούσουμε το επιχείρημα της επιλεκτικής λήθης.
 
Αυτή τη φλέβα χτυπάει με το βιβλίο του ο συγγραφέας για μια οικεία, πλην όμως ανομολόγητη, εθνική αμαρτία.
ΓΙΑΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΔΩΣΙΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ”40
 
α. Γιατί στην Κατοχή «οι χαρακτήρες νερουλιάσανε». Δεν ήταν μια μικρή μειοψηφία των Ελλήνων που συνεργαστήκαν με τον κατακτητή, όπως θέλει το επίσημο αφήγημα. Ούτε φυσικά ο ελληνισμός είναι αντιστασιακό έθνος. «Οι χαρακτήρες ρευστοποιήθηκαν. Νερουλιάσανε. Οι άνθρωποι, που πατάνε σε πτώματα για να πλουτίσουν, απεκαλύφθησαν. Συνεργάζονται με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς τη νύχτα και υποδεικνύουν σπίτια πατριωτών πιπιλίζοντας «Χάιλ Χίτλερ». Κ. Καραχάλιος, Νύχτες της σκλαβωμένης Αθήνας, 1946 (σ. 207).
 
β. Διότι αναδεικνύεται πειστικά η μετατόπιση της οπτικής για τη συνέχεια του Εμφυλίου από το μετά την Κατοχή στην αρχή του Πολέμου. Υπάρχει ο μύθος ότι ο δωσιλογισμός είναι παράγωγο αντίδρασης στην «κόκκινη βία». Η συνεργασία προϋπάρχει χρονικά της Αντίστασης. Ο συγγραφέας μας δείχνει πόσο είχε διχάσει την ελληνική κοινωνία, πριν την εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων η επιλογή αυτή. Και είναι επιλογή, δεν είναι αναγκαστική προσαρμογή.
 
γ. Διότι αναδεικνύεται η ευκαιρία πλουτισμού όχι μόνο ως μάχη επιβίωσης ή αγώνας αναδιανομής πλούτου αλλά και ως πολιτική στρατηγική.
 
δ. Λόγω της σκανδαλώδους ατιμωρησίας. Οι τιμωρίες δωσίλογων σε όλη την Ευρώπη υπήρξαν περιορισμένες, όπως έχει δείξει ο Δ. Κουσουρής στη δική του μελέτη (Δίκες Δωσίλογων 1944-1949, Εκδ. Πόλις) ωστόσο εδώ ακόμη πιο πολύ.